10
Nov 08

Γεια χαρά..

Εν έχουμε πολλά να πούμε πίον.

Η κούραση της μέρας, η κούραση της ζωής, η μονοτονία της καθημερινότητας. Ούλλα λλίο, πολλά επαίξαν ρόλο, εβοηθήσαν να απομακρηνθούμε ο ένας που τον άλλο.

Μέρα με την μέρα συμπεριφερούμαστε παραπάνω σαν δορυφόροι ο ένας στην ζωή του άλλου.
Ο ένας στην τροχία της ζωής του άλλου, να γυρίζει ασταμάτητα τζιαι αδιάφορα, επ’ αόριστον. Μάλλον ώσπου να λείψει η παταρία του μια μέρα.

Σκέφτουμε χρόνια να σου μιλήσω, να σου πώ ότι άρκεψα να σε ξεχάννω. Η γενέκα που αγάπησα στα κοσπέντε μου, εν μια απομακρισμένη ανάμνηση πλέον. Κάθε φορά όμως κάτι μπαίννει μες την μέση.

Continue reading →


10
Nov 08

Ο Γερος.

«Άτε να σηκωθώ να συνάξω το τραπέζι τζιαι να κάμω τζιαι καφέ. Κάτσε εσύ ρε Αντρούλλα, εννα τα κάμω εγώ πόψε. Έσιει τόσα χρόνια που τα κάμνεις εσύ κάθε μέρα.»

Εσηκώθηκε με δυσκολία που το τραπέζι τζιαι άρχισε να μαζέφκει τα πίατα.

«Ούτε που έντζισες πας το κολοκάσι σου. Μά ιντα που έπαθες τζιαι έν τρώεις πίον; Αθθυμάσε ρα, που επιένναμε τζιαι ετρώαμε στην ταβέρνα του Πασχάλη; Στο Βαρώσι; Είμαστον νέοι όμως τότε ρε Αντρούλλα. Τωρά, τζιαι να τα καταφέρναμε να πάμε τζιπάνω τζεί, με ίντα δόντια εννα μασίσουμε;»

Εγέλασε σαρκαστικά τζιαι δυνατά. Το γέλιο του εκατέληξε σε ένα αναστεναγμο που εσιγόσβηνε, ένα «Άχ» που μες τα τρία δευτερόλεπτα που υπήρξε, έχωννε πίσω του σκέψεις τζιαι νοσταλγίες ογδόντα χρόνων.

Continue reading →


09
Oct 08

Μοναξία

«Θα μιλήσω στην επόμενη γενέκα που θα δώ. Εν πάει άλλο, τι έχω να φοηθώ; Αν φάω χυλόπιττα, έφαα.»

Εμιλούσε μόνος του μες το αυτοκίνητο.

Πρωί, κατα η ώρα οκτώ παρα κάτι. Ούλλη η Λευκωσία κατευθήνετε προς το κέντρο, ο καθένας στην δουλεία του.

Πάντα ίσιεν πρόβλημα στο να ξεκινά συζητήσεις με άγνωστες γυναίκες. Καλά, καλά εν θυμάται ποιά ήταν η τελευταία φορά που επήρε το θάρρος να γυρίσει να δεί, πόσο μάλλον να μιλήσει σε γυναίκα που δεν ήταν μες την ευρήτερη του παρέα.

Continue reading →


11
Sep 08

Μια δουλεία, μια ζωή.

«Εφκίερωσε το ψυγείο. Πάλε εν επήα στον μπακάλη..», είπε.

Το χειρότερο που εμπορούσε να του συμβεί τζείνη την ώρα της μέρας. Μετά την δουλεία.

Η δουλεία του κουραστική τζιαι εκνευριστική. Παραπάνω ψυχολογικά παρά σωματικά. Ήταν βοηθός λογιστή σε ένα ελεγκτικό γραφείο τζιαι έτσι ήταν ούλλη μέρα σιυφτός πάνω που ένα πληκτρολόγιο τζιαι καθιστός πάνω σε μια πλαστική, αφρολέξ καρέκλα.

«Ο βαθμός ιεραρχίας μου στην εταιρεία εν λλίο ποιο πάνω που την καθαρίστρια τζιαι που το ψυγείο του νερού» ελάλεν αυτοσαρκαζόμενος πολλές φορές. Το τραγικό ήταν το γεγονός ότι, ο ίδιος ένιωθε ότι το αστείο του εν απείχε πολλά που την πραγματικότητα.

Continue reading →


16
Jul 08

Μόνος.

Εσηκώθηκε που το πεζούλι, μπροστά που το σπίτι του τζιαι εγύρισε πίσω του να ρίξει μια τελευταία μαθκία.

Ο τζίρης του είπε του, να μεν γυρίσει πίσω του, αν αποφασίσει να φύει. Κάτι μέσα του όμως εν τον άφηνε να φύει χωρίς να παρατηρήσει λλίο την αυλή που τον ανάγιωσε.

Το γιασεμί που εσκαρφάλωνε πας το παλίο, σιδερένιο, στίρηγμα, που άμα άνθιζε έμοιαζε με σιντριβάνι που αντι για νερό, ανάβλιζε ανθούς τζιαι μυρωθκίες. Το ψηλό, κακτοειδές φυτό, που το επλήγωνε με τα νίσια του, τζιαι έτρεσιε ένα άσπρο γάλα που εκολλίτσιαζε. Την τριανταφυλλία, τα σκυλλάκια, τα μάρμαρα της εισόδου, το λάστιχο του νερού.

Άψυχα αντικείμενα τζιαι φκίορα, που ήταν ο κόσμος του, όσο εμεγάλωνε.

Continue reading →