Προχτές το μεσημέρι, οδηγούσα την μοτοσυκλέτα μου που τα φώτα του Μιλάνο με κατεύθηνση τα φώτα του Κύκκου.
Πολλή κίνηση ως συνήθως τζιαι εκνευριστική ζέστη.
Στα φώτα, στημένα σπιτούθκια του Ραδιομαραθώνιου. "Μόνο η αγάπη μπορεί".
Νεαροί με πορτοκαλιές φανέλες, κρατώντας μπλοκ με λαχνούς, απαλλάσσουν τον καθένα μας που τες τύψεις του ότι, δεν φακκούμε πενία για το ποιός ζει τζιαι ποιός πεθανίσκει δίπλα μας. Το βάλσαμο στην συνείδηση μας.
Ούλλοι ανοίαν το παράθυρο να γοράσουν λαχνό, να προσφέρουν για τον συνάνθρωπο τους τζιαι στην απέναντι πλευρά του δρόμου, ένα ποδήλατο πεσμένο στην άσφαλτο, ένας χαμένος γέρος ξυπόλυτος τζιαι ένα αυτοκίνητο σταματημένο λλίο πιο πίσω του.
Στο έδαφος, πεταμένα δίπλα που το ποδήλατο, διάφορα αντικείμενα. Ένας κκεσές του γιαουρτιού, λλία κομμάτια αντίδωρο της εκκλησίας, μια σακούλα πλαστική με κονσέρβα τόνο τζιαι ντομάτες τζιαι άλλα πολλά.
Εκατάλαβα ότι κάτι έγινε τζιαι εσταμάτησα. Επήα κοντά στον γέρο. "Θείε είσαι καλά;" ερώτησα τον. Χαμένος ο γέρος απαντά μου "Εκτύπησε μου ένας με το αυτοκίνητο τζιαι έφυε". Ο γέρος εν ήξερε πού ήταν, τί έγινε καλά, καλά. Εν ήξερε τί να πρωτοκάμει, να μαζέψει τα πράματα του που σκορπίστηκαν σε ολόκληρο τον δρόμο, το ποδήλατο του που σχεδόν εδιαλύθηκε, τα παπούτσια του, να κάτσει να δει τις πληγές του, να γυρέψει να καταλάβει ποιός του εκτύπησε.
Πίσω του ήταν σταματημένο ένα αυτοκίνητο. Εκόντεψα του τζιαι έσιυψα να μιλήσω με τον οδηγό. Ο οδηγός, ένας ανάπηρος με αναπνευστήρα σε κατάσταση σοκ. Άρκεψα να τηλεφωνώ αστυνομία, τίποτε. Εδοκίμασα το νοσοκομείο, ξανά τίποτε. Ο κόσμος επερνούσε που την απέναντι πλευρά, επροσπερνούσε που την δική μας πλευρά τζιαι η μόνη του αντίδραση ήταν να γυρίσει να μας δει με περιέργεια.
Έβαλα τον γέρο τζιαι έκατσε στο πεζοδρόμιο τζιαι εμάζεψα τα πράματα του που το έδαφος. Λαλώ του "Θείε έσιεις κανένα να πιάσω να έρτει να δαμέ;" έδωσε μου το τηλέφωνο κάποιου φίλου του που δουλέφκει μαζί του στην Αρχιεπισκοπή. Ο "φίλος" του γέρου ενημέρωσε με ότι έσιει δουλεία τζιαι ότι "έννα δει" αν θα έρτει. Έκλεισε μου το. Τελικά έδωσε μου το τηλέφωνο της αδερφότεχνης του η οποία έπιασε ασθενοφόρο τζιαι εξεκίνησε να έρτει στην σκηνή.
Επήα στο αυτοκίνητο του ανάπηρου, ο άνθρωπος ήταν να πεθάνει που το άγχος του. Απολογήθηκε χίλιες φορές, έδωσε μου το τηλέφωνο του, της ασφάλειας του, υπόγραψε μου χαρτί ότι παραδέχεται ότι έφταιε για το δυστύχημα τζιαι ότι θα επλέρωνε ούλλα τα έξοδα του γέρου.
Μόλις ηρεμήσαν τζιαι οι δύο, εσταμάτησε ένας αστυνομικός να δει τι εσυνέβηκε (ναι έσιει τζιαι καλούς μπάτσους). Έφτασε τζιαι η άμπουλα (ομολογώ σε ελάχιστο χρόνο) τζιαι μετά που λλίο η αρφότεχνη του παππού. Έδωκα τους τα στοιχεία μου, εβεβαιώθηκα ότι ήταν όλα υπό έλεγχο τζιαι ετράβησα τον δρόμο μου.
Εγώ εν εγόρασα λαχνό του Ραδιομαραθώνιου. Αφιέρωσα όμως μισή ώρα που την ζωή μου να βοηθήσω ένα ανάπηρο τζιαι ένα γέρο που είχαν δυστύχημα.
Λυπούμαι που έσιει κόσμο που πραγματικά πιστεύκει ότι η καλοσύνη τζιαι ανθρωπιά, μετρούνται με το πόσα χαρτούθκια εννα γοράσεις, μια φορά τον χρόνο.