Η μέρα ήταν υγρή.
Ίσιεν βρέξει την προηγούμενη νύχτα τζιαι ούλλο το πρωινό ήταν μουντό τζιαι λυπημένο. Ο ουρανός εκατέβασε τα μούτρα του τζιαι έχωσε τον ήλιο που έκρουζε την ατμόσφαιρα τόσο καιρό.
«Στην Κύπρο, ο Χειμώνας μοίαζει να μπαίνει κρυφά που την πίσω πόρτα. Ώσπου να τον σιαστεί το Καλοκαίρι πάλε τζιαι να τον θκιώξει κακήν, κακώς για να αναλάβει ξανά.»
Ενευρίαζεν τον το γεγονός ότι η Κύπρος έν ίσιεν Χειμώνα, όπως τις άλλες χώρες. «Τούτος ο ήλιος καταντά εκνευριστικός. Για μένα ο καλός ο τζιαιρός, εν ο μουντός ο τζιαρός»
Περπατώντας το ανήφορο που οδηγεί στον κύριο δρόμο, λλίο πάρακατω που το πατρικό του. Άναψε το τελευταίο του τσιγάρο τζιαι εκοντοστάθηκε στο χωμάτινο πεζοδρόμιο δίπλα που ένα μισοφαημένο, ξύλινο πόντο, που κάποτε ήταν το καλάθι που έπαιζε μπάσκετ με τους φίλους του στην γειτονία.
Όντως ίσιεν χρόνια να περάσει, περπατώντας που τζείνο το σημείο. Επερνούσε κάθε μέρα με το αυτοκίνητο, για να πάει στην δουλεία του. Επροσπάθησε μάταια να θυμηθεί πότε ήταν η τελευταία φορά που επερπάτησε κάποια διαδρομή εκτός την καναπές – ψυγείο ή αποχωρητήριο – κρεβάτι, αλλά εν τα εκατάφερε.
Έκατσε χαμέ.