Αγαπημένη μου Ρέα,
Που ούλλα όσα ανακάλυψα για τον Αντρέα Γεωργίου, τζείνο που με επροβλημάτισε παραπάνω εν το ότι εκεράτωνε την γεναίκα του. Λαμβάνοντας υπόψη το πώς σκεφτούμαστε τον κόσμο γυρώ μας τζαι το πώς υπολογίζουμε τους παράγοντες που μας ωθούν να δρούμε διαφορετικά που το αναμενόμενο, ο Αντρέας δεν είσιεν λόγο να κερατώνει τη Μαρία.
Κατ’ αρχάς ήταν πλούσιος. Όχι μυθικά πλούσιος, αλλά ήταν αρκετά πλούσιος. Η οικογένεια του εφαίνετουν να επήαιννε καλά. Είσιεν θκυο μωρά. Μια κόρη τζαι ένα γιο που εφαίνετουν να τον αγαπούν τζαι να τα αγαπά. Η γεναίκα του, όμορφη, συσταρισμένη, περιποιημένη. Που τες γεναίτζες που άμα γυρίσουν να σε δουν, χάννεις τα λόγια σου τζαι αντρέπεσαι σάννα τζαι είσαι σε πάρτι στο γυμνάσιο. Που το δρώμα της πρέπει να έσιει γεύση ροδόσταμμα τζαι η μυρωθκιά της να μοιάζει με καλοτζαιρινή νύχτα στο δάσος.
Τζαι όμως, Ρέα μου. Να το θυμάσαι πάντα. Έσει πλάσματα που δεν χορτάννουν. Θέλουν τζι άλλο, τζι άλλο, τζι άλλο. Τρων που την ζωή, ό,τι τους διά. Τρων τζαι που γυρώ τους. Τζαι δεν τους κανεί. Σαν τον λάκκο η ψυσιή τους. Το στομάσι τους, ό,τι ππέσει μέσα χάννεται. Όπως τες ακρίδες ξεκληρίζουν ένα χωράφι τζαι ύστερα παν στο δίπλα. Ώσπου να βρεθεί κάποιος να σταθεί ομπρός τους τζαι να τους σταματήσει. Πρόσεξε, τούτη η αχορτασιά που έχουν, εν ένστικτο.
Εν τζαι εν συνειδητά. Εν τζείνος ο εγωκεντρισμός, η αναισθησία που τους κουντά να συμπεριφέρουνται έτσι. Να μεν εκτιμούν τζείνο που τους έδωκεν το σύμπαν, τζαι να απλώνουν, όπως το γαίμα που απλώνει στο παμπάτζι, να συνάξουν τζι άλλα.
Ομπρός του Αντρέα εστάθηκα εγώ λοιπόν. Τζείνο το απόγευμα της Πέμπτης. Αποφάσισα ότι κάπου πρέπει να σταματήσει τούτο το καραγκιοζλίκκι. Όπως κάθε φορά, ακολούθησα τον μέχρι το παλιό κτήμα στες Χαλεπιανές.
Επάρκαρα το αυτοκίνητο μακριά, πίσω που μια καφκάλλα τζαι επλησίασα παρπατητός. Η γκόμενα έφτασε μετά που λλίο. Τζείνη τη μέρα, με το θωρακισμένο, μαύρο BMW. Εκατέβηκεν να ξεκλειδώσει την πόρτα. Εφόρεν φόρμες. Στενό κολάν μαύρο, ένα ροζ ξεμάσχαλο μπουστάκι τζαι πράσινα αθλητικά παπούτσια. Επροχώρησε μέσα περπατητή, τζαι τζείνος πίσω της, σαν τον σιύλλο που έπιαε μαλαή. Όπως την εθώρουν που πίσω, για κάποια δευτερόλεπτα, ένιωσα να κατανοώ τες πράξεις του Αντρέα. Μέσα που ένα ζωώδη, περίεργο τρόπο ενσυναίσθησης, για λλίο αντιλήφθηκα το γιατί συμπεριφέρεται έτσι.
Μόλις εμπήκαν μέσα στο σπίτι, έριξα μια τελευταία μαθκιά στην τσάντα που είχα στους ώμους μου. Εβεβαιώθηκα ότι ήταν ούλλα μου τα σύνεργα τζιαμέ. Ένα ταγκούι βενζίνη, δύο αναπτήρες, ένα πακέττο cable ties, ένα ρολό τέλλα, ένα μασιαίρι του ψαρέματος, κουκκούλλα χακκί τζαι τρία ζευγάρια γάντια του νοσοκόμου. Χωρίς δεύτερη σκέψη, εκατέβηκα κάτω που την καφκάλλα τζαι επροχώρησα προς τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Τζείνο το απόγευμα εσημάδεψε μας ούλλους.
Με αγάπη,
Ουρανός