Εσηκώθηκε που το κρεβάτι κατα της έξι το πρωί, επονούσε τον δεξί της ώμο πάλε.
Έμεινε της αίπη, που τον τζιαιρό που έκαμνε χαλλούμια τζιαι επούλαν στην Κυθρέα. Πριν τον πόλεμο δηλαδή.
Ένα πρωί, όπως ενεκάτονε τον νορρό, έγυρε το καζάνι. Η Μαρία, αντί να σκεφτεί το σίερι της, εσκέφτηκε τα χαλλούμια, τζιαι ετράβησε το να το ισίωσει.
Εν τζιαι εκατάφερε τίποτε, η αλήθκεια ένι.
Εσιώνοσε τζιαι το νορρό, έφκαλε τζιαι τον ώμο της.
“Ζαττήν έτσι τσιγγούνα είσαι, άμπα τζιαι χάσεις πέντε μπακκίρες. Έτο ο θεός άφηκε σου αίπη να αθθυμάσαι.”
Έτσι της ελάλεν η Σωτηρούλλα όποτε εμαλλώναν.