Μέρα 6η

Αγαπητή Ρέα,

Που την ημέρα που εσυνέβηκε το περιστατικό στην τουαλέττα (όπως σου περιέγραψα στο προηγούμενο μου γράμμα), είχα αρχίσει να προσέχω τον τρόπο που ελειτουργούσα μες την φυλακή. Εθώρουν τζαι που την ράσιη, όπως τον Λιόντα του Νταλάρα. Δεν ανάφερα τίποτε τζαι σε κανένα για το τι εσυνέβηκε στον απόπατο. Ούτε το εσχολίασα. Σάννα τζαι εν εσυνέβηκε ποττέ.

Μόνο συνέχεια τα μάθκια μου ήταν στραμμένα χαμαί. Έψαχνα σαν τον σσύλλο τον λαωνικό, να έβρω τον μαλάκα που μου έκλεψε το κωλόχαρτο. Εκοίταζα να έβρω τα άσπρα Nike με την γαλάζια ρίγα τζαι τες τρυπημένες αερόσολες. Εν ότι εν μου επήρε πολλύ τζαιρό. Την πρώτη φορά που τον εσίνιαρα εστέκετουν τζαι επερίμενε στην γραμμή για να βάλει φαΐ ‘που τον πάγκο. Το κορμί του ήταν όπως την πόρτα. Ψηλός τζαι πλατύς. Αν εστέκετουν σε μια συγκεκριμένη απόσταση που εμένα, σίουρα θα μου έχωννεν τον ήλιο.

Έγινα η σκιά του. Σαν τον γύπαν εγύριζα γυρόν του τζαι επερίμενα την κατάλληλη στιγμή για να πιάσω την εκδίκηση μου. Έμαθα τες συνήθειες του. Την ώρα που τρώει, την ώρα που τζοιμάται, πότε πίννει τσιάρον τζαι τι μάρκα, τους παρέες του. Ακόμα τζαι πότε πάει στον απόπατο.

Μια φορά το πρωί, λλίο μετά το πρωινό φαγητό. Την επόμενη μέρα μετά που έχουμε όσπρια πάει θκυο φορές. Μιαν το πρωί τζαι μιαν τη νύχτα. Αργά τη νύχτα, λλίο μετά που κλείουν τα φώτα για να τζοιμηθούμε.
Ήταν μια Τρίτη νύχτα που αποφάσισα να τον εκδικηθώ. Έκατσα καραούλιν τζι επερίμενα τον να ακολουθήσει ανυποψίαστος την ρουτίνα του. Είδα τον να περνά που τον διάδρομο φορώντας ένα μακρύ άσπρο σώβρακο, παντόφλες λαστιθένες. Στο ένα σιέρι τα αθλητικά μιας εφημερίδας τζαι στο άλλον το κωλόχαρτο του.

Επερίμενα λλίον τζαι επήα πίσω του. Εφόρησα τα αθλητικά μου παπούτσια για να μπορώ να πλησιάσω αθόρυβα τζαι έπιασα μαζί μου τον μεταλλικό δίσκο που χρησιμοποιούμε για το φαϊ.
Εστάθηκα για κάποια δευτερόλεπτα έξω ‘που την πόρτα του αποχωρητήριου. Είδα κάτω που την χωρισιά τα πόθκια του τζαι ανάμεσα τους, μακριά ‘που την πόρτα, το κωλόχαρτον του. Άκουσα τον να αγκομαχά με ανακούφιση τζαι να γυρίζει τα φύλλα της εφημερίδας.
Ανέμελος, ανυποψίαστος, ήσυχος. Καθησυχασμένος. Όπως είμαστεν ούλλοι άμα καθούμαστε στην τουαλέττα. Χαμένος στην γλυκιάν ανακούφιση της αφόδευσης.

Καθισμένος στον θρόνο του, τζιαμαί που ‘εν το περίμενε, στην πιο ευάλωτη του κατάσταση. Τζιαμαί πρέπει να χτυπήσεις τον εχθρό σου. Εκλότσησα την πόρτα. Το πρόσωπο του φοητσιασμένο – ‘εν υπήρχε τρόπος να αντιδράσει. Εσήκωσα τον δίσκο ψηλά τζαι εκατέβασα τον με δύναμη χτυπώντας τον στην αριστερή πλευρά του προσώπου του.
Ήβραν τον οι φύλακες μετά που καμιάν ώρα. Λιπόθυμο, χεσμένο, με κατεβασμένα τα βρατζιά του, σε μια τουαλέττα φυλακής. Ο μέγιστος εξευτελισμός. Κανένας ‘που τότε δεν με επείραξε. Εκαταλάβαν ότι έν’ τζείνοι κλεισμένοι δαμέσα μαζί μου τζαι όι εγώ μαζί τους.

Σε φιλώ,
Ουρανός.