13
Oct 14

Το τέρτιν της Νίκης [Μέρος 7ο – 12ο]

Μέρος 7ο

Κοντά στο οδόφραγμα, εγκαταλελειμμένο που τον τζαιρό των φασαριών του ’63, ήταν το στέκκι που εβρέθετουν ο Αντώνης τζαι η Μαρίνα. Πρώτος πάντα επάεννεν ο Αντώνης, μόλις εσουρούππωννεν. Το φυλάκιο εφαίνετουν που το παράθυρο του δωματίου της Μαρίνας. Με ένα κλεφτοφάναρο τζείνος έφεγγε πας στο παραθυρούι του φυλακίου. Έστελλε της σήμα ότι ήταν τζιαμαί, τζαι τζείνη έβρισκε μια δικαιολογία των γονιών της για να φύει. Το τι τους ελάλεν έν’ άλλου παπά ευαγγέλιο. Ο τζύρης της αγάπαν την πολλά, η μάνα της ήταν νάκκο φτανή στον νου τζαι την Μαρίναν εφόρεν την η τρύπα του βελονιού άμαν έθελε τίποτε. Εν υπήρχε περίπτωση να μεν γινεί το δικό της, εξ ου τζαι εν εδυσκολεύτηκεν πολλά να πείσει τον παπά της να την πέψει στην Αγγλία να σπουδάσει λογίστρια.

Ο Αντώνης εν επόκατσε μετά τον καφκά που του έστησεν η Νίκη. Αποφάσισε να πάει να έβρει την Μαρίνα, απλά θα ήταν πιο προσεκτικός. Γιάλι άλι, έπιασε τους πίσω δρόμους του Καϊμακλιού όπως τον κάττο τζαι εκατάφερε να φτάσει στην ώρα του στο φυλάκιο. Έφεξε με το φανάρι τζαι ύστερα που κανένα μισάωρο εμπήκε της πόρτας η Μαρίνα.

Θαρρείς είσιεν να λείψει ο ένας για ο άλλος, αν τους εθώρες που μια γωνιά με πόση ένταση εφιλιούνταν τζαι εχαδεύκαν ο ένας τον άλλο. Εποσπαστήκαν, εντύθηκε η Μαρίνα τζαι έκαμε να τον ποσιαιρετίσει.
«Μαρίνα, η Νίκη εψυλλιάστηκε ότι κάτι πάει στραβά. Αρκέψαν οι γειτόνισσες τζαι βάλλουν της λόγια. Πρέπει να προσέχουμε νάκκο παραπάνω». Είντα έθελε να της πει έτσι ο Αντώνης της Μαρίνας, ίσια εκοπήκαν τα πόθκια της. Έχασε το χρώμα της, τα μάθκια της εσκοτεινιάσαν τζαι εκούμπησε στον παραστατό της πόρτας.
«Αντώνη, εγιώ εν είμαι αντροχωρίστρα. Τούτο που κάμνουμε εν λάθος, έσιεις μωρά, έσιεις γεναίκα, έσιεις οικογένεια. Καλύτερα να μεν ξαναβρεθούμε.»
«Μα χάννεις σιόρ; Είντα ’ν’ που μου λαλείς; Εγώ έννα πελλάνω αν δεν σε θωρώ. Ε το έννα προσέχουμε νάκκο παραπάνω τζαι τίποτε εν έσιει. Μεν φοάσαι.»
«Που τον άλλο μήνα έννα πάω πισω στην Αγγλία, Αντώνη. Έτσι τζι αλλιώς εν θα με θωρείς.»

Είχαν αποκλείσει που τον νου τους το γεγονός ότι η σχέση τους επηρέαζε άλλα πλάσματα τζαι επηρεάζετουν που τρίτες παραμέτρους. Τζείνες οι κουβέντες αναγκάσαν τους να προσγειωθούν. Τόσο τζαιρό στρακοτταρισμένοι που το πάθος, ήταν σάννα τζαι κάπιοιος εσιώνωσε τους μια σίκλα με νερό πας στα μούτρα τους.
Εμείναν να θωρούν ο ένας τον άλλο. Εχαντακωθήκαν λλία λεπτά, αμίλητοι, χωρίς λύσεις, χωρίς απαντήσεις. Η Μαρίνα άφηκε τα σιέρκα του Αντώνη, εγύρισε την ράσιη της τζαι έκαμε να φύει. Ανάπνευσε βαθκιά τζαι εγεμώσαν τα ρουθούνια του ροδόσταμμα. Όπως το αερικό, εδρόσισε τα μάθκια του η μυρωθκιά. Μια ανεράδα έκαμε του μαγικά, εξήασε τα κοπελλούθκια του, την γεναίκα του. «Εννά έρτω μαζί σου στην Αγγλία» εφώναξε της τζαι έσφιξε της το σιέρι της τραβώντας την πίσω κοντά του.

Continue reading →


13
Oct 14

Το τέρτιν της Νίκης [Μέρος 1ο – 6ο]

Μέρος 1ο

Η πίσω πλευρά της πράσινης ρόπας της εσέρνετουν στα μωσαϊκά μαρμαράκια της βεράντας. Εκοίταξεν αριστερά, μετά δεξιά. Επιβεβαίωσε ότι καμιά γειτόνισσα εν ήταν έξω τζείνην την ώρα τζαι με άτσαλες κινήσεις εσουλούππωσεν τα μαλλιά της, καλού-κακού.
Επερπάτησε γλήορα τζαι χοροπηδηκτά, κουτσουφλώντας παράλληλα πάνω στες ανοιχτές παντόφλες που εφορούσεν. Το κουτί του ταχυδρομείου, όφκαιρο. Επαρατήρησεν καλά μέσα, μετά γυρώ. «Μπορεί να του έππεσεν του ταχυδρόμου το γράμμα», εσκέφτηκεν. Τίποτε όμως. Ένα χαρτί που ήταν πεταμένο νάκκο πάρατζει πάνω στο τσιακκίλι αποδείχτηκε πως ήταν διαφημιστικό πιτσαρίας.
«Ήρτεν κανένα γράμμα, ρα;», άκουσε την τσιριλλιστή φωνή της μάνας της. Είδεν την που το παράθυρο της κουζίνας, που εποσσέπαζε τζαι εσυνέχισεν να φωνάζει. «Ήρτεν ρα; Ήρτεν ο ταχυδρόμος; Έπεψεν σου τίποτε τζείνος ο αχαμάκκης ο άντρας σου;».
«Σωπή μανά!», απάντησεν νευριασμένα. Εφάνηκεν η φάτσα της γειτόνισσας να κροννοίει το φυλλαράκι της τζαμαρίας της. Είδεν την με την άκρα του μμαθκιού της, έκαμεν πως εν τη είδεν όμως τζαι εβιάστηκε να πάει πίσω στο σπίτι.
Στον διάδρομο της αυλής εφκήκεν της η παντόφλα τζαι έκαμε ένα-θκυο βήματα κουτσαντίρι καθώς εδιαπραγματεύετουν το αν θα εστρέφετουν να την πιάσει ή αν θα εσυνέχιζε ξυπόλητη για το σπίτι, να γλυτώσει τες ερωτήσεις τζαι τα λόγια των γειτόνων.
Ο άντρας της έφυεν έξι μήνες πριν για την Αγγλία. «Μεν μαραζώνεις, μάνα μου. Εννά πάω να έβρω νάκκον τα πόθκια μου τζαι να σου κόψω εισιτήριο που τζειμέσα να έρτεις να με έβρεις», ήταν τα λόγια του, πριν να ππέσει στην αγκαλλιά του κλαμένη έξω που την είσοδο των επιβατών στο αεροδρόμιο της Λάρνακας.Έπιασεν την που τους ώμους τζαι έσπρωξεν την ελαφρά. Εφίλησεν την στον λαιμό, το μουστάτζι του εχάδεψε το δέρμα της τζαι ανατρίσιασε. Ήταν μια δόση ελπίδας τζείνον το φιλίν, τζείνη η αγκαλιά. «Εννά σε πάρω μιτά μου, ακούεις; Έσιε έννοια των μωρών. Φεύκω, εννά με αφήκει το αεροπλάνο».Άφηκεν την πίσω του με τέσσερα μωρά τζαι ένα στην τζοιλιά. Είσιεν κάποιες αμφιβολίες μέσα της. Έξερε ότι ήταν τσαλαβούττης, ελαλούσαν της ότι εγύριζεν με την κόρη του ποδηλατά του Άντρου τζαι ότι έτασσεν της ότι εννά την κλέψει να φύουν. «Μεν ακούεις, τζαι δεν έσιει άδρωπο πιστό κόρη μου», ελάλεν της η μάνα της.
Έτσι, λοιπόν, άφηκεν τον να φύει. «Να πάμε μακριά, να γλυτώσει που τούτη τη τσούλλα», εσκέφτετουν. «Ο Αντώνης θέλει να γλυτώσει τον γάμο μας. Αγαπά με».Η Νίκη εξενοικίασεν το σπίτιν τους, επούλησεν τα πράματά τους ούλλα τζαι επήεν να μείνει στην μάνα της με τα μωρά. Επερίμενε γράμμα, να της στείλει το εισιτήριο να πάει να τον έβρει. Επερίμενεν έξι μήνες τωρά. Τίποτε.

Επάτησεν το πόδι της, γυμνό, πάνω στο κρυό μαρμαράκι της βεράντας. Έμεινεν να θωρεί την παντόφλα στον κούγκρενο διάδρομο έξω που το σπίτι. Έκαμε να κλάψει, όταν άκουσε το μωρό να κλαίει, μέσα στο σπίτι. «Έρχομαι, αγάπη μου». Έφκαλε την δεύτερη παντόφλα τζαι εμπήκε μέσα. Continue reading →


13
Oct 14

Κατακλυσμός

Το τριήμερο του Κατακλυσμού είπα να κλείσω ένα σπίτι αγροτουρισμού να μείνω με την γυναίκα μου. Ήβρα στο ίντερνετ ένα σπίτι/δωμάτιο στο Μαρώνι, που λαμβάνοντας υπόψη τες φωτογραφίες έμοιαζε προεδρική σουίττα, στο πιο χωρκάτικο όμως.

Επλάναρα τα ούλλα μεσ’ στον νού μου, να αφήκω το μωρό σε όποια γιαγιά το διεκδικήσει πρώτη τζαι να φυγαδεύσω την γυναίκα μου χωρίς να πω σε κανέναν πού ακριβώς πάμε. Να κλείσω κινητά, ίντερνετ, τζαι να κόψω τες εύκολες μεθόδους επικοινωνίας μαζί μας. Αν εσυνέβαινεν κάτι επείγον, θα μας έβρισκε είτε η αστυνομία είτε η Πυροσβεστική. What happens in Maroni, stays in Maroni.
Για να είμαι ειλικρινής, που τες φωτογραφίες στο ίντερνετ, επροβλημάτισε με το γεγονός ότι το δωμάτιο έμοιαζε να έσει παραπάνω καθρέφτες απ’ ό,τι εχρειάζετουν. Λάθος μου, εν το ανάλυσα παραπάνω.

Στην ουσία, όμως, οι καθρέφτες ήταν τζαμαί για να φαίνεται το δωμάτιο πιο μεγάλο στες φωτογραφίες. Μόλις μας άνοιξε η ιδιοκτήτρια για να μπούμε, εκατάλαβα την παραποθκιάν που έκαμε. Το δωμάτιο ήταν, με την καλύτερη έννοια, λλίο μεγαλύτερο που έναν γουμά. Αν το εγέμωνες νερό τζαι έβαλλες χρυσόψαρο μέσα, θα επάθθαινε κλειστοφοβία. Εμπήκαμε μέσα, εβάλαμε τες βαλίτσες στη μέση του δωματίου τζαι δεν είσεν τόπο να θκιαλλάξουμε. Εδιούσαμεν ο ένας πάνω στον άλλο.
Οι τοίχοι βαμμένοι κόκκινοι σε συνδυασμό με τα κυπριακά τα κεντήματα πα’ στο τραπεζάκι τζαι τους καθρέφτες. Αν εγυρίζετουν ποττέ κυπριακή ταινία πορνό την δεκαετία του ’60, δαμαί θα εγυρίζετουν.

Το πρόβλημα ήταν ότι τζαι το δωμάτιο εμύριζε σαν να τζαι εκάμαν σεξ μέσα καμιά εικοσαριά άτομα, είτε μαζί είτε ετεροχρονισμένα σε τακτά χρονικά διαστήματα, τζαι χωρίς κάποιος να ενδιαφερτεί να ανοίξει κανέναν παράθυρο.
Άντεξα κανέναν εικοσάλεπτο μέσα. Φκαίννω έξω στην αυλή τζαι πιάννω την ιδιοκτήτρια τηλέφωνο. Εξηγώ της ότι έν’ διακοπές με την γεναίκα μου που έθελα να έρτω τζαι όι να νοικιάσω δωμάτιο για να αναγιώσω σοιροκούνελλα. Ευγενέστατος όπως πάντα.
Φυσικά, η κλασική κυπριακή απάντηση ήταν ότι το δωμάτιο έν’ υπέροχο τζαι εμείς είμαστε ιδιότροποι. Συγκεκριμένα, το ενοικιάσαν πρόσφατα για 10 μέρες κάποιοι Ευρωπαίοι τζαι εμείναν κατενθουσιασμένοι. Επειδή όμως εν ήθελε να συζητήσει άλλο, επρότεινεν να μας δώσει πίσω τα μισά λεφτά, για να μεν χάσει τζαι τζείνη ούλλον το κέρδος του τριημέρου.
Εξέχασα τους καλούς μου τρόπους, έκλεισα τα μμάθκια μου τζαι άνοιξα το στόμα μου. Μόλις ανέφερα τον ΚΟΤ, αυτόματα άλλαξε διάθεση τζαι επροθυμοποιήθηκε να μου δώσει τα λεφτά μου πίσω τζαι να πάω στο καλό.

Σκέφτου να ήμουν Γερμανός, για παράδειγμα, τζαι να εταξίδευκα χιλιάδες μίλια για να πάω να μείνω σε τούτον το δωμάτιο, νομιζόμενος ότι έν’ καλό. Τζαι να καταλήξω στον γουμά της Κυπραίας, που τον εμετάτρεψε σε δωμάτιο τάχα αγροτουριστικό. Γιατί όποιος κοτσάρει ένα λευκαρίτικο πάνω σε ένα τραπεζάκι κάμνει παραδοσιακό αγροτουριστικό δωμάτιο τζαι θέλει το έναν αλλό ‘να για να το νοικιάσει.
Τζαι μετά διερωτούμαστε πού επήαν οι τουρίστες.


13
Oct 14

ΛΟΑΤ

Με τη μάνα μου διατηρώ μιαν ιδιαίτερη σχέση. Μέχρι σήμερα νομίζω έν’ ‘που τους λλίους ανθρώπους που μπορώ να κάτσω να μιλήσω, όχι για ούλλα τα θέματα που με απασχολούν, αλλά σίουρα για κάποιες σκέψεις τζαι προβλήματα που μπορεί να προκύψουν.
Η μάνα μου ακούει με. Κάθεται πάντα απέναντί μου, τζαι συνήθως χωρίς να σχολιάζει τζαι να απαντά, ακούει με. Όπως ένας μεγάλος, ανοιχτός φάκελος. Σύρνω μέσα πληροφορίες, κουβέντες, ασυναρτησίες, νεύρα τζαι θεωρίες. Αννοίει την ώρα που εννά κάτσω, λογικά κλείει την ώρα που εννά φύω, τζαι μάλλον ξαναννοίει άμαν εννά κάτσει κανένας αρφός μου. Εξομολογητής, ψυχολόγος, ο ύστατος σταθμός κάθαρσης, το τείχος των δακρύων της οικογένειας.
Αν τζαι για μέναν εν θα έν’ ποττέ κοτζιάκαρη, η μάνα μου έν’ μεγάλη. Εγεννήθηκε σε μιαν εποχή πολλά διαφορετικήν ‘που τη δική μας. Σε μιαν εποχή που οι άνθρωποι ήταν πιο απλοί, που οι πόλεις ήταν πιο φιλικές τζαι η ζωή πιο κατανοητή. Γενικά, ήταν πιο εύκολο να καταλάβεις τα πράματα τότε. Εν υπήρχαν ασύρματα δίκτυα, φωτογραφικές χωρίς φιλμ, τηλεοράσεις με θκιακόσια κανάλια. Έναν τζαι έναν ήταν δύο, αρσενικό, θηλυκό. Άντρας, γεναίκα.
Γι’ αυτό τζαι εξαφνιάστηκα θετικά με την αντίδρασή της όταν της είπα ότι η γυναίκα μου επήρεν το μωρό στη διαδήλωση περηφάνιας των ΛΟΑΤ. «Είντα επήεν;» ερώτησε με συγκρατημένα. «Δηλαδή, με ποιους έν’ που ένι;» εξήγησε στη συνέχεια. Μη μπορώντας να ενώσει τα κομμάθκια μες στον νουν της, ότι μια στρέιτ γυναίκα πάει σε μια εκδήλωση για γκέι, τζαι προσπαθώντας να δώκει νόημα στη γενική εικόνα, ανασηκώθηκε ελαφρά ‘που την καρέκλαν της τζαι έγειρε μπροστά, μάλλον για να μου δείξει ότι έχω την αμέριστη προσοχή της.
«Με ποιους ένι, μάμμα! Έν’ με το δίκαιο! Έν’ μια εκδήλωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο κάθε άνθρωπος, άσχετα με τις σεξουαλικές του προτιμήσεις, πρέπει να έσιει την ίδια θέση στην κοινωνία όπως ο καθένας μας.»
«Δηλαδή τι ζητούν τζαι διαδηλώνουν;» εσυνέχισε να με ρωτά, ξαφνιάζοντάς με για δεύτερη φορά με το πόσο διατεθειμένη ήταν να με ακούσει.
«Τουλάχιστον νομική κατοχύρωση. Μέχρι πρόσφατα τούτοι οι άνθρωποι εθεωρούνταν εγκληματίες. Η Εκκλησία προσβάλλει τους, τα ΜΜΕ χλευάζουν τους, η κοινωνία περιθωριοποιεί τους. Βασικά ζητούν να μεν έσιει σχέση το τι κάμνουν στην προσωπική τους ζωή με το πώς αντιμετωπίζονται ‘που το κράτος.»
«Εν τζαι ζητούν τίποτε παράλογο» απάντησε η μάνα μου. «Ο καθένας κάμνει ό,τι θέλει έσσω του. Έχουν δίκαιον τα πλάσματα. Εμέναν εν με ενόχλησαν ποττέ. Έν’ η Εκκλησία που εν τους χωνεύκει.»
«Τζαι του μωρού πώς του το εξηγήσετε τούτο;»
«Ακόμα εν εχρειάστηκε να της εξηγήσω τίποτε. Τζιαμαί που εννά χρειαστεί να της εξηγήσουμε οτιδήποτε, το μόνο που χρειάζεται να ξέρει έν’ ότι μπορεί να αγαπήσει όποιον την αγαπά. Ασχέτως του τι ράτσα είναι, του τι φύλον έσιει τζαι του τι γεύση παγωτό του αρέσκει.»


13
Oct 14

Το Τατουάζ

Στα 20 χρόνια μου, η πρώτη μου δουλειά μετά τον στρατό ήταν να κάμνω αρχειοθέτηση μετοχών σε ένα που τα μεγαλύτερα χρηματιστηριακά γραφεία τζείνου του τζαιρού. Ήταν μια δουλειά που δεν εκαταλάβαινα. Απλά έκαμνα την επειδή επλέρωνε τρεις λίρες την ώρα, που ήταν αρκετά λεφτά για μένα τότε τζαι επειδή έπρεπε να ασχολούμαι με κάτι όσον εσπούδαζα.

Δίπλα μου εκάθετουν ένας τύπος που μόλις είσιεν τελειώσει το πανεπιστήμιο. Ήταν απόφοιτος κάποιας σχολής στην Ελλάδα τζαι τούτη ήταν τζαι τζείνου η πρώτη του σοβαρή δουλειά. Είσιεν μακριά μαλλιά, μούσι, ένα αποτυπωμένο χαμόγελο συνέχεια στην φάτσα του τζαι έναν ειρωνικό βλέμμα, μέσα που τα γαλαζοπράσινα μάθκια του.

Κουβέντα στην κουβέντα ήβραμεν τα. Είπε μου ότι επήε σε καμπόσες συναυλίες των Metallica όσο ήταν φοιτητής τζαι ότι αρέσκαν του οι Slayer. Ήταν καλό τυπούι τζαι τόσα χρόνια μετά, καταλαβαίνω ότι επηρέασε τον τρόπο που σκέφτουμαι τζαι που θωρώ την ζωή παραπάνω που πολλούς άλλους. Παραπάνω που ανθρώπους που ήταν πολλά πιο νεκατωμένοι στην ζωή μου τζαι που ήξερα πολλά παραπάνω τζαιρό.
Νομίζω τζείνο που με έκαμνε να τον θαυμάζω παραπάνω ήταν η ωμή τζαι αδιαπραγμάτευτα ρεαλιστική του οπτική για τον κόσμο. Πρώτη φορά εγνώριζα κάποιον άνθρωπο που να λαλεί ό,τι ακριβώς σκέφτεται, να μεν φοάται για τζείνο που είναι τζαι τζείνο που νιώθει, που να μεν υποκρίνεται τζαι που να μεν οργανώνει τη ζωή του με βάση τες προσδοκίες των άλλων.

Πέρα που τες κουβέντες που μου έκοψε για μουσική τζαι για ταινίες. Που μου έδειξε ποιοι εν οι Megadeth τζαι ποιος ο Ταραντίνο, τζαι που με έμπασε κυριολεκτικά στον κόσμο των κόμιξ, πέραν του Μίκυ Μάους. Εμείναν μου στον νου κάποιες που τες κουβέντες του.
Μια μέρα εμπήκε μια γκόμενα, συνάδελφος, τζαι ερώτησε τον αν έσιει ταττού στην πλάτη του. Φαίνεται ότι μέσα που κοινούς γνωστούς, τούτη έμαθε ότι το κοπελλούι είσιεν ένα πολλά μεγάλο τζαι με λεπτομέρεια ταττού πάνω στην ωμοπλάτη του. Απάντησε της θετικά, τζαι εγύρισε που την άλλη χωρίς να συνεχίσει την κουβέντα.

Εγώ άρκεψα να τον ρωτώ διάφορα για τα τατουάζ. Αν επόνησε, τι εσχεδίασε, τι συμβολίζει, πόσα εστοίχισε. Ήταν πολλά συγκρατημένος για το τι είσιεν σχεδιάσει τζαι το τι εσυμβόλιζε. Σε καμιά περίπτωση δεν μου έδωκε το δικαίωμα να του ζητήσω να το δω. Έδωκε μου να καταλάβω ότι τζείνο το πράμα ήταν κάτι δικό του, που εν ήταν υποχρεωμένος να το μοιραστεί με κανέναν. Πράμα που ακόμα τζαι σήμερα δεν ισχύει. Πολλοί κάμνουν ταττού τζαι ντύνονται αναλόγως για να φαίνεται τζείνο που εκάμαν.

«Τα πράματα που χτυπάς πας στο κορμί σου» είπε μου «έν’ μόνο δικά σου. Κάμνεις τα για σένα. Εγώ θεωρώ ότι για να θκιαλέξεις κάτι να σου σημαθκιάζει το κορμί σου για πάντα, είτε εσημάθκιασε την ψυσιή σου για πάντα τζαι θέλεις να το έσιεις τζαι πας το κορμί σου, είτε νιώθεις ότι έννα ξηχάσεις το σημάδι, τζαι θέλεις να θωρείς κάθε μέρα για να θυμάσαι».

Μέχρι σήμερα, εσκέφτηκα πολλές φορές να κάμω τατουάζ. Πάντα έρκεται ο νους μου πίσω σε τούτη την κουβέντα, τζαι χάννω το θάρρος να προχωρήσω.