13
Oct 14

Οι Αμερικανοί

Εν ενεκατώθηκα στη συζήτηση. Εσυνέχισα να τρώω τες φατζιές μου τζαι να ακούω τάχα αδιάφορα, αλλά προσεχτικά την συζήτηση. «Οι Αμερικάνοι εν μαννοί» είπε, τζαι εγύρισε την καρέκλα προς τον συνομιλητή του.
Ο άλλος εγέμωσεν το ποτήρι του νερό που το ψυγείο τζαι έδισε τα σιέρκα του. «Πως εν μαννοί εν δεδομένο, εσύ γιατί το λαλείς με τόση σιουρκά όμως;»
«Άκου να δεις λεβέντη μου. Εγώ επήα στην Αμερική πριν τέσσερα χρόνια με την δουλειά. Εμπήκαμε μέσα σε ένα πουτζείνα τα τεράστια τα μολ με τους συναδέλφους μου για να ψουμνίσουμε. Άμα τζαι εγοράσαμεν καμπόσα μασκαραλλίκια τζαι εβαρήσαμεν που τες τσέντες, εκάτσαμε σε ένα τραπέζι να φάμε. Τι να φάμε; Μόνο πουτούντες πελλάρες είσεν. Κάτι χάμπουρκερ, κάτι τηανητά κοτόπουλλα, κάτι παγωτά.»
«Ε, αφού τζειμέσα μόνο πουτούτα τρων» εδιέκοψεν τον ο άλλος τζαι εγέλασε ειρωνικά.
«Ακριβώς ρε, έπιασες το που το στόμα μου. Το λοιπόν, είπα να ρωτήσω τζαμέ γυρώ αν είσιεν κάτι νάκκο πιο σόι να φάμε. Είσιεν μια γεναίκα τζαι εκάθετουν με τα κοπελλούθκια της. Κοντεύκω της, θωρεί με, τζαι ρωτώ την στα εγγλέζικα αν έσιει υπόψην της πούποτε τζαμέ κοντά που να κάμνει καμιά μπριζόλα, κανένα κρεατικό, άτε κανένα μακαρόνι.»
«Πέρκι να ήταν μπουκκωμένη τα χάμπουρκερ» είπε κάποιος που μια γωνιά γελώντας.
«Ου, καλά να είσαι» εσυνέχισε πλέον με φόρα τζαι παραπάνω πάθος, αφού είσιεν τζι άλλους ακροατές. «Ήταν βουττημένη μες τες κέτσιαπ τζαι τζείνη τζαι τα κοπελλούθκια της. Είπε μου ότι εν ήξερε κάτι τζιαμέ κοντά τζαι ότι έπρεπε να πιάμεν ταξί να πάμε προς το κέντρο να έβρουμε κανένα εστιατόριο.»
«Όπως έκαμα να φύω ερώτησε με πόθθεν είμαστεν. Που την Κύπρο, είπα της.»
«Γουέαρ ις Σάιπρους, λαλεί μου.»
Ο παρέας με το νερό, αποφάσισε να προσθέσει ότι είδε ένα βίτεο στο ίντερνετ στο οποίο οι Αμερικάνοι εν ήξεραν να έβρουν που εν η χώρα τους πας τον χάρτη, όι να ξέρουν που εν η Κύπρος.
«Εξήγησα της ότι είμαστε Έλληνες τζαι ότι ζούμε σε ένα νησί. Γιου νόου σούβλα; λαλώ της»
«Εν είσιεν ιδέα μάλλον η Αμερικάνα ρε φίλε έννε;» ερώτησε ένας τρίτος.
«Εν γι’ αυτό που σας λαλώ ρε. Οι Αμερικάνοι εν μαννοί, συντυχάννεις τους τζαι καταλάβεις τους ότι εν αχάπαροι. Τούτος ο Μπάιτεν που ήρτεν σήμερα, πρέπει να εν ο πιο αμπάλατος που ούλλους. Εν υπάρχει λόγος να γίνεται τούτο το καρκασιαλλίκκι ούλλο.»
Τόση ιστορία, τόσο κακό, τόσα διασταυρωμένα στερεότυπα, για να στηρίξουμε μια παλαβή τζαι ανούσια άποψη. Μια που τες πολλές συζητήσεις που οι Κυπραίοι θάφκουν ούλλους τους υπόλοιπους για να υποστηρίξουν ότι ζουν στο κέντρο της γης τζαι ότι ακόμα τζαι η Αμερικάνα που τρώει πατάτες τηανιτές στο Λούιβιλ, έπρεπε να τους ξέρει.
Εγύρισα τζαι είπα «Αν μέννεν άλλο οι Αμερικάνοι εκαταφέραν να στείλουν πλάσματα στο φεγγάρι. Εμείς τι εκαταφέραμε; Να πέψουμε την Αντιγόνη στην Ευρώπη;». Εκοιτάξαν με για λίο με απορία, τζαι αγνοήσαν με για το υπόλοιπο της μέρας.


02
Aug 14

Υδραυλικοί

«Ξέρω ότι περνάτε δύσκολους τζαιρούς. Το ίδιο ισχύει τζαι για την εταιρεία», είπε τζαι εσηκώθηκεν που την καρέκλα. Έβαλεν τα σιέρκα πίσω που την πλάτην του τζαι επερπάτησε σε κύκλο γύρω που το γραφείο του. Θέλοντας να δώσει παραπάνω έμφαση στην ανακοίνωσή του, εσταμάτησε τζαι ακούμπησε με τον πισινό του μπροστά που το γραφείο. Οι υπάλληλοι αμίλητοι επεριμέναν, όπως τους διψασμένους που καρτερούν νερό, τες λέξεις που το στόμαν του. «Εν τζαι εν για καλό που μας θέλει ρε τούτος», είσιεν πει στον δρόμο για το γραφείο ο Πέτρος.
«Σιωπή ρε εσού. Ό,τι ακούσεις πάει ο νους σου στο κακό. Είσαι τέλεια ματαιόδοξος», απάντησε ο Πανίκκος, φίλος του, συνάδελφός του. Πιο κοντά του ακόμα τζαι που την γεναίκαν του.
«Απαισιόδοξος…», είπεν ο Πέτρος.
«Τι απαισιόδοξος;», απάντησεν ο Πανίκκος.
«Η λέξη που ήθελες να πεις εν απαισιόδοξος. Μα είσαι τέλεια αχάπαρος ώρες-ώρες. Άνοιξε κανέναν βιβλίο», απάντησε πίσω ο Πέτρος, νευριασμένα, λλίο πριν χτυπήσει την πόρτα του γραφείου.
Εκάθουνταν δίπλα-δίπλα στες πολυτελείς καρέκλες συνεδριάσεων του διευθυντή, περιμένοντας την ανακοίνωση. Ο Πανίκκος, όσο επέρναν η ώρα, τόσο παραπάνω έχτερνε τες παρανυχίδες του που την αγωνία. Ενώ ο Πέτρος έβλεπέν τον συνέχεια, με ύφος που έκρουζε χαρτιά. «Είχα δίκαιο!», ελάλεν του. «Ξέρω το ότι είσιες δίκαιο», ελάλεν με τη σειράν του ο Πανίκκος.
«Πανίκκο, Πέτρο. Είσαστεν μαζί μας 15 χρόνια. Η εταιρεία όμως δεν μπορεί πλέον να συντηρήσει δύο υδραυλικούς», εσήκωσεν το βλέμμα τζαι επροσπάθησεν να δείξει λυπημένος.
«Επροσπάθησα πολλά να έβρω λύσεις. Έχω να σας προτείνω δύο επιλογές», εσυνέχισε.
«Επιλογές…», είπε ο Πέτρος.
«Κρύψε να ακούσουμε ρε!», είπε ο Πανίκκος τζαι έσπρωξε με το πόδιν του την καρέκλα του φίλου του.
«Είτε θα θκιώξω τον έναν τζαι να κρατήσω τον άλλο είτε θα σας κρατήσω τζαι τους θκυο υπό όρους», εσήκωσεν το βάρος του κορμιού του με τα σιέρκα τζαι έκατσε πάνω στο γραφείον του. Εσυνέχισε: «Θα σας κρατήσω τζαι τους θκυο, αλλά θα δηλώσουμε ότι απέλυσά σας. Θα πιάννετε κανονικά το ανεργειακό σας, θα σας μειώσω βέβαια τους μισθούς τζαι θα σας τηλεφωνώ όποτε έσιει δουλειά να έρκεστε μέσα να δουλεύκετε εναλλάξ». Εσούρωσε τα μάθκια του. «Πώς σας ακούεται;».
«Μάστρε, σκοτώνεις μας», είπε ο Πανίκκος.
«Τίποτε εν σας κάμνω, Πανίκκο. Με τα ριάλλια που σας διώ πιάννω πέντε Ρουμάνους με τα μισά σας χρόνια τζαι κάμνω την δουλειά μου», υποστήριξε ο μάστρος.
«Δουλειά ποιος να σε πιάει στα σαρανταπέντε; Άμα το μόνο που ξέρεις είναι να αλλάσσεις σωλήνες».
«Εντάξει, μάστρε», απαντήσαν τζαι οι θκυο σχεδόν ταυτόχρονα. «Να μείνουμε τζαι οι θκυο τζαι όποτε μας χρειαστείς, τηλεφωνάς».
«Ωραία», είπε ο μάστρος τους. «Πίσω στη δουλειά».


01
Aug 14

Δουλειά

Eμπήκε στο δωμάτιο συνεδριάσεων λλίο μετά ‘που τζ’είνον. Έκλεισεν την πόρτα πίσω του τζ’αι η αύρα εμύρισε Cool Water τζ’αι τσιγάρα. «Έχω την τζ’αι εγώ τούτην την κολόνια» εσκέφτηκεν τζ’αι ένιωσε μιαν περίεργη σύνδεση με τον διευθυντή ανθρώπινου δυναμικού. Έστω τζ’αι αν στο συγκεκριμένο πλαίσιο, τους εχώριζε μια θάλασσα καταστάσεων τζ’αι ευθυνών.
«Θέλεις καφέ;» είπεν του πριν να κάτσει. «Να πω της Βέρας να σου φέρει».
«Ευχαριστώ, Βασίλη, μόλις ήπια στο γραφείο μου», απάντησε χαμογελώντας.
Ο Βασίλης έκατσε απέναντί του, στο τεράστιο γραφείο συνεδριάσεων. Έφκαλεν ‘που την τσέπη του το πορτοφόλι του τζ’αι έβαλέν το στην δεξιάν του πλευρά, μαζί με το τεράστιο τηλέφωνό του. «Ξέρεις για ποιο λόγο είμαστε δαμαί», είπε στον Κώστα καθώς επροσπαθούσε να ανάψει το λάπτοπ του τζ’αι να ενώσει ποντίκια, πρίζες και τα λοιπά.
«Ξέρω, είπεν μου ο υπεύθυνος του τμήματος», απάντησε, προσπαθώντας να κρύψει την ανησυχία τζ’αι την ανυπομονησία του. Το στομάσ’ιν του έμοιαζε άδειο, γεμάτο με αέρα, τζ’αι μια τουρπίνα ανακάτωννεν τα σωθικά του. «Έτσι πρέπει να νιώθουν οι φούσκες των μωρών, άμα τες γεμώνουν ήλιον στα παναΰρκα», εσκέφτηκε.
«Να ξεκινήσουμε Κώστα μου», είπε δυνατά τζ’αι αποφασιστικά ο Βασίλης. Ένωσε τα χέρια του, σαν ένα τρίγωνο σταντ, μπροστά ‘που την οθόνη του λάπτοπ. Σιωπή στο δωμάτιο. Θκυο αναπνοές.
«Αγαπάς την δουλειά σου;» ρώτησε ο Βασίλης τζ’αι εκούμπησε πίσω.
«Αγαπώ την δουλειά μου!» απάντησε χωρίς δεύτερη σκέψη. Τζ’αι εσυνέχισεν αμέσως: «Νομίζω εν μπορούν να το πουν πολλοί τούτο, αλλά τούτο που κάμνω έν’ τούτον που ονειρεύκουμουν να κάμνω ‘που τον τζ’αιρόν που ήμουν μιτσής». Έκαμεν μια παύση, εχαμογέλασεν, εγύρευκε λέξεις.
«Όντως εν το λαλούν πολλοί τούτο, ρε Κώστα. Μάλιστα, πολλοί απαντούν τούτην την ερώτηση με ερώτηση. Νομίζω είσαι ο πρώτος που είσ’ες την απάντηση πά’ στην μούττη της γλώσσας σου»
«Βασίλη. Αγαπώ τούτον που κάμνω. Έντζ’ε σημαίνει ότι αρέσκει μου η δουλειά όμως», είπεν ο Κώστας.
Ο διευθυντής έμεινε σιωπηλός για κάποια δευτερόλεπτα. Κάτι εσημείωσε σε μιαν κόλλα χαρτί τζ’αι ερώτησε: «Δηλαδή;»
«Δηλαδή, εν μου αρέσκει το πώς δουλεύκουμε σήμερα. Νιώθω ότι εν υπάρχουν μέρες. Ότι η ζωή μας έν’ μια μέρα που εν τελειώνει ποττέ, με κάποιες διακοπές τα σαββατοκυρίακα. Τούτη η πίεση, το άγχος, η βιασύνη, ρουφά μου ούλλην την ευχαρίστηση που πιάννω που τούτον που κάμνω».
«Έντζ’ε έσ’ει δουλειάν εύκολη, ρε Κώστα. Ούλλες οι δουλειές έχουν τες απαιτήσεις τους. Η ζωή έν’ γλήορη, έν’ δύσκολη, αν δεν μπορείς να προλάβεις, κόφκεις πίσω τζ’αι πατούν σε οι υπόλοιποι».
Ο Κώστας έσπρωξε την καρέκλα του πίσω. Έβαλεν τα σ’έρκα στις τσέπες τζ’αι έκλεισε τα μάτια του.
«Ρε φίλε. Σοβαρεύτου. Έσ’εις μωρά!» είπεν ο Βασίλης. Άνοιξε τα μάτια του ο Κώστας. Εμείναν να θωρούν έντονα ο ένας τον άλλον για κάποια δευτερόλεπτα. «Εσύ, ρε Βασίλη, αγαπάς τη δουλειά σου;» ερώτησεν ο Κώστας τζ’αι έκατσεν πιο αναπαυτικά στην καρέκλα του


28
Jul 14

Μάππα

Εμεγάλωσα σε ένα σπίτι Ομονοιάτικο. Ο παπάς μου έσιει τέσσερα αδέρφκια. Ούλλοι Ομονοιάτες. Τζαι οι ανιψιούες μου, θυμούμαι ότι ήταν πάντα με τα σιάλλια της Ομόνοιας, με τες φανέλλες τες πράσινες με το τριφύλλι τζαι τις άσπρες γραμμές στα μανίτζια.

Οι αρφούες μου, τζαι τζείνες με την Ομόνοια. Στα κρεβάθκια μας, αυτοκόλλητα του Καϊάφα, του Μίτσινετς τζαι του Πέτσα. Στα τραπέζια τα οικογενειακά, εβάλλαν με οι θκιούες μου τζαι ετραούδουν τους το «Εμπρός Ομόνοια, για νέες νίκες πάμε» τζαι εδιούσαν μου τσιφτέ να παίξω μηχανούες. Ακόμα τζαι σήμερα, που δεν ασχολούμαι με την μάππα τζαι δεν έχω ιδέα, ούτε ποιοι παίζουν, ούτε ποια θέση εν η Ομόνοια, άμα με ρωτήσει κανένας, λαλώ ότι αρέσκει μου η Ομόνοια.

Η πρώτη φορά που επήα μάππα, ήταν στα τέλη τις δεκαετίας του ’80. Έπαιζεν η Ομόνοια με τον Ολυμπιακό, στο παλιό ΓΣΠ. Με τον ήλιο τον καλοτζιαιρινό να κρούζει την κκελλέ μου, επειδή τα ματς εγίνουνταν μεσημέρι. Με τες φωνές τον παιχτών, τζαι κάτι θυμοθκιάρηες γέρους που εσηκώνουνταν πάνω τζαι εφωνάζαν άμα κανένας παίχτης έχαννε την μάππαν.

Εγόρασεν μου ο παπάς μου πόμπα, τυλιμένη μες την λαδόκολλα. Εμείναν μου παραπάνω οι μυρωθκιές τζαι η αίσθηση που μου εδίαν το περιβάλλον, παρά το ίδιο το ματς. Ούτε πόσα-πόσα ετέλειωσεν δεν θυμούμαι. Στο νου μου έχω τον παπά μου σε κάποια φάση να σηκώνεται που την κερκίδα τζαι να φωνάζει «κόουλ», να χαμογελά τζαι να χειροκροτά μαζί με τους υπόλοιπους οπαδούς. Ετέλειωσεν η μάππα τζαι μετά που εφεύκαμε, εσταθήκαμε στην σειρά να πιάμε σάντουιτς τζαι κόκα – κόλα που τον Γιαπανά τζαι να πάμε σπίτι. Ήταν σαν να τζιαι επήαμε σινεμά.

Στο σχολείο, οι παραπάνω μου συμμαθητές ήταν με το ΑΠΟΕΛ. Θυμούμαι κάποιαν περίοδο η Ομόνοια έτρωέν τες συνέχεια τζαι έτρωα πολλύν περιπαίξιμο. Άμα εχωριζούμαστε να παίξουμε μάππα το διάλειμμα εν με επιάνναν επειδή είμαι Ομονοιάτης, άρα εν είμαι καλός επειδή τρώει τες συνέχεια η ομάδα μου. Με τον τζαιρό, άρκεψε τζαι το σοβαρό το πείραγμα.

Οι ΑΠΟΕΛίστες που εθέλαν τζαι εμπορούσαν να επιβάλουν την γνώμη τους, λόγω του σωματότυπού τους, εγίναν πρόβλημα σε κάποια φάση. Εβαρέθηκα να μου κλώννουν το σιέριν μου ώσπου να πω ΑΠΟΕΛ τζαι να μου βάλλουν κλάππες πας την βεράντα. Εβρέθηκα στην μέση μιας αντιπαράθεσης που δεν με έκοφτεν τζαι που δεν είσιεν νόημα να εκφέρω γνώμη.

Έτσι λοιπόν, σιγά-σιγά, εσταμάτησα να ασχολούμαι με την μάππα τζαι άφηκα τους συμμαθητές μου να τσακκώνουνται μεταξύ τους για το ποιος εν ο καλύτερος παίχτης, ο Ξιούρουππας ή ο Ιωάννου. Με τα γεγονότα που συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια στα γήπεδά μας, εκατάλαβα ότι καλά έκαμα τζαι επαρέτησά τους. Όπως φαίνεται, τα κωλόπαιδα που εκλώνναν σιέρκα πριν 20 χρόνια, τωρά μαστουρώννουν, σύρνουν πέτρες τζαι φκάλλουν μάθκια.


20
Jul 14

Φοιτητής

Η αίθουσα που εκάμναμεν το μάθημα ήταν αποπνιχτικά ζεστή. Τούτον το πράμα με την Κύπρο, που το μισώ τζαι άμα λείπω πεθυμώ το. Μόλις ξεμουττίσει ο Μάρτης, αρκέφκουν οι πυράες. Ο κόσμος τζαι οι διαδικασίες συνεχίζουν να λειτουργούν σαν να τζαι εν έφυεν ποττέ ο Γεννάρης. Θερμάνσεις, θερμαντικές τζαι θέρμιτρον δουλεύκουν κανονικά, ενώ ο ήλιος έξω ξεκινά να δείχνει τα δόντια του. Κάποιος εννά ενόμιζε ότι μετά που τόσα χρόνια σε τούτον το νησί εννά εμαθθαίνναμε τα χούγια του τζαιρού τζαι εννά είμαστε έτοιμοι να προσαρμοστούμε χωρίς προειδοποίηση.

Εφκήκα έξω τζαι εκοντοστάθηκα δίπλα στην είσοδο. Ο ήλιος εκέντρισε το ένα μου μάτι τζαι ανάγκασέ με να το κλείσω. Εδίκλησα που τη δεξιά μου πλευρά τζαι είδα τον εαυτό μου στη γυάλινη τζαμαρία. «Άμα κλείω τα μμάθκια μου σφιχτά, φαίνουνται οι ρυτίδες μου» εσκέφτηκα τζαι έκαμα να χαμογελάσω, όι που χαρά, αλλά για να νιώσω τες βούτσιες μου που αρκέψαν να σκλερινίσκουν.

Εφύσαν έναν αερούι δροσερό. Ποτζείνα που τα εξέχασεν ο σιειμώνας πίσω του τζαι περιφέρουνται ανάμεσά μας απεγνωσμένα προσπαθώντας να τον έβρουν. Όπως τα στρουφούθκια που εχάσαν τη μάναν τους. Ετσουλλόκατσα τζαι εκούμπησα τη ράσιη μου στον τοίχο. Οι φοιτητές τζαι οι φοιτήτριες να μπαίννουν τζαι να φκαίννουν στην είσοδο μπροστά μου. Φωνές, αστεία, παράπονα. Μια συνεχής ροή ανθρώπων να μπαιννοφκαίννει, σαν να τζαι εν εσταμάτησε ποττέ που τον τζαιρό που ήμουν εγώ δαμαί.
«Αλλάξαν οι φοιτητές, οι συνήθειές τους. Έν’ άλλα πλάσματα τούτα που παν τζαι έρκουνται. Ο φοιτητής του σήμερα δεν είναι καν που το ίδιο σύμπαν με τον φοιτητή που ήμουν εγώ», εσκέφτηκα τζαι εμελαγχόλησα λλίο.

Έχουν μια περίεργη γοητεία τα κολλέγια τζαι τα πανεπιστήμια. Όσον χρονών τζαι να γίνεις, πάλε άμα μπεις μέσα νιώθεις φοιτητής. Βασικά έρκουνται στον νου σου ξανά οι ανασφάλειες που ένιωθες τότε, τα συναισθήματα άμα θωρείς τους διάφορους χαρακτήρες γυρώ σου. Οι ωραίες γκόμενες που εν θα τους μιλήσεις ποττέ, οι νέρντουλλες σε μια γωνιά να μιλούν για την τεχνολογία, η παρέα που παίζει πιλόττα όπως τον πίνακα με τους σιύλλους που παίζουν χαρτιά τζαι κάποιοι που μαλλώννουν για την μάππα.

Μια άλλη διάσταση της ζωής, που ξεχάννεις όσο μεγαλώνεις. Τζαι άμα βρεθείς τζιαμαί ζηλεύκεις τους φοιτητές. Επειδή είτε εν πολλά αφελείς για να καταλάβουν τι τους περιμένει έξω που το πανεπιστήμιο είτε εν πολλά εγωιστές για να το δεχτούν.Θυμάσαι που εκάθεσουν στον ήλιο τζαι ελάλες ότι εννά πάεις, εννά γυρίσεις, εννά κάμεις, εννά φκιάσεις. Εννά πιάεις τον κόσμο που τα μαλλιά τζαι να γονατίσεις πάνω του για να τον γυρίσεις, να τον κάμεις όπως θέλεις. Τριανταρίζεις, ο ήλιος έν’ ο ίδιος τζαι εσύ ακόμα κάθεσαι που κάτω τζαι καρτεράς. Τζιαι γι’ αυτό ζηλεύκεις τους φοιτητές. Επειδή νομίζεις ότι αν εξαναείσιες την ευκαιρία, μπορεί να το έκαμνες διαφορετικά.