02
Jul 16

Μέρα 9η

Αγαπημένη μου Ρέα,

Εχτές έβλεπα τηλεόρασην στον κοινόχρηστον χώρον. Αρέσκει μου να θωρώ τηλεόραση μέσα-μέσα μαζί με τους υπόλοιπους φυλακισμένους. Με την ευκαιρία, ακούω τι γίνεται στον έξω κόσμο τζαι κόφκω τζαι κίνησην.
Ελάλεν στα νέα ότι έσιει πλάσματα που διασταυρώνουν ολόκληρη την Τουρκίαν τζαι ύστερα μιαν θάλασσαν τζαι ύστερα ολόκληρην την Ελλάδαν για να φτάσουν τάχα στην Ευρώπη. Να γλυτώσουν ‘που τες πόμπες τζαι τες σφαίρες.
Έδειχνε το λοιπόν κάτι μωρά, πα’ στα ζινίσια των γονιών τους, κάτι γέρους που όσσον τζαι εβρίσκαν τα να παρπατήσουν. Κάτι ταλαίπωρα πλάσματα, ντυμένοι με παλιόρουχα, φορτωμένοι τες οικογένειες τους τζαι ό,τι εμπορούσαν να κουβαλήσουν ‘που το σπίτιν τους. Τούτα τα πλάσματα, το λοιπόν, είπεν ότι έν’ εγκλωβισμένα στα σύνορα της Ελλάδας με την υπόλοιπην Ευρώπην τζαι ότι εκλείσαν τα σύνορα τζαι ‘εν τους αφήνουν να ρέξουν. Εγώ είδα τους στην τηλεόρασην τζαι εγίνην η ψυσιή μου μαύρη. Τούτοι που τους θωρούν ομπρός τους να κουντούν, να κλαιν, να παρακαλούν, ίνταλως βαστάγνουν;

Πόσα έν’ τούτα τα πλάσματα τζαι ‘εν μπορούν να τους θρέψουν; Τόσα ριάλλια πετάσσουμεν πάνω σε μαλακίες. Επί τη ευκαιρία, εψές είδα τζαι μιαν διαφήμισην της Γιουροβίζιον. Να ξοθκιάσουμεν τόσα λεφτά σε παναΰρκα έχουμεν, να ταΐσουμεν τζαι να φιλοξενήσουμεν τρεις χούφτες πλάσματα ‘εν μπορούμε;

Είσιεν τζαι κάτι παιθκιά τζιαμαί σαν εθωρούσαμεν τηλεόρασην, που αρκέψαν να λαλούν ότι τούτοι ούλλοι έν’ τζιχαντιστές τζαι κανονικά έπρεπεν να τους παίξουμεν ή να τους βάλουμεν φυλακήν. ‘Που πότε έγινεν ο ανθρώπινος πόνος τρομοκρατία; Έτσι σκέφτεται ο κόσμος έξω ‘που δαμέσα;

Άλλος είπεν ότι τούτοι έρκουνται να μας φαν τες δουλειές μας, άλλος είπεν ότι θέλουν να γεμώσουμεν μουσουλμάνους τζαι να ξειληφτούν οι χριστιανοί. Τάχα, έννεν ο Χριστός που είπεν να αγαπούμεν ούλλον τον κόσμον τζαι άμμα έχουμεν θκυο χιτώνες να διούμεν τον έναν; Εμαράζωσα μιαν φοράν για τους πρόσφυγες τζαι εμαράζωσα άλλο δέκα για τα πράματα που άκουσα. Κανένας γονιός δεν φορτώνεται το κοπελλούιν του τζαι να το βάλει σε μιαν βάρκαν μες στην θάλασσαν, αν η θάλασσα δεν είναι πιο ασφαλισμένη που την στεριάν.

Θυμάσαι που άμμα ήταν κρυάδα το πρωίν εκούρρωνες όπως το πεζουνούιν μες στα αγκάλια μου να βράσεις; Πού να θυμάσαι… Ήσουν μωρόν αφού. Εγώ θυμούμαι όμως. Τζαι θυμούμαι ότι έσφιγγα σε να ζεσταθείς τζαι επαρακαλούσα να κρυώννω εγώ παρά να κρυώσεις εσύ. Ήμαστε σπίτιν μας, στο δωμάτιο μας, με ρούχα ζεστά, καθαρά. Ασφαλείς ‘που οτιδήποτε έξω ‘που τους τοίχους.

Εσκέφτηκα έναν τζύρην να κραεί το μωρόν του μέσα σε μιαν βάρκαν στην μέση του πελάγου. Τα κύμματα να χτυπούν αριστερά-δεξιά τζαι να τους λούννουν. Τον αέραν να φυσά. Το μωρόν να κλαίει. Τζαι τζείνος ο κακορίζικος να μεν έσιει κανέναν τρόπον να το προστατέψει. Έσιει πκιο απελπιστικόν πράμαν ‘που τούτον; ‘Που το να μεν μπορείς να γλυτώσεις το κοπελλούιν σου; Να μεν το δείξει η ζωή ούτε στον σιειρόττερον μου εχθρόν.

Λείπεις μου, Ουρανός


30
Jun 16

Μέρα 8η

Ελπίζω να σε βρίσκω καλά σήμερα. Εγώ δεν μπορώ να πω ότι είμαι καλά τις τελευταίες μέρες. Ανησυχώ για τον κύριο Αντώνη. Ανησυχώ για το τι εσυνέβηκε στον κύριο Αντώνη.

Πριν μια βδομάδα, εξύπνησα το πρωί τζαι ήταν χασιμιός. Έλειπεν που το κελλί του. Εκατάλαβα ότι πρέπει να έφυεν μες την νύχτα, επειδή το κρεβάτι του ήταν ξίστρωτο αλλά τα ξυριστικά του ήταν ακόμα μέσα στο βαλιτσούι τους. Πάντα αφήνει το ξυραφάκι στην άκρη του νιπτήρα για να στεγνώσει τζαι βάλλει το στην θέση του λλίο πριν το μεσημεριανό μας.

Εκρυφάκουσα κάποιες συζητήσεις, αλλά πολλά λλία πράματα έμαθα. Ο Πέτρος ο Μπλάκκης είπεν ότι είδε κάτι τύπους με άσπρα ρούχα να μπαίννουν στο κελλί του τζαι μετά να τον τραβούν έξω αναίσθητο. Αλήθκεια, ψέματα του, εν ξέρω. Εγώ πάντως, που λαοτζοιμούμαι τζαι ακούω τες κουτσουκούτες να κλάννουν που λαλεί ο λόος, εν εκατάλαβα τίποτε τζείνη την νύχτα.

Να ήταν τζαι κανένα πλάσμα επικίνδυνο, ή να είσιεν διαφορές με κανένα, να πω δικαιολογείται, εβάλαν τον στην απομόνωση. Αλλά δεν έσιει πιο ήσυχο άνθρωπο, να φανταστείς εν ο μόνος που μου λαλεί καλημέρα τζαι χαμογελά. «Καλό πλάσμα, τζαι στην φυλακή;» έννα με ρωτήσεις.

Χρειάζεται μια λάθος στιγμή για να γίνει το κακό Ρέα μου. Έμαθα ότι στην φυλακή εμπήκε για φόνο εκ προμελέτης. Έσφαξε την γεναίκα του. Εν την εσκότωσε απλά. Έσφαξε την.

Ο κύριος Αντώνης ήταν κασάπης έξω που την φυλακή. Έκοψε την κομμάθκια σούβλα, έβαλεν την σε σακκούλλες τζαι εκουβάλησεν την ως τον αστυνομικό σταθμό του Λυκαβητού. Να δούμε ήντα σιεροκουτάλα ήταν τούτη, τζαι τι ετράβησε ο κύριος Αντώνης μαζί της.

Πάντως, μες την φυλακή εφαίνετουν ευτυχισμένος. Πάντα χαμογελαστός, ήρεμος, συνεσταλμένος. Σαν τον παππού μου, νομίζω πρέπει να κουβαλεί τζαι κουφέττες γλυκάνισσο μες τες πούντζιες του. Εφόρεν συχνά τελαντωτή φανέλλα άσπρη τζαι παντελόνι μπεζ. Είσιεν μια τζοιλιά σάννα τζαι εκατάπιεν θκυό παττίσιες ολόκληρες τζαι η φούχτα του ήταν σαν το φκιάρι. Άσπρα μαλλιά, κυματιστά τζαι μια μουστάκα φουντωτή, που ενόμιζες ότι ήταν μόνιμα χαμογελαστή. Αν δεν ήταν κατάδικος ή φόνιας ή κασάπης, θα εμπορούσε να γίνει Άη Βασίλης. Έσιει μιαν εφτομάν που λείπει τούτος ο άνθρωπος. Χωρίς να αφήσει σημάδι πίσω του.

Ουσιαστικά, εξαφανίστηκε, εχάθηκε σαν τον καπνό του τσιάρου. Σάννα τζαι εν υπήρξε ποττέ μες την φυλακή. Τζαι οι φύλακες συμπεριφέρουνται σάννα τζαι εν ήταν ποττέ ο κύριος Αντώνης στο κελλί απέναντι. Μυστήρια πράματα.

Εμένα όμως τα μυστήρια τριβιτζιάζουν με. Μπορεί να συμβεί κάτι παρόμοιο τζαι σε μένα; Πρέπει να είμαι προετοιμασμένος. Ξέρε ότι αν σταματήσω να σου γράφω, σημαίνει ότι κάτι περίεργο συμβαίνει. Να έρτεις να με γυρέψεις.

Φιλιά,

Ουρανός


27
Jun 16

Μέρα 7η

Αγαπημένη μου Ρέα,

Σήμερα έμαθα ότι επέθανεν ένας δεσμοφύλακας. Ο άθρωπος τούτος ήταν ένας που τους σειρόττερους ανθρώπους που εγνώρισα. Που ούλλα τα χαρακτηριστικά που μπορείς να αναφέρεις ως θετικά πάνω σε κάποιον, τούτος δεν είσιεν κανένα.

Ο Σίμος, ο δεσμοφύλακας, δεν εφέρετουν σε κανέναν καλά. Απλά κάποιους που τον εγλείφαν δεν τους ενόχλαν. Δύσκολα εμπορούσες να γίνεις γιούδιν του τζαι να σε αφήννει στην ησυχία σου, εύκολα εμπορούσεν ν’ αλλάξει γνώμη τζαι να σου κάμει την ζωή άνω κάτω.

Εφωνάζαμεν τον «Ττανκς». Ήταν κοντός τζαι πασιής. Μόνο οι ερπύστριες του ελείπαν. Άμαν εκυκλοφόραν μες στην αυλή εβουρούσαν τον πουπίσω οι κατάδικοι που τα είσιεν καλά μαζί τους τζείνον το διάστημα. Όπως τες κουτσουκούτες. Μια μέραν όπως εκάθουμουν αχάπαρος κάτω που τον Περικλή ήρτεν που πάνω μου. «Γιατί κάθεσαι δαμέαί μόνος σου ρε εσού! Είσαι τίποτε καλαμιά στον κάμπο;»

Εγύρισεν πίσω του, είδεν τες κουτσουκούτες του τζαι άρκεψεν να χαχχανίζει. Τζείνοι εξεκινήσαν να χαχχανίζουν μαζί του όπως τους σκαλαπούνταρους που θωρούν ξεροτήανα. ‘Εν τον εκάνεν που ήταν αχώνευτος, ‘εν είσιεν με χιούμορ ο μαυρογέρημος.

Τέλοσπαντων, αγνόησα τον. Ίντα έθελα; Άρκεψεν μου το καψώνι. Έπιασεν μου τον καπνό μου τζαι εσιώνωσεν τον χαμαί, τάχα να δει αν κραώ χασίσι (που εκράτουν, αλλά είχα το χωσμένον αλλού). Έβαλεν με να βουρήσω ώς την καττίνα να δω αν έρκεται. Εμάσιετουν μου ώσπου να βαρεθεί τζαι ύστερα άφηκε με στην ησυχία μου.
Το Σάββατο, απ’ ό,τι έμαθα που το πρακτορείο Ρέουτερ της φυλακής, τον κύριο Αντώνη, είσιεν τραπέζι στην θκεια του. Έβαλλε στοίσιημα με τους ανιψιούες του ότι μπορεί να καταπιεί τέσσερα κουπέπια μαζί την ίδιαν ώρα. Όπως φαίνεται ‘εν εμπορούσε.

Τούτους του χαζούς διαγωνισμούς που βάλλουν ειδικά οι αρσενιτζοί μεταξύν τους ‘εν μπορώ να τους καταλάβω. Έν’ μια άλλη ιστορία τούτον όμως. Εχάσαμεν τον Σίμο το Ττανκς ‘που κουπέπι. Έναν κομμάτι μου εχάρηκεν για να είμαι ειλικρινής. Ήταν κωλόπαιδο.

Οι υπόλοιποι φυλακισμένοι εμαραζώσαν. Λαλούν ότι ήταν κρίμαν, ότι ήταν νέος, ότι επήεν άδικα τζαι γενικά τα συνηθισμένα που πρέπει να λαλείς άμαν πεθάνει κάποιος. ‘Εν τζαι λαλείς τα επειδή τα νιώθεις. Λαλείς τα επειδή τούτα θέλεις να λαλούν τζαι οι άλλοι για σένα άμα κλοτσήσεις την σίκλα. Άμα κάποιος θέλει να λαλούν καλά πράματα πάνω ‘που το μνήμα του, οφείλει όσο ζιει να έν’ εντάξει με τον κόσμον γυρών του. Εγώ έτσι ξέρω.

Εμένα ‘εν με κόφτει τι έννα πει ο κόσμος άμαν πεθάνω. Ούτε τι λαλεί τωρά με κόφτει δηλαδή. Μόνον εσύ με κόφτεις τζαι γι’ αυτόν σου γράφω.

Σε φιλώ,
Ουρανός


24
Jun 16

Μέρα 6η

Αγαπητή Ρέα,

Που την ημέρα που εσυνέβηκε το περιστατικό στην τουαλέττα (όπως σου περιέγραψα στο προηγούμενο μου γράμμα), είχα αρχίσει να προσέχω τον τρόπο που ελειτουργούσα μες την φυλακή. Εθώρουν τζαι που την ράσιη, όπως τον Λιόντα του Νταλάρα. Δεν ανάφερα τίποτε τζαι σε κανένα για το τι εσυνέβηκε στον απόπατο. Ούτε το εσχολίασα. Σάννα τζαι εν εσυνέβηκε ποττέ.

Μόνο συνέχεια τα μάθκια μου ήταν στραμμένα χαμαί. Έψαχνα σαν τον σσύλλο τον λαωνικό, να έβρω τον μαλάκα που μου έκλεψε το κωλόχαρτο. Εκοίταζα να έβρω τα άσπρα Nike με την γαλάζια ρίγα τζαι τες τρυπημένες αερόσολες. Εν ότι εν μου επήρε πολλύ τζαιρό. Την πρώτη φορά που τον εσίνιαρα εστέκετουν τζαι επερίμενε στην γραμμή για να βάλει φαΐ ‘που τον πάγκο. Το κορμί του ήταν όπως την πόρτα. Ψηλός τζαι πλατύς. Αν εστέκετουν σε μια συγκεκριμένη απόσταση που εμένα, σίουρα θα μου έχωννεν τον ήλιο.

Έγινα η σκιά του. Σαν τον γύπαν εγύριζα γυρόν του τζαι επερίμενα την κατάλληλη στιγμή για να πιάσω την εκδίκηση μου. Έμαθα τες συνήθειες του. Την ώρα που τρώει, την ώρα που τζοιμάται, πότε πίννει τσιάρον τζαι τι μάρκα, τους παρέες του. Ακόμα τζαι πότε πάει στον απόπατο.

Μια φορά το πρωί, λλίο μετά το πρωινό φαγητό. Την επόμενη μέρα μετά που έχουμε όσπρια πάει θκυο φορές. Μιαν το πρωί τζαι μιαν τη νύχτα. Αργά τη νύχτα, λλίο μετά που κλείουν τα φώτα για να τζοιμηθούμε.
Ήταν μια Τρίτη νύχτα που αποφάσισα να τον εκδικηθώ. Έκατσα καραούλιν τζι επερίμενα τον να ακολουθήσει ανυποψίαστος την ρουτίνα του. Είδα τον να περνά που τον διάδρομο φορώντας ένα μακρύ άσπρο σώβρακο, παντόφλες λαστιθένες. Στο ένα σιέρι τα αθλητικά μιας εφημερίδας τζαι στο άλλον το κωλόχαρτο του.

Επερίμενα λλίον τζαι επήα πίσω του. Εφόρησα τα αθλητικά μου παπούτσια για να μπορώ να πλησιάσω αθόρυβα τζαι έπιασα μαζί μου τον μεταλλικό δίσκο που χρησιμοποιούμε για το φαϊ.
Εστάθηκα για κάποια δευτερόλεπτα έξω ‘που την πόρτα του αποχωρητήριου. Είδα κάτω που την χωρισιά τα πόθκια του τζαι ανάμεσα τους, μακριά ‘που την πόρτα, το κωλόχαρτον του. Άκουσα τον να αγκομαχά με ανακούφιση τζαι να γυρίζει τα φύλλα της εφημερίδας.
Ανέμελος, ανυποψίαστος, ήσυχος. Καθησυχασμένος. Όπως είμαστεν ούλλοι άμα καθούμαστε στην τουαλέττα. Χαμένος στην γλυκιάν ανακούφιση της αφόδευσης.

Καθισμένος στον θρόνο του, τζιαμαί που ‘εν το περίμενε, στην πιο ευάλωτη του κατάσταση. Τζιαμαί πρέπει να χτυπήσεις τον εχθρό σου. Εκλότσησα την πόρτα. Το πρόσωπο του φοητσιασμένο – ‘εν υπήρχε τρόπος να αντιδράσει. Εσήκωσα τον δίσκο ψηλά τζαι εκατέβασα τον με δύναμη χτυπώντας τον στην αριστερή πλευρά του προσώπου του.
Ήβραν τον οι φύλακες μετά που καμιάν ώρα. Λιπόθυμο, χεσμένο, με κατεβασμένα τα βρατζιά του, σε μια τουαλέττα φυλακής. Ο μέγιστος εξευτελισμός. Κανένας ‘που τότε δεν με επείραξε. Εκαταλάβαν ότι έν’ τζείνοι κλεισμένοι δαμέσα μαζί μου τζαι όι εγώ μαζί τους.

Σε φιλώ,
Ουρανός.


21
Jun 16

Μέρα 5η

Αγαπημένη μου Ρέα,

Όπως σου έχω ξαναπεί, δεν έχω πολλούς φίλους δαμέσα. Ούτε έξω είχα πολλούς φίλους, αλλά δαμέσα έν’ πιο έντονον το ότι είμαι απομονωμένος. Σε έναν χώρο που μινίσκουν τόσο λλία άτομα το να μεν κάμνεις παρέα με κανέναν έν’ περίεργο. Εκτός που τον κύριο Αντώνη απέναντι, ‘εν μιλώ με κανέναν άλλο. Κάποτε άμα έρτει κανένας τζαινούρκος τζαι προσπαθεί να ανιχνεύσει την κατάσταση στες φυλακές πιάννει με κουβέντα. Άμαν περάσει λλίος τζαιρός όμως, ούλλοι σταματούν να συναναστρέφονται μαζί μου. Σάννα τζαι αποφασίζουν ούλλοι μετά την πρώτη γνωριμία ότι ‘εν με παν τζαι ξεκόφκουν. Νομίζω έσιει να κάμει με το περισταστικό στες τουαλέττες στες αρκές που είχα μπει στην φυλακή.
Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας, το χαρτί τουαλέττας έν’ πρόσφατη εφεύρεση. Πριν το κωλόχαρτο, οι άνθρωποι εχρησιμοποιούσαν ό,τι εβρίσκαν μπροστά τους. Σε κάποιες χώρες μάλιστα εχρησιμοποιούσαν το αριστερό τους χέρι τζαι ένα βάζο νερό.

Οι τουαλέττες δαμαί έν’ κοινές, ο καθένας έσιει το δικό του ρολό κωλόχαρτον όμως. Τζείνην την μέρα, εμπήκα στην τουαλέττα μετά που αρκετήν ώραν αναμονής. Ήταν λλίο μετά το πρωινό φαγητό, τζαι την προηγούμενη νύχτα είχαν μας ταΐσει κάτι απαίσια φασόλια σε ένα πυχτό, αμφιβόλου ποιότητας ζουμί. Εγώ, απόλαυσα τα για να είμαι ειλικρινής, έφαα το κρεμμύδι μου τζαι το κρεμμύδι του διπλανού μου που δεν το έθελε. Καταλαββαίννεις όμως τι κατάσταση επικρατούσε στα εντόσθια μου τζαι με πόσην αγωνίαν επερίμενα την σειρά μου για την τουαλέττα.

Για να καταλάβεις το σκηνικό, η πόρτα της τουαλέττας δεν φτάννει ώς το πάτωμα. Έσιει μιαν απόσταση περίπου 15-20 εκατοστών, για να βλέπεις ‘που έξω τι συμβαίνει μέσα. Εγώ κάθουμαι στην τουαλέττα τζαι μπροστά μου, στο πάτωμα, κοντά στην πόρτα βάλλω το ρολό μου.

Ούλλα εξεκινήσαν όταν κάποιος έβαλε το πόδι του μέσα στην χωρισιά τζαι ετράβησε το κωλόχαρτο μου έξω. Θυμούμαι το παπούτσι. Έναν άσπρο Nike με γαλάζιες ρίγες τζαι τρυπημένην αερόσολα. Έβαλα τες φωνές, αλλά η μόνη απάντηση που έπιασα ήταν γέλια τζαι κοροϊδίες. «Σκουπίστου με τα σιέρκα σου ρε ττάππο!» εφωνάζαν τζαι εγελούσαν.
‘Εν υπάρχει λόγος να μπω σε λεπτομέρειες για το πώς αντιμετώπισα την κατάσταση τζείνο το πρωινό. Μόνο να σου πω ότι που τζείνη τη μέρα τζαι μετά, εκρατούσα το κωλόχαρτο κοντά μου τζαι είχα έννοιαν να μεν την ξαναπάθω. Ξέρεις με όμως, δεν ξεχάννω ποττέ άμα μου κάμει κάποιος κάτι.

Είχα έννοιαν να έβρω τον τύπο με τα άσπρα Nike με την γαλάζια ρίγα τζαι την τρυπημένη αερόσολα. Πίστεψε με δεν άρκησα να τον έβρω, τζαι το τι ετοίμασα για να τον εκδικηθώ νομίζω εστέρησε μου κάθε ελπίδα για φίλους στην φυλακή. Θα σου συνεχίσω την ιστορία στο επόμενο μου γράμμα.

Σε φιλώ,
Ουρανός