25
Feb 13

Rewind

O αέρας που το παράθυρο, έκρουζε. Σάννα τζαι ένα τεράστιο στόμα άνοιξε διάπλατα, τζαι το χνώτο του, βραστό τζαι υγρό έλουννε τον κόσμο. Οδηγούσε, στο δρόμο πίσω που τον συνοικισμό της Παλλουριώτισσας. Νύχτα, καλοτζιαίρι. Η ατμόσφαιρα, εκνευριστικά σταλωμένη με την υγρασία να τρυπώνει σε κάθε χαραμαθκιά.

Άνοιξε το κασετόφωνο τζαι επάτησε το rewind. Εφάνηκε ότι εν μια διαδικασία που έκαμνε κάθε φορά που άννοιε το ράδιο, λογικά για να ακούσει το πρώτο τραούδι της κασέτας. Στην πρώτη νότα, άφηκε να φκεί που το στήθος της ένας αναστεναγμός. Με το αριστερό της χέρι ετράβησε τα μαλλιά της πίσω προσπαθώντας να δροσίσει λλίο το ιδρωμένο της μέτωπο.

Κάπως παράφωνα, έκαμνεν απόπειρες να πατήσει πάνω στες νότες των Πυξ-Λαξ. Στο ρεφραίν, εφούντωσε την φωνή της. Με το μυαλό της γεμάτο αναμνήσεις τζαι το στόμα της γεμάτο πίκρα τζαι απογοήτευση ετραγουδούσε «..μια ζωή τα ίδια λόγια, να μου λένε..έχω βαρεθεί τον κόσμο..κι όλα μου φταίνε»

Τζείνος στην θέση του συνοδηγού. Προβληματισμένος, επροσπαθούσε να συλλάβει το πλαίσιο, την κατάσταση που εβίωνε τζείνη την ώρα. Μια κατάσταση κοινότυπη, άγευστη, παρωχημένη, φτιαχτή. Μάλλον σκοπό είσιε να τον κάμει να νιώσει συμπόνια ίσως τζαι τύψεις για προηγούμενες του αντιδράσεις.

Επνίετουν, όπως τον ποντικό μες την κάσια. Έπρεπε να αντιδράσει, σε τούτο το καλοστημένο μελόδραμα. «Το κομμάτι εν κομμένο στα μέτρα της Χαρούλας» είπε, θέλοντας να υποβιβάσει την όχι τζαι τόσο άσχημη μετεγγραφή.

Αγνοώντας τον, εξαναπάτησε το rewind τζαι για ακόμα μια φορά έβαλε το κομμάτι να παίζει.

Εχάζεψε λλίο τα σπίθκια, τες γειτονιές τζαι εκόντεψε στο παράθυρο. Ο ζεστός αέρα εστέγνωννε τον κόρφο του. Ήθελε η νύχτα να πάρει ένα πιο λογικό μονοπάτι. Εφάκκαν το πόδι του, νευρικά στο χαλάκι κάτω που το κάθισμα τζαι το μυαλό του εσαμπλάρισκε λόγια τζαι σκηνές, καταστρώνοντας την επόμενη αντίδραση.

«Το τραγούδι εκφράζει με. Όποιος τζαι να το τραουδά.» είπε του. Σάννα τζαι κομμάτι, κομμάτι της νύχτας, επροσπαθούσε να τον κουμαντάρει, να τον ρεγουλάρει.

«Τι σε εκφράζει;» απάντησε ειρωνικά «Η ζωή μες τους δρόμους οξά η ζωή με τους παρανόμους τζαι τους ξενύχτες; Έτο έσιει σχεδόν μιαν ώρα που με κουλιαντιρίζεις μες το αυτοκίνητο σου. Άχχα, βάχχα με τους χλιμίντζουρες. Ούτε αλήτης, ούτε παράνομος είμαι.»

«Ήντα με θωρείς. Εν τούτο που θέλεις να μου δείξεις; Ότι τάχα έρκεσε που ένα κόσμο αντεργκράουντ; Τάχα εγώ εμεγάλωσα με τα Γαλλικά τζαι τα πιάνα τζαι εν μπορώ να σε καταλάβω;»

Εκοιταχτήκαν για λλίο αμήχανα τζαι νευριασμένα. Για μερικά κλάσματα τζείνος ένιωσε ότι αποδόμησε τον παραλογισμό της νύχτας. Τζείνη άπλωσε το σιέρι της τζαι επάτησε το rewind.


23
Feb 13

Η Λένια

«Τούτα τα φαινόμενα του ρατσισμού τζαι του ακραίου εθνικισμού, εμφανίζουνται μέσα που την αστάθεια τζαι την αβεβαιότητα. Άμα υπάρχει κάποιο πρόβλημα, βρέθουνται τούτοι οι τύποι με τες στρατιωτικές παρατάξεις, που υποστηρίζουν ότι η αιτία των προβλημάτων μας εν οι ξένοι.»

Ο Γιώργος άκουε με ενδιαφέρον τον συνάδελφο του. Έγειρε πίσω στην καρέκλα του τζαι έπιασε την σκυτάλη της συνομιλίας. «Φίλε, τούτοι γονατούν πας τον εκνευρισμό τζαι την απελπισία του κόσμου. Δείχνουν εύκολους στόχους τζαι στρέφουν την προσοχή των απλών ανθρώπων μακριά που την πραγματικότητα. Φταιν τους μετανάστες τζαι όχι τους τραπεζίτες τζαι τους πολιτικούς που τρων τόσα χρόνια που το πλευρό μας. Εγώ νομίζω ότι τους πολιτικούς βολεύκει τους η κατάσταση. Βοηθά στο να στρέφουνται τα μάθκια μακριά που τζείνους. Ο λόγος που ήρταμε ως δαμέ, έννεν οι μετανάστες.»

Στην συζήτηση, επενέβηκε η Λένια. «Εν τούτοι οι βρωμοξένοι που φταιν τζαι κανένας άλλος! Εγώ έχω ένα ανιψιό, που έσιει θκυό μωρά. Εθκιώξαν τον που την δουλειά, τζαι επίαν χτίστες που την Συρία. Εκόψαν τζαι τα επιδόματα. Τωρά που εννα πάει να σταθεί ο άνθρωπος; Πως εννα αναγιώσει τα κοπελλούθκια του;». Σαστισμένος, ο Γιώργος εγύρισε πάνω της τζαι ερώτησε την «Τζαι ποιος εν που φταίει, Λένια για τούτη τη κατάσταση;»

Η Λένια εσυκώθηκε πάνω. Τα μμάθκια εγινήκαν θκυο κομμάθκια γυαλί τζαι οι βούτζιες της εκοτζινήσαν όπως τα σίδερα άμα βράζουν. Ανέμισε το σιέρι της τζαι εφώναξε. «Εν τούτη η κυβέρνηση που φταίει, που μας εγέμωσε Τούρκους τζαι αλλοδαπούς  τζαι λαθρομετανάστες τζαι πολιτικούς πρόσφυγες. Τζαι εμάς τους Έλληνες άφηκε μας τζαι πεινούμε. Χωρίς στον ήλιο μοίρα.». Εσυνέχισε το λογύδριο της αυξάνοντας την ένταση. Όσο εσιωπούσεν ο Γιώργος, τόσο ένωθε ότι μια αόρατη δύναμη εδίαν της δίκαιο τζαι τόσο παραπάνω εφώναζε. Ένας ποταμός, λέξεων που το μόνο που εξεχώριζε ήταν ξιτιμασιές, κατάρες τζαι σιήλιες φορές ειπωμένα στερεότυπα.

Όπως εμίλαν ο Γιώργος εσυκώθηκε τζαι επήε μες τα μούτρα της. «Κυρία Λένια, τούτη η συζήτηση προσβάλλει με. Ο τζίηρης μου εμένα, ήταν χρόνια μετανάστης.». Ξαφνιασμένη, η Λένια, λαλεί του «Που ήταν μετανάστης ο τζιήρης σου;», λαλεί της, «Στην Σαουδική, στην Λιβύη, στην Νιγηρία. Όπου είσιεν δουλειά μετα το ’74 επήεν. Εκουβάλαν τζαι γενέκα τζαι κοπελλούθκια μαζί.»

Η Λένια άνοιξε το στόμα της, λόγια όμως εν είσιεν να πει. Σάννα τζαι κάποιος επάτησε το mute. Εμετάνωσε τζαι χωρίς να μπορεί να χειριστεί την κατάσταση, έκατσε στην καρέκλα της τζαι εξεκίνησε να πληκτρολογά. Σάννα τζαι εν εσυνέβηκε τίποτε. Ο Γιώργος εθυμήθηκε ένα τοίχο που έγραφε «Οι παππούες μας πρόσφυγες, οι γονιοί μας μετανάστες, εμείς ρατσιστές».


21
Feb 13

Υπο Πίεση

Εγύρισε τζαι είδεν τον φίλο του με ένα ύφος απελπισίας. Τα μάθκια του εμαυρίσαν τζαι το κορμί του ετέντωσε. Σάννα τζαι επερίμενε χρόνια τούτη την ευκαιρία. Ανεμίζοντας το σιέρι του τζαι εφώναξε «Εν μπορώ άλλο ρε Νικολή, εν αντέχω, έσπασα.»

Έκατσε χαμέ τζαι εδίπλωσε τα πόδια του κάθετα στην γη, φέρνοντας τα γόνατα του μπροστά που το στόμα του. Ο Νικολής, εκόντεψε φοιτσιασμένος, έκατσε δίπλα του τζαι επέρασε το σιέρι του γύρω που τους ώμους του φίλου του.

«Ρε φίλε μου καλέ. ‘Ηντα που έπαθες έτσι πάνω σ ‘ ανεμο.»

Πιο ήρεμος τζαι χωρίς να γυρίσει να τον δει, απάντησε «Έννεν έτσι άξξιππα που μου ανάδοξε ρε Νικολή. Ξέρω ήντα που σου είπε η μάνα μου, μεν έσιεις έννοια, εν επέλλανα. Ξέρω καλά τι μου συμβαίνει.»

Ο Νικολής, εξεθάρρεψε, έσουσε τον φιλικά τζαι είπε «Ήντα λόγο είσιες να παραιτήσεις που την δουλειά.»

Στην άκρια της τελευταίας λέξης του φίλου του, ο Στέλιος αγκομαχώντας επολοήθηκε «Ρε Νικολή. Είσαι σίουρος ότι εν τούτο που θέλεις που την ζωή σου; Τες νύχτες πριν να σε πάρει ο ύπνος, εν σκέφτεσαι μιαν άλλη ζωή; Μεν απαντήσεις ολόισια, σάννα τζαι έσιεις την απάντηση χωσμένη πίσω που την άκραν τον σιειλιών σου. Άμα κοιτάξεις μέσα στην καρκιά σου τζαι ρωτήσεις τον μιτσή τον Νικολή, τι εννα σου πει; Ότι που εννα μεγαλώσει θέλει να δουλεύκει μέρα μπαίννει, μέρα φκαίννει ώσπου να πεθάνει;»

Ο Νικολής, εξαπόλυσε τον ώμο του παρέα του τζαι εκούντησεν τον ανάλαφρα μακριά του. «Όσο μεγαλώνεις, τόσο μιτσιανίσκουν τα όνειρα σου φίλε. Αν με ρωτάς, πριν 20 χρόνια έθελα να πάω στο διάστημα. Πούντο τζαι επήα;»

Εσηκώθηκε σικκηρτισμένος που χαμέ ο Νικολής τζαι εσυνέχισε «Ο κόσμος εν δουλεύκει έτσι ρε Στέλιο. Η ζωή, έννεν μόνο εσύ, μόνο όνειρα, μόνο θέλω. Εβαρέθηκες την δουλειά σου; Έσιει σιηλιάες γυρώ μας που εννα εδιούσαν τα πάντα για να εν στην θέση σου τζαι να πιάννουν έστω τζαι θκυο μπακκίρες για ν’ αναγιώσουν τα κοπελλούθκια τους.»

Τα μάθκια του Νικολή εγεμώσαν, ο Στέλιος επάγωσε στην θέση του τζαι τα λόγια εν εβρίσκαν δρόμο να φκούν που το στόμα του. «Νομίζεις ρε Στέλιο, ότι μόνο που πάνω σου εν τούτο το βάρος; Τούτη η αβεβαιότητα; Που σε τσιλλά χαμέ, που γονατά πας τα ζινίσια σου τζαι τσακρά σε;»

Άνοιξε το κινητό του τζαι το φώς της οθόνης εφώτισε για λλιο το σκοτεινό που το δειλινό, πρόσωπο του. Είδεν την ώρα, εγύρισε πάνω τζαι είπε «Εν ούλλοι που πιεζούμαστε φίλε. Απλά κουντούμε την ζωή μας πάρακατω.»


15
Jan 13

Ο τάφος

Ακόμα τζαι σήμερα, σχεδόν 20 χρόνια μετά, θωρώ την φιγούρα του δίπλα που το ψυγείο των αναψυκτικών. Να κρατά τσιγάρο, Μάλμπορο εκατοστάρι, με άσπρο φίλτρο. Σαν μεγάλη κιμωλία που λαλεί τζαι το τραούδι. Να χαμογελά, τζαι η μεγάλη ελιά που είσιεν στο μάγουλο του, να κουμπά πάνω στο μάτι του.

Την ημέρα που εττούμπαρε, επερίμενα τον να έρτει στο στέκκι που εσυναούμαστε, να μιλήσουμε για μια κασέττα που είχα ακούσει. Επειδή ήταν πιο μεγάλος μου, πολλές φορές επροσπαθούσα να έβρω πράματα να του πω, να του ανοίξω κουβέντα για να μου δώκει σημασία. Εφέρετουν μου καλύτερα που τους υπόλοιπους, έβλεπα τον σαν τον αρφό μου τον μεγάλο μες την παρέα.

Ο θάνατος για μένα τότε, ήταν κάτι που έξερα μόνο που την τηλεόραση. Εν εμπορούσα να αντιληφθώ πως γίνεται κάποιος να εν μαζί σου ένα απόγευμα τζαι το επόμενο να χαθεί για πάντα. Όπως τον καπνό του τσιάρου. Την μια στιγμή να εν τζιαμέ να τον θωρείς, άσπρο, θολό, έντονα να γεμώνει τον χώρο τζαι την άλλη, να διαλύεται τζαι να χάννεται στον αέρα.

Μόλις το άκουσα, θυμούμαι που εκόπηκεν η αναπνοή μου, εγεμώσαν τα μμάθκια μου τζαι που το στόμα μου εφκήκεν μια απαίσια, λυπημένη κραυγή απόγνωσης. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα ότι, κάτι μου έκλεψε το σύμπαν.

Είχα συνήθεια μετά που επέθανε τζιαι επάεννα στον τάφο του να τον δώ. Ένα απόγευμα του σιειμώνα, έμεινε μες το νου μου.

Ήταν πολλή κρυάδα, τζιαι οι πιθανότητες να εσιει κάποιον τζιαμέ ήταν πολλά λλίες. Εκόντεψα στον τάφο τζαι έκατσα κάτω που το δεντρούι που εφυτέψαν απέναντι του.

Ετράβησα το σκουφούι μου κάτω για να ζεστάνω τα μάγουλα μου τζαι άναψα  Lucky Strike. Ένα για μένα, ένα για τζείνον τζαι εσφήνωσα το τζιαμε που ήταν η κκελλέ του. Εθώρουν το που έσβηννεν σιγά, σιγά τζαι ήμουν σίουρος ότι εφουμάρισκεν μαζί μου. Έβαλα το ένα ακουστικό πάνω στο χώμα, τάχα για να ακούει μαζί μου τζαι ακούσαμε το «Χωρίς ντροπή».

Ένιωθα ένα αίσθημα χρέους να με ωθεί. Εγώ ήμουν ακόμα ζωντανός, ενώ τζείνος ήταν βαωμένος κάτω που το χώμα. Μόνος του. Μετά που λλίο τζαιρό, εκατάλαβα ότι εν αλλάσει τίποτε, ότι έπρεπε να το αφήκω πίσω μου τζαι ότι εν ανούσιο να κάθουμαι πάνω που ένα τάφο. Τι θα άλλαζε; Είσιεν να σηκωθεί πάνω;

Εσταμάτησα να πηαίνω. Επεράσαν τα χρόνια. Όποτε περνώ που το νεκροταφείο, ποσσιεπάζω ακόμα να δώ τον τάφο. Τζαι ένας μιτσής Σταυρίνος, εν ακόμα τζιαμέ κουκουλλί τζαι καρτερά τον φίλο του.


13
Jan 13

Η καψούλα

Όσο γερνούμε, μιλούμε πιο λλίο. Σταματούμε να μεταφράζουμε τζείνο που φωλιάζει μέσα μας, σε λέξεις, σε ήχους που φκάλλουν νόημα.

Σιωπούμε παραπάνω. Ο νους μας δουλέφκει το ίδιο, αλλά οργανώνουμε τζαι αποδομούμε τες καταστάσεις πιο συνετά.  Ίσως κομμάτι τούτης της σιωπής, να εν η ωρίμανση, το γήρας. Ίσως όσο μεγαλώνουμε να συμπυκνωνόμαστε. Που νεαρά, έντονα πλάσματα, που φωνάζουν, διεκδικούν τζαι ρωτούν, μεταμορφωνούμαστε σε γέρους που κάθουνται σε ρούχενες καρέκλες τζαι καρτερούν σιωπηλά να ξεκινήσουν τα νέα στην τηλεόραση.

Τζαι εγώ, όσο γερνώ, μιλώ πιο λλίο. Θωρώ πράματα γυρώ μου. Ακούω διάφορα, νιώθω πολλά. Λαλώ λλία.

Πολλές φορές, σκέφτουμαι κάτι, αλλά εν κάμνω προσπάθεια να του δώκω υπόσταση. Φυλάω το σε ένα αρμάρι μες τον εγκέφαλο μου για να το φκάλω μετά να το δουλέψω. Άλλες φορές περνά μέσα μου πολλά γλήορα, ένα συναίσθημα, όπως άμα σε πιάνννει το ρεύμα, τζαι ώσπου να το αποκρυπτογραφήσω, να το ερμηνεύσω, χάννετε.

Το στόμα μου μινήσκει ανοικτό, τζαι που μέσα εν φκαίννει τίποτε. Νιώθω ότι εν έσιει σημασία, ότι εν θα ακουστεί τζείνο που εννα πω. Σκέφτουμαι, «Ποιος σ’αρωτά ρε κουμπάρε, θώρε την δουλειά σου» τζαι γυρίζω που την άλλη.

Ποιος να με ακούσει; Όι απλά να αφήκει τες λέξεις να καταλήξουν στα αυτιά του. Να με ακούσει πραγματικά, να αφήκει τα λόγια μου να περάσουν μέσα του. Όπως το νερό μες στες πέτρες, να στάξουν σιγά, σιγά τζαι να γεμώσουν τες χωρισιές της σκέψης του.

Έτσι νιώθω όσο περνούν τα χρόνια. Ότι τα λόγια μου εν έχουν παραλήπτη. Ότι εν ανώφελο να μιλώ, ότι ο κόσμος εν αλλάσσει, ότι η γνώμη μου, εν ακόμα μια γνώμη σαν τες πολλές. Ανούσια, διάφανη, αδιάφορη. Νιώθω μια κρυφή απελπισία, ένα βολικό μούθκιασμα.

Έτσι αποφάσισα να γράφω τούτα τα γράμματα. Γράμματα με το πώς νιώθω, με το πώς θωρώ τον κόσμο, με ιστορίες τζαι καταστάσεις της εποχής. Δημιουργώ μια καψούλα του χρόνου, μια ασύγχρονη ομιλία. Μηνύματα προς την κόρη μου που τον νεαρό παπά της.

Ένα κουτί με σκέψεις, χρώματα τζαι κουβέντες, που εννα το ανοίξει μια μέρα τζαι εννα έσιει μια εικόνα του πως ήταν ο κόσμος του παπά της όσο εμεγάλωνε. Ίσως να απλώσει το σιερούι της τζαι να θκιαλέξει πέντε, δέκα πράματα που μένα τζαι να τα φυλάξει μέσα της.

Με τούτο τον τρόπο, άμα γεράσω τζαι συρρικνωθώ τζαι εγώ σε ένα γερούι, βαρετό τζαι άοσμο, εννα ξέρει ότι εν ήμουν πάντα έτσι. Απλά εκατέληξα έτσι επειδή εμούθκιασα τζαι άφηκα τον κόσμο να με ρουφήσει.