Εχάζεψα να θωρώ τον τοίχο. Εν ξέρω για πόση ώρα αφαιρέθηκα. Εκόλλησα το κεφάλι μου στο ακουμπηστήρι της καρέκλας τζιαι άπλωσα τα πόδια μου κάτω που το γραφείο, ανάμεσα στα σύρματα του υπολογιστή. Όπως τον κατάδικο που του δείννουν την μάππα πας τα πόθκια τζιαι εν μπορεί να κινηθεί, μόνο που στα πόθκια μου εμένα έσιει μπλεγμένα σύρματα της οθόνης τζιαι εξτένσιον του πολύπριζου.
Νιώθω σαν ένα κομμάτι άμορφου, ακανόνιστου υλικού που το εξαπωλήσαν που ψιλά τζιαι έππεσε με ένα πολλά άτσαλο τρόπο πάνω στην πλαστική καρέκλα του γραφείου. Προσπαθώ να νιώσω άνετα, αλλά εν μπορώ.
Εγύρισα το βλέμμα προς το τηλέφωνο, 4 χαμένες κλήσεις λαλεί. «Εν θα σε ρωτήσω ποιος ήταν!» είπα του που μέσα μου τζιαι εδύκλισα αλλού.
Τίκκι, τόκκο τα σιέρκα του συναδέλφου πάνω στο πληκτρολόγιο του. Ο ρυθμός του γραφείου. Πλήκτρα, κουμπία τζιαι ο υπόκωφος θόρυβος της τουρπίνας του έαρκοντισιον. Το σάουντρακ της μέρας μου.
Εσηκώθηκα που την καρέκλα τζιαι άνοιξα την πόρτα της τζαμαρίας για να φκώ έξω.
Σάννα περπατάς μέσα σε φούρνο. Η διαφορά στην θερμοκρασία εν αισθητή.
Έκλεισα τα μάτια μου τζιαι ένιωσα τα βλέφαρα μου να δρώννουν. Άνοιξα το στόμα μου τζιαι αντικατέστησα τον κρύο αέρα του γραφείου με τον βραστό της ατμόσφαιρας έξω. Η πυρά ένωσε τα σιείλη της με τα δικά μου, τζιαι έβαλε την γλώσσα της στο στόμα μου. Σάννα τζιαι εφίλησε με γλυκά, παθιασμένα ο ουρανός. Η μέρα αγκάλιασε με τζιαι τα σιέρκα της βραστά, απαλά, αόρατα αρκέψαν να χαιδεύκουν το κορμί μου.
Καλοκαίρι.
Απέναντι μου ένα χωράφι καμένο που τον ήλιο. Τα χόρτα ξερά, κίτρινα τζιαι το χώμα καφέ ανοιχτό, όπως το δέρμα της καμήλας. Ένας κάττος κάθετε στην σκιά μια πολυκατοικίας.
Θυμούμαι τα γόνατα μου άσπρα, σκονισμένα τζιαι τα σιέρκα μου να μπήουνται, να πληγώνουν την γή. Το ζεστό χώμα, τα μεσημέρκα του καλοτζιερκού που εκλείαν τα σχολεία. Πριν να αρχίσω να φοούμε το χώμα. Που εγυρέφκα οσιο να κάτσω που κάτω να γλυτώσω που τον λάλλαρο.
Η γιαγιά μου να φωνάζει να μπώ σπίτι, ότι εννα μου φατσίσει ο ήλιος πας την κκελλέ τζιαι εννα λυποθημήσω. Τζιαι εγώ, να κάθουμε κάτω που την ακακία, στην κορυφή της καφκάλλας, να ακούω τον ζίζηρο να τραουδά τζιαι να σύρνω πέτρες στον γκρεμμό.
Ο ζίζηρος, που γεμώνει τον αέρα το καλοτζιέρι. Εστίασα την προσοχή μου στο μονότονο τραούδι του τζιαι ηρέμησα. Για πέντε λεπτά ούλλες μου αισθήσεις ήταν σε ένα χωράφι στην γειτονιά που εμεγάλωσα. Εδραπέτευσα που το μπαλκόνι του γραφείου.
Η φύση γυρώ μου να μου λαλεί «Αγαπώ σε» τζιαι εγώ δαμέ, διμμένος σε χρονοδιαγράμματα τζιαι αρχεία του υπολογιστή. Θέλω να σταθώ στο πεζούλι τζιαι να ανοίξω τα σιέρκα μου να ππέσω στην αγκαλία του καιρού. Να κουρνιάσω στην ζεστασιά του, άνενοιας, χωρίς προβλήματα τζιαι προθεσμίες.
Χριστέ μου, πόσο όμορφος εν ο ήλιος το καλοκαίρι. Πόσο οικίος είναι τζιαι πόσο άπιαστος φαίνεται έτσι ώρες.
Νιώθω σαν το παπαγαλούι που το αφήνουν νάκκο έξω που το κλουβί του τζιαι νιώθει ελεύθερο για λλίο. Ώσπου να τραβήσουν το σιοινί τζιαι να το χώσουν μέσα πάλε, να τραουδά για να ικανοποιεί τους ιδιοκτήτες του.
Κάποτε οι εποχές αλλάζαν πάνω μου. Αλλάζα εγώ, άλλαζα ούλλος. Εγίνουμουν καλοτζιαίρι, σιειμώνας, βροσίη, χώμα, νερό κρυό, βραστό, δρώμα τζιαι αέρας. Ελευθερία.
Τωρά απλά αλλάζω μπάκραουντ στο κομπιούτερ. Τζιαι θωρώ τους αριθμούς του ημερολογίου να προχωρούν. Σκλάβος, του συστήματος. Σκλάβος, του εαυτού μου.
Άνοιξα τες παλάμες μου να νιώσω την ζέστη του γρανίτη πιο έντονα. Ένιωσα την πρώτη σταγόνα ιδρώτα να κατατρακυλά που τον λαιμό μου, μέσα που το πουκάμισο, να περνά που το στήθος μου τζιαι να κατευθήνεται προς την κοιλιά μου. Σαν ένα κρυό, δροσιστικό φίδι που ξυπνά ούλλες μου τες αισθήσεις.
Πόσοι μισθοί εννα μου ξωφλήσουν τα καλοκαίρια που χάννω. Πόσα λεφτά γοράζουν τα παιχνίθκια που χάννω στο χώμα, στην θάλασσα. Την ηρεμία, την ξεγνοιασιά, την αυτάρκεια. Πουλιέται έτσι μέρα; Εγώ γιατί την πουλώ;
Αχ..μέρα μ’ ηλιο σαν κι αυτό, να την τρώει τ’ αφεντικό…