“Εχτές ρε φίλε, άνοιξα το μπούκκικο η ώρα 9 το πρωί. Είσιεν ένα τύπο, εκαρτέραν με πόξω. Σάννα τζιαι εθώρεν με όρομα την νύχτα. Τώρα να κάμω καφέ τζιαι να σου τα πω καλύτερα.”
Ο Πανίκκος, εν 23 χρονών. Δουλέφκει στο μπούκκικο του θείου του. Ετέλειωσεν την τεχνική σχολή αλλά εν εσπούδασε, εν του αρέσκαν τα γράμματα. Έκαμε λλίες δουλείες, ευκαιριακά, χωρίς να σκέφτεται το μέλλον. Ηλεκτρολόγος, ντελίβερι, σε περίπτερο. Σε κάποια φάση άνοιξε δουλεία δική του, έφερνε ηλεκτρονικά που την Κίνα τζιαι επούλαν. Σήμερα όμως, ούλλοι έχουν ίντερνετ τζιαι μπορούν να γοράζουν τα πράματα πιο φτηνά.
Ο θείος του, άμα τζιαι είδεν τον πως εν έκαμνε χαΐρι μόνος του, έπιασε τον που κοντά να του δουλέφκει στο μπούκκικο. Πάει το πρωί τζιαι ανοίει το τζιαι σχολάνει το απόγευμα.
“Κάθουμαι ούλλη μέρα”, λαλεί, “ποσκολιούμαι μες το ίντερνετ, παίζω κανένα κουπόνι τζιαι πιερώνουμε τζιόλας. Εννα με πάρει ως πάρατζει τζιαι μετά θωρώ τι εννα κάμω.”
Έφερεν τον καφέ τζιαι έκατσε στο τραπεζάκι μου.
Γυρώ μας, τηλεοράσεις. Πρέπει να είσιεν καμια 30ρκα, ποτζείνες τες λεπτές τζιαι τες μεγάλες. Τι χρώμα ήταν ο τοίχος δεν εκαταλάβαινες, που τες πολλές που είσιεν. Τζιαι καμπόσα κομπιούτερ σε σειρά, πάνω σε ένα πάγκο με σχήμα Π.
Οι τοίχοι του, ένα ψηφιδωτό τεχνολογίας. Τζιαι τα χρώματα του ψηφιδωτού, αππάροι, αριθμοί, μάππες τζιαι διάφορα άλλα που εν εκατάλαβα. Ο παράδεισος του κουμαρτζή.
Ο Πανίκκος εσυνέχισε την κουβέντα. “Άνοιξα την πόρτα που λαλείς τζιαι έδωκε μέσα ο παρέας. Εθυμούμουν τον που την προηγούμενη νύχτα, ήταν δαμέ ως αργά τζιαι έχασε καμια πεντακοσιά ευρώ.”
“Είπε μου να του βάλω πεντακόσια ευρώ να παίξει. Βάλλω του, παίζει τα, ύστερα που καμιά ώρα έχασεν τα ούλλα τζιαι εσηκώθηκε τζιαι έφυε. Την νύχτα ήρτεν πάλε. Βάλλω του αλλο πεντακόσια ευρώ. Ώσπου να κλείσουμε έχασε τα τζιαι τζείνα.”
“Για να μεν σου τα πολυλογώ ρε φίλε, έχασε 1500 ευρώ σε 2 νύχτες. Όσα φκάλλω εγώ σε ένα μήνα.”
“Όπου τζιαι να ‘σαι άκου τον. Εννα έρτει πάλε να παίξει να φκάλει τα σπασμένα.”
Εν επρόλαβε να τελείωσει την κουβέντα του ο Πανίκκος. Ο παρέας εμπήκε της πόρτας τζιαι επήεν βουρητός στο ταμείο. Κυπραίος, γύρω στα 35. Ψηλός με μαυρισμένο πρόσωπο τζιαι απεριποίητα γένια τζιαι μαλλιά. Πρέπει μόλις να είσιεν σχολάσει που την δουλεία, εφορουσε μια φόρμα του μηχανικού, πορτοκαλιά τζιαι άσπρη φανέλα που μέσα.
Ο Πανίκκος έβαλε του αλλο πεντακόσια ευρώ στο λογαριασμό του, ο παρέας επαράγγειλε καφέ τζιαι έκατσε σε ένα κομπίουτερ.
Ύστερα που καμιά ώρα εσηκώθηκε τζιαι ήρτε προς το μέρος μας. “‘Άνοιξε το ταμείο ρε Πανίκκο τζιαι εκέρδισα σήμερα.” Ο Πανίκκος επίερωσεν τον τζιαι ο παρέας έφυεν.
“Εκέρδισε καμιά τρακοσιά ευρώ. Ήρτεν με πεντακόσια τζιαι φεύκει με οκτακόσια τωρά.”
“Το κουμάρι ρε φίλε εν το σιηρόττερο ναρκωτικό. Θορώ τους δαμέσα, τρων του κόσμου τες λίρες. Κερτούν μια φορά, γλυκανίσκουν τζιαι παίζουν αλλο τόσα.”
“Τούτος έκαμε χαρά πως εκέρδισε τρακόσια ευρώ. Εμάχουμουν να του πώ, να μου τα αφήκει δαμέ. Ο μπούκκης εν τζιαι χάννει ρε φίλε. Πάλε δαμέ εννα τα φέρει.”
Το μπούκκικο ήδη είσιεν αρκέψει να γεμώνει κόσμο. Ο Πανίκκος εσηκώθηκε τζιαι εξαναείπε “Ο μπούκκης, εν χάννει. Τζιαι τούτοι ούλλοι καρτερούν να κερδίσουν.”