Μέρος 7ο
Κοντά στο οδόφραγμα, εγκαταλελειμμένο που τον τζαιρό των φασαριών του ’63, ήταν το στέκκι που εβρέθετουν ο Αντώνης τζαι η Μαρίνα. Πρώτος πάντα επάεννεν ο Αντώνης, μόλις εσουρούππωννεν. Το φυλάκιο εφαίνετουν που το παράθυρο του δωματίου της Μαρίνας. Με ένα κλεφτοφάναρο τζείνος έφεγγε πας στο παραθυρούι του φυλακίου. Έστελλε της σήμα ότι ήταν τζιαμαί, τζαι τζείνη έβρισκε μια δικαιολογία των γονιών της για να φύει. Το τι τους ελάλεν έν’ άλλου παπά ευαγγέλιο. Ο τζύρης της αγάπαν την πολλά, η μάνα της ήταν νάκκο φτανή στον νου τζαι την Μαρίναν εφόρεν την η τρύπα του βελονιού άμαν έθελε τίποτε. Εν υπήρχε περίπτωση να μεν γινεί το δικό της, εξ ου τζαι εν εδυσκολεύτηκεν πολλά να πείσει τον παπά της να την πέψει στην Αγγλία να σπουδάσει λογίστρια.
Ο Αντώνης εν επόκατσε μετά τον καφκά που του έστησεν η Νίκη. Αποφάσισε να πάει να έβρει την Μαρίνα, απλά θα ήταν πιο προσεκτικός. Γιάλι άλι, έπιασε τους πίσω δρόμους του Καϊμακλιού όπως τον κάττο τζαι εκατάφερε να φτάσει στην ώρα του στο φυλάκιο. Έφεξε με το φανάρι τζαι ύστερα που κανένα μισάωρο εμπήκε της πόρτας η Μαρίνα.
Θαρρείς είσιεν να λείψει ο ένας για ο άλλος, αν τους εθώρες που μια γωνιά με πόση ένταση εφιλιούνταν τζαι εχαδεύκαν ο ένας τον άλλο. Εποσπαστήκαν, εντύθηκε η Μαρίνα τζαι έκαμε να τον ποσιαιρετίσει.
«Μαρίνα, η Νίκη εψυλλιάστηκε ότι κάτι πάει στραβά. Αρκέψαν οι γειτόνισσες τζαι βάλλουν της λόγια. Πρέπει να προσέχουμε νάκκο παραπάνω». Είντα έθελε να της πει έτσι ο Αντώνης της Μαρίνας, ίσια εκοπήκαν τα πόθκια της. Έχασε το χρώμα της, τα μάθκια της εσκοτεινιάσαν τζαι εκούμπησε στον παραστατό της πόρτας.
«Αντώνη, εγιώ εν είμαι αντροχωρίστρα. Τούτο που κάμνουμε εν λάθος, έσιεις μωρά, έσιεις γεναίκα, έσιεις οικογένεια. Καλύτερα να μεν ξαναβρεθούμε.»
«Μα χάννεις σιόρ; Είντα ’ν’ που μου λαλείς; Εγώ έννα πελλάνω αν δεν σε θωρώ. Ε το έννα προσέχουμε νάκκο παραπάνω τζαι τίποτε εν έσιει. Μεν φοάσαι.»
«Που τον άλλο μήνα έννα πάω πισω στην Αγγλία, Αντώνη. Έτσι τζι αλλιώς εν θα με θωρείς.»
Είχαν αποκλείσει που τον νου τους το γεγονός ότι η σχέση τους επηρέαζε άλλα πλάσματα τζαι επηρεάζετουν που τρίτες παραμέτρους. Τζείνες οι κουβέντες αναγκάσαν τους να προσγειωθούν. Τόσο τζαιρό στρακοτταρισμένοι που το πάθος, ήταν σάννα τζαι κάπιοιος εσιώνωσε τους μια σίκλα με νερό πας στα μούτρα τους.
Εμείναν να θωρούν ο ένας τον άλλο. Εχαντακωθήκαν λλία λεπτά, αμίλητοι, χωρίς λύσεις, χωρίς απαντήσεις. Η Μαρίνα άφηκε τα σιέρκα του Αντώνη, εγύρισε την ράσιη της τζαι έκαμε να φύει. Ανάπνευσε βαθκιά τζαι εγεμώσαν τα ρουθούνια του ροδόσταμμα. Όπως το αερικό, εδρόσισε τα μάθκια του η μυρωθκιά. Μια ανεράδα έκαμε του μαγικά, εξήασε τα κοπελλούθκια του, την γεναίκα του. «Εννά έρτω μαζί σου στην Αγγλία» εφώναξε της τζαι έσφιξε της το σιέρι της τραβώντας την πίσω κοντά του.