O αέρας που το παράθυρο, έκρουζε. Σάννα τζαι ένα τεράστιο στόμα άνοιξε διάπλατα, τζαι το χνώτο του, βραστό τζαι υγρό έλουννε τον κόσμο. Οδηγούσε, στο δρόμο πίσω που τον συνοικισμό της Παλλουριώτισσας. Νύχτα, καλοτζιαίρι. Η ατμόσφαιρα, εκνευριστικά σταλωμένη με την υγρασία να τρυπώνει σε κάθε χαραμαθκιά.
Άνοιξε το κασετόφωνο τζαι επάτησε το rewind. Εφάνηκε ότι εν μια διαδικασία που έκαμνε κάθε φορά που άννοιε το ράδιο, λογικά για να ακούσει το πρώτο τραούδι της κασέτας. Στην πρώτη νότα, άφηκε να φκεί που το στήθος της ένας αναστεναγμός. Με το αριστερό της χέρι ετράβησε τα μαλλιά της πίσω προσπαθώντας να δροσίσει λλίο το ιδρωμένο της μέτωπο.
Κάπως παράφωνα, έκαμνεν απόπειρες να πατήσει πάνω στες νότες των Πυξ-Λαξ. Στο ρεφραίν, εφούντωσε την φωνή της. Με το μυαλό της γεμάτο αναμνήσεις τζαι το στόμα της γεμάτο πίκρα τζαι απογοήτευση ετραγουδούσε «..μια ζωή τα ίδια λόγια, να μου λένε..έχω βαρεθεί τον κόσμο..κι όλα μου φταίνε»
Τζείνος στην θέση του συνοδηγού. Προβληματισμένος, επροσπαθούσε να συλλάβει το πλαίσιο, την κατάσταση που εβίωνε τζείνη την ώρα. Μια κατάσταση κοινότυπη, άγευστη, παρωχημένη, φτιαχτή. Μάλλον σκοπό είσιε να τον κάμει να νιώσει συμπόνια ίσως τζαι τύψεις για προηγούμενες του αντιδράσεις.
Επνίετουν, όπως τον ποντικό μες την κάσια. Έπρεπε να αντιδράσει, σε τούτο το καλοστημένο μελόδραμα. «Το κομμάτι εν κομμένο στα μέτρα της Χαρούλας» είπε, θέλοντας να υποβιβάσει την όχι τζαι τόσο άσχημη μετεγγραφή.
Αγνοώντας τον, εξαναπάτησε το rewind τζαι για ακόμα μια φορά έβαλε το κομμάτι να παίζει.
Εχάζεψε λλίο τα σπίθκια, τες γειτονιές τζαι εκόντεψε στο παράθυρο. Ο ζεστός αέρα εστέγνωννε τον κόρφο του. Ήθελε η νύχτα να πάρει ένα πιο λογικό μονοπάτι. Εφάκκαν το πόδι του, νευρικά στο χαλάκι κάτω που το κάθισμα τζαι το μυαλό του εσαμπλάρισκε λόγια τζαι σκηνές, καταστρώνοντας την επόμενη αντίδραση.
«Το τραγούδι εκφράζει με. Όποιος τζαι να το τραουδά.» είπε του. Σάννα τζαι κομμάτι, κομμάτι της νύχτας, επροσπαθούσε να τον κουμαντάρει, να τον ρεγουλάρει.
«Τι σε εκφράζει;» απάντησε ειρωνικά «Η ζωή μες τους δρόμους οξά η ζωή με τους παρανόμους τζαι τους ξενύχτες; Έτο έσιει σχεδόν μιαν ώρα που με κουλιαντιρίζεις μες το αυτοκίνητο σου. Άχχα, βάχχα με τους χλιμίντζουρες. Ούτε αλήτης, ούτε παράνομος είμαι.»
«Ήντα με θωρείς. Εν τούτο που θέλεις να μου δείξεις; Ότι τάχα έρκεσε που ένα κόσμο αντεργκράουντ; Τάχα εγώ εμεγάλωσα με τα Γαλλικά τζαι τα πιάνα τζαι εν μπορώ να σε καταλάβω;»
Εκοιταχτήκαν για λλίο αμήχανα τζαι νευριασμένα. Για μερικά κλάσματα τζείνος ένιωσε ότι αποδόμησε τον παραλογισμό της νύχτας. Τζείνη άπλωσε το σιέρι της τζαι επάτησε το rewind.