12
Jan 14

Εξυπηρέτηση Πελατών

Το δύσκολο πράμα στην Κύπρο, έννεν να έβρεις άθρωπο να σου κάμει την δουλειά που θέλεις. Το δύσκολο είναι τζείνος που εννα σου κάμει την δουλειά, να μεν σου γελάσει τζιαι να σε βοηθήσει άμα υπάρχει πρόβλημα.

Η εμπειρία μου με πολλούς Κυπραίους που έχουν δουλειές δικές τους, εν η εξής. Πάεις να γοράσεις κάτι, είτε υπηρεσία είτε προιόν. Το πρώτο πράμα που θα κάμει ο πωλητής είναι να σε συγκόψει να καταλάβεις ή αν είσαι αχάπαρος.

Αν είσαι ενημερωμένος, θα φουτουνιαστεί τζιαι θα συμπεριφέρεται όπως τον σιεσμένο που καρτερά γραμμή στην τράπεζα. Εν η φάση που μετά που εννα φύεις, εννα πάει στην γραμματέα τζιαι να της πει «Εγινήκαν μου ούλλοι πογιατζίες/υδραυλικοί/τεχνικοί. Αφού καταλάβει, να πάει να τα κάμει μόνος του».

Αν είσαι αχάπαρος τζιαι ειδικά αν δεχτείς χωρίς αμφισβήτηση την πρώτη του πρόταση, θα είσαι ο καλύτερος του πελάτης. Θα σου μπήξει ότι πιο Κινέζικο παλιόπραμα έσιει ή ότι έμεινε σε στοκ που πριν τες φασαρίες, τζιαι θα σου κόψει τζιαι την κκελλέ σου. Εγιώ στραώννω τζιαι πουλώ τζιαι εσού άμπλεπε τζιαι γόραζε, που ελάλεν τζιαι η στετέ μου η Ευαγγελία.

Εν πάση περιπτώσει, πες εκατάφερες τζιαι επέρασες τούτο το στάδιο του πρώτου debate με τον πωλητή. Έπιασες τζείνο που έθελες ή εκόττησε σου την αηδία που έφερε που το Βιετνάμ με 2 σελίνια. Τζιαμέ που εννα χαλάσει ή που εννα έσιεις πρόβλημα, θα σου συμπεριφερτεί σάννα τζιαι έννεν τζείνος που σου το επούλησε, σάννα τζιαι ήβρες το χαμέ.

Αν εν τεχνίτης τζιαι έκαμεν σου δουλειά, απλά θα σου έβρει μια δικαιολογία που αψηφά τους νόμους της φυσικής τζιαι της χημείας. Του στυλ «Όι κουμπάρε, εν τζιαι πέφτει ο τοίχος σου. Εν το σπίτι που αναπνέει τζιαι ανοίει. Τον άλλο μήνα να έρτω να σου κάμω ένα σουβά τζιαι εννα σάσει». Τον άλλο μήνα απλά εννα εξαφανιστεί όπως τον Χάρυ Πότερ τζιαι εν θα σου απαντά τα τηλέφωνα.

Αν εγόρασες κάτι που κατάστημα, θα πρέπει να περάσεις το παιγνίδι των 20 ερωτήσεων. «Μα σαν εδούλεφκε έσβησε;», «Έτσι πάνω σ’ανεμων;», «Τζιαι εν του έκαμες τίποτε;». Αν τα καταφέρεις τζιαι πείσεις τον ότι το μασκαραλλίκκι που σου εμπάξιωσεν εν ελαττωματικό τζιαι πρέπει να σου το αλλάξει το πιο πιθανόν είναι να το πιάσει, να σε ταλαιπωρήσει τζιαι κάμποσο τζιαιρό τζιαι μόνο αν δεν έβρει τρόπο να σου γελάσει διαφορετικά, θα σου κάμει την δουλειά σου.

Η Κυπριακή εξυπηρέτηση πελατών, είναι σχολή που μόνη της. Δεν διδάσκετε πούποτε στον κόσμο. Περνά που γενιά σε γενιά τζιαι που δάσκαλο σε μαθητή. Οι Κινέζοι έχουν το κουγκφού, εμείς έχουμε την παραποθκιά. Ίττερνετ κουμπάρε τζιαι κανεί.


05
Jan 14

Γκράφιτι

Πριν λλία χρόνια εσυλλάβαν ένα μιτσή στην παλιά Λευκωσία επειδή έκαμνε γκράφιτι. Βασικά αποφάσισε να ομορφύνει μια παλιά, εγκαταλελημένη τράπεζα με σχέδια. Τούτο δεν άρεσε, είτε σε τζείνους που είχαν την τράπεζα είτε στους υπεύθυνους του νόμου, τζαι εμπαγλαρώσαν τον.

Εν μια που τζείνες τες περιπτώσεις, που το όμορφο δεν είναι αναγκαία, νόμιμο. Εν πα να είσαι ο Λιπέρτης, δεν έσιεις δικαίωμα να πογιατίσεις έστω τζαι ένα τοίχο, αν δεν πιάσεις άδεια που τζείνο που τον έσιει πρώτα.

Που με φέρνει σε ένα άλλο θέμα που πρέπει να μας απασχολήσει σαν κοινωνία εν καιρώ κρίσης.

Εν φανερό, ότι οι τοίχοι σε δημόσια θέα, πλέον αποτελούν όφκιερους καμβάδες για να πιτά με τα σπρέυ ο κάθε αχάπαρος. Μεν μου πείτε ότι εν εσιάστικε το μάτι σας ότι τα τελευταία χρόνια εγεμώσαν οι τοίχοι της Λευκωσία με τες αηδίες του ΕΛΑΜ. Όπου δικλήσεις, γράφουν μιαν πελλάρα οι ΕΛΑΜιτες τζαι παν την άλλη μέρα τα κόκκινα αρνιά τζαι είτε σβηννουν την είτε αλλάσουν το τι γράφει. Να μεν αναφερτώ στες ομάδες. Άλλο λλίο εννα γράφουν «Άου 79» πας τες κοτζιάκαρες που καρτερούν λεωφορείο στο άγαλμα.

Εκατάντησε η πόλη, σαν τετράδιο κακού μαθητή του γυμνασίου. Γεμάτη ανορθόγραφες λέξεις. Ασπούμε εν δυνατόν να πα να γράψεις κάτι δημόσια τζαι να το γράφεις τζαι λάθος ρε παίχτη μου. Άκουσε μου τζεί, «Ύμαστε Έλλινες». Τζαι δώστου οι δημοτικοί υπάλληλοι να γυρίζουν με την πογιά την άσπρη να σβήννουν τες πελλάρες, κάμνωντας σιειρόττερη την αισθητική του τόπου. Εγέμωσε η Λευκωσία τζίζες τζιαι ττίπεξ.

Πού το πάω;

Δεδομένο πρώτο, το κράτος εν έσιει λεφτά να καθαρίζει τες πελλάρες του κάθε αθκιασερού, κακομαθημένου φοιτητή που την είδε χούλιγκαν. Δεδομένο δεύτερο, το γκράφιτι, είναι τέχνη τζαι έσιει παραπάνω αισθητική που το «Γ-ΕΛΑΜ-Ε» τζαι το «ΕΛΑΜ-ΟΥ». Τελευταίο δεδομένο, η φαντασία των κοπελλουθκιών δεν φτάνει ως το γαμώ το ΑΠΟΕΛ.

Υπάρχουν μιτσιοί (τζαι μεγάλοι) που έχουν φαντασία τζαι ξέρουν να ζωγραφίζουν. Χρειάζουνται απλά την ευκαιρία. Γιατί όχι, να δώκει η πολιτεία, τουλάχιστον τους δημόσιους τοίχους, σε ανθρώπους που θέλουν τζαι μπορούν να εκφράσουν την τέχνη τους. Είτε τζείνο εν μιτσιοί με σπρέυ για να κάμουν γκράφιτι, είτε εν ζωγράφοι για μια οικαστική παρέμβαση τζαι γιατί όχι, είτε εν τα κοπελλούθκια του δημοτικού τζαι του γυμνασίου σαν μάθημα τέχνης.

Σκεφτείτε την πόλη, γεμάτη με σχέδια, παρά με τα αίσχη που θωρούμε σήμερα γυρώ μας. Εννα εν κάτι όμορφο τζαι θα ανοίξει πολλές πόρτες για κοινωνικό ενδιαφέρον αλλά τζαι για την ανάπτυξη της ποιότητας ζωής. Το πρόβλημα είναι ότι η ιδέα εν πρωτοποριακή τζαι στην χώρα μας είμαστε πρωτοπόροι μόνο στα κουρέματα τζαι τες απατεωνιές.


25
Dec 13

Άης-Βασίλης

Εκάθουμουν μπροστά που το τζάκι τζαι εκράτουν την κόρη μου πας στα γόνατά μου. Έππεφτεν πάνω μου, τζαι απλώναμε μαζί τα πόθκια μας πας στην άκρα της φωθκιάς ώσπου να κρούσουν λλίον οι κλάτσες μας τζαι να τραβήσουμε πίσω.
Γέλιο, χαρά, αγκαλιές, φιλιά. Ούτε τηλεόραση, ούτε ράδιο. Μόνο εγώ, το μωρό τζαι η μαγευτική ιδιότητα της φωθκιάς να καταστρέφει κάτι για να μας ζεστάνει.

Γυρίζει η κόρη μου τζαι λαλεί μου. «Παπά, ο Άης-Βασίλης έννα κατεβεί που το τζάκι;». Σχεδόν αδιάφορα, απάντησα: «Έτσι λαλεί η γιαγιά αγάπη μου. Ξέρω γω;».Είδε για λλίη ώρα την φωθκιά. Έγυρε πάνω μου ξανά τζαι επόκνιασε τα μιτσιά της κοκκαλούθκια. Όπως το καττί που κουρνιάζει στο καπό του αυτοκινήτου τες νύχτες του σιειμώνα που εν κρυάδα, ετράβησε τα πόθκια της πάνω στο στήθος της τζαι έσυρεν ένα γελούι.Έσιει κάτι μαουλούθκια όπως τα μήλα τα άγουρα. Τα αμματούθκια της έχουν κόρες μεγάλες, σαν τα κάστανα τζαι άμα γελά, ππέφτουν τα πεπέ μπροστά τζαι εν θωρεί. Εκαθάρισε το μέτωπό της τζαι είπε μου, «ο Άης-Βασίλης εν πασιής», τζαι εσυνέχισε να χαμογελά. «Τζαι επειδή εν πασιής; Τι σημαίνει;», απάντησα.

«Ε, έννα τον φορεί να μπει που την καμινάδα τον Άη-Βασίλη; Αφού εν πασιής», είπε.
Εγέλασα με την παρατήρησή της. Έδωκα της ένα φιλί τσακριστό τζαι είπα «Ο παππούς σου λαλεί ότι η σωλήνα του τζακιού μας εν ‘κοσπέντε μιλίμετρα τζαι έννα τον χωρέσει.»

Εσοβαρεύτηκεν απότομα. Άπλωσε για λλίον το πόδι της μπροστά στην φωθκιά τζαι μόλις ένιωσε να κρούζει ετράβησε το πίσω. Ίσιωσε την ράσιην της τζαι εγύρισε τζαι εθώρεν με. Είσιεν ένα ύφος που εν εσήκωννε περιπαίξιμο.
«Άμα κατεβεί που το τζάκι ο Άης-Βασίλης, έννα κρούσει το κολίν του, παπά! Δε, το τζάκι κρούζει. Κοίτα το!»
Εκρέμμετουν που τα σιείλη μου τζαι επερίμενε απάντηση. Εσκέφτηκα ότι, μπορώ να πλάσω μια ιστορία με απίστευτες συγκυρίες για να την πείσω ότι υπάρχει πράγματι ένας άνθρωπος που φορεί κότσινα ρούχα, γυρίζει τες καμινάδες τζαι αφήνει δώρα.

Τούτες εν οι απλές απορίες ενός μωρού θκυόμισι χρονών. Να της δικαιολογήσω μια ιστορία που εν φκάλλει νόημα; Σε λλία χρόνια να πλάσω μια άλλη ιστορία για το πώς τα καταφέρνει ο Άης-Βασίλης τζαι πάει παντού, τζαι εν παντού, συνέχεια. Στο τέλος να πρέπει να δικαιολογήσω το γιατί ο Άης-Βασίλης πάει σε κάποια μωρά τζαι σε κάποια άλλα εν πάει.
Γιατί όμως; Εν υπάρχει λόγος. «Τα δώρα φέρνει τα ο παπάς τζαι η μάμμα, αγάπη μου. Εν έσιει Άη-Βασίλη», είπα της, τζαι εχάδεψα της τα σγουρά της μαλλιά.

«Α, καλά», είπε. Σαν να τζαι εφκάλλαν ούλλα νόημα τωρά. Έππεσεν πάνω μου ξανά τζαι εποτζοιμήθηκεν σιγά – σιγά.


20
Dec 13

Στερεότυπα Καλαμαράες

– Τα κοπελλούθκια τούτες τες μέρες έν’ όπως τα καθυστερημένα. Άκουσες ποττέ σου καλαμαρούι να μιλά; Ξεκινούν τζ’αι μιλούν τζ’αι η γλώσσα τους πάει φουσ’έκκιν. Γυρίζουν τες λέξεις όπως τον μύλο που αλέθει τες ελιές, ρε φίλε. Εμάς τα κοπελλούθκια ξεκινούν να συντύχουν τζ’αι πριν να πουν μιαν πρόταση, συγχύζονται, χάνουν τα, ξεχάννουν τι είσ’εν να πουν. Τζ’αι τα ελληνικά τους; Να μεν το συζητήσουμε καλύτερα. Ούτε λεξιλόγιο έχουν, ούτε τίποτε. Εμαννέψαν ούλλα πά’ στα φέισπουκ τζ’αι τα πλέιστέσιον.
– Ναι, ρε. Αφού οι καλαμαράες έχουν το μες στο αίμα τους. – Είντα, οι καλαμαρίνες! Άκουσες καλαμαρίνα να μιλά; Έν’ σαν να τζ’αι πιάννεις σε ροζ γραμμή, ρε. Είνταλως τα καταφέρνουν οι μαυρογέρημες! Να μας ακούσει τζ’αι η γεναίκα μου τωρά ρε τζ’αι να μας αρρώσει.
– Κανεί ρε, εν τζ’αι είπες τζ’αι κανένα ψέμα. Να μάθει να συντυχάννει τζ’αι τζ’είνη έτσι τζ’αι ύστερα να έσ’ει απαίτηση.
– Οι καλαμαράες έν’ πιο πολύστροφοι ‘που εμάς ρε.
– Είντα πολύστροφοι, ρε πελλέ, εν τζαι έν’ μηχανές ττου-στροκ, έν’ αθρώποι.
– Εννοώ στροφάρει πιο γλήορα ο εγκέφαλος τους, ρε. Σκέφτουνται πιο γλήορα ‘που τους Κυπραίους. Του Κυπραίου λαλείς του μιαν κουβέντα τζ’αι θέλει τζ’αι πέντε λεπτά να παλάρει. Ο καλαμαράς ξεκινά να σου μιλά πριν να τελειώσεις την κουβέντα σου.
– Ε, καλά όμως. Λαλούμε, λαλούμε για τους Κυπραίους τζ’αι τους καλαμαράες. Την δουλειά που εννά σου φκάλει ένας Κυπραίος σε μια μέρα, ο καλαμαράς εν θα σου την φκάλει σε μιαν εφτομάδα. Ούλλο λόγια ένι τζ’αι λαφαζανιές. Άμα έν’ για να δουλέψουν,έν’ τέλεια κουνόσσ’υλλοι τζ’αι παραπόττες.
– Τζ’αι εγέμωσεν ο τόπος ρε! Πού εβρεθήκαν τούτοι ούλλοι οι καλαμαράες! Εφύαν ούλλοι ‘που την Ελλάδα τζ’αι εκουβαληθήκαν δαμέσα. Σαν να τζ’αι έσ’ει παραπάνω δουλειές δαμαί. Έν’ η κουβέντα ότι δουλεύκουν με κάτι μισθούς πείνας που συφφέρει τους μαστόρους να τους διούν δουλειά. Ο Κυπραίος θέλει τα διπλάσια ‘που τον καλαμαρά.
– Ναι, αλλά ο Κυπραίος φκάλλει παραπάνω δουλειά.
– Σίουρα ρε. Τούτον έν’ δεδομένο, οι καλαμαράες μόνο να συντυχάννουν τζ’αι να πίννουν τσιάρο. Έχουμεν τζ’είνον τον Γιάννη τζ’αμαί στην αποθήκη εμείς. Που την ώρα που έρκεται δουλειά ώς την ώρα που σκολάννει, ππάφφα-ππούφφου τζ’αι πούρου-πούρου.
– Εν τζ’αι έν’ καλαμαράς, ρε αχάπαρε, τζ’είνος.
– Καλό είνταν που ένι;
– Εν πο’ τούντους Γεωργιανούς, είντα θκιάολο τους λαλούν.
– Έννεν Ρώσσοι ρε τούτοι;
– Όι ρε, έννεν Ρώσσοι. Αφού μιλούν ελληνικά τζ’αι έν’ Ορθόδοξοι. Έν’ καλαμαράες που αναγιωθήκαν στη Γεωργία.
– Έν’ γι’ αυτό που φακκά νάκκον η γλώσσα του καλό.
– Ε, αλώπως ρε. Τέλοσπαντων, έναν έν’ το σίουρον, κουμπάρε. Σε λλία χρόνια οι Κυπραίοι εννά έν’ μειονότητα στην Κύπρο. Πίννεις άλλο μια ζιβανία να σου γείρω;
– Πίννω κουμπάρε.
– Άτε, εΐβα τζ’αι καλές γιορτές


19
Dec 13

Οι ξένοι του χωρκού

Στην πανέμορφη πλατεία του Παλαιχωρκού οι γέρικοι πλάτανοι κάμνουν σκιά στους θαμώνες των τριών καφενέδων. Κάτω που το οσσιόν, έγυρα πίσω τζαι απόλαυσα μπύρες παγωμένες τζαι νερό καθαρό, σιόνι που τες φουντάνες του χωρκού καμπόσες φορές.

Να μεν τα πολλολοώ, άρεσκει μου τόσο πολλά. Τόσο πολλά, που είπα να πάω τζαι την νύχτα που θα είσιεν συναυλία του συγκροτήματος «Μεσόγειος». Πιάννω λοιπόν την φαμίλια μου, την Παρασκευή το δείλις, τζαι επήα που νωρίς στην πλατεία για να πιάω τραπεζούι.

Η πλατεία, στρωμένη, συσταρισμένη. Τα τραπεζούθκια στοιχιμένα, σάννα τζαι θα εγίνετουν γάμος. Πάω σε ένα καφενέ «Καλησπέρα» λαλώ. «Τα τραπεζούθκια εν κρατημένα οξά να κάτσουμε όπου έβρουμε;». Ο ιδιοκτήτης του καφενέ, είδε με ένα ύφος απορίας αλλά τζαι συγκρατημένου πανικού. Που εβρέθην τούτος τωρά να μας χαλάσει, τόσο συστάρησμα, τόση προετοιμασια;

«Που να τον κάτσω;» πρέπει να εσκέφτηκε.

«Κουμπάρε» λαλεί μου «τα τραπεζούθκια εν ούλλα κρατημένα». «Αφού προχτές αρώτησα την κορού που δουλέφκει δαμέ» είπα «τζαι είπε μου ότι εν χρειάζεται κράτηση».

Τότε επαίχτηκε η ερώτηση κλειδί. «Πόθθεν έρκεστε;» λαλεί μου. «Είμαστε Λευκωσιάτες» απάντησα.

Εσυκώθην πάνω ο καφετζιής τζαι εδιάταξε «Κάτσε κουμπάρε τζιαμέ, τζαι εννα σε κανονίσω». Μέσα σε 5 λεπτά, εστύθηκε τζαινούρκο τραπέζι για να κάτσουμε. Εταράξαν ποτζεί, εκουντήσαν ποδά, στο τέλος εκανονίσαν μας.

«Κορού» εφώναξε «έλα να πιάεις παραγγελία που τους ξένους μας».

Ακούωντας την λέξη τούτη, ένιωσα μιαν παρυορκάν τζαι γιατί όχι, μια κάποια περηφάνια που είμουν κομμάτι τούτης της κοινωνικής συνδιαλλαγής. Τζαι όμως, σε τούτο το χάος που ζούμε, στα χωρκά μας, υπάρχει ακόμα η έννοια του ξένου, που έρκεται στον τόπο μας τζαι πρέπει να του φερτούμε άψογα.

Το χωρκό, γίνεται ένα μεγάλο σπίτι, οι χωρκανοί μια οικογένεια τζαι ο οικοδεσπότης πρέπει να φροντίσει να σου προσφέρει ούλλες τες ανέσεις, να μεν φύεις κακοφανισμένος τζαι να κακολοείς το χωρκό ύστερα.

Την ώρα του φαγιού, ανάμεσα σε μουσική, χορούς τζαι ποτό, επήα να βάλω πατάτες του φούρνου. Έτυχε τζαι εσυκώνναν τα, να τα φυλάξουν. Μόλις με είδε ο μάγειρας, εκούμπησε πίσω την πιατέλλα τζαι λαλεί μου «Είσαστε οι ξένοι μας εσείς; Έτσι πατάτες, δεν θα ξαναφάεις κουμπάρε.» είπε μου. «Να έρτετε όμως καμιά καθημερινή, που εν θα έσιει έτσι παναύρι, να σας τραττάρουμε όπως πρέπει».

Είδα τον, εχαμογέλασα του τζαι εφάτζιησα του φιλικά στην ράσιη. «Να είσαι σίουρος ότι θα ξανάρτουμε, κουμπάρε» είπα, τζαι έκατσα να απολάυσω μια όμορφη βραδιά που εμύριζε Κύπρο που παντού. Που τα πλατάνια, τες πατάτες τζαι τη σούβλα ως τα γιασεμιά, τα τριαντάφυλλα τζαι την φωνή της Βασιλικής.