31
Jul 13

Ευτυχία

Την ώρα που έσφιξε την γενέκα του τζαι εφίλησε την έξω που την εκκλησία, ήρτε στο μυαλό μου, μια εικόνα είκοσι σχεδόν χρόνια παλιά. Δίπλα που μια πισίνα, καθισμένος σταυροπόδι, με τα σιέρκα τεντωμένα στον ουρανό, να τραουδά το “Unforgiven”.

Ήταν ο χορός της αποφοίτησης του γυμνασίου. Μια νύχτα που, εκτός τούτης της σκηνής, σχεδόν εδιαγράφηκε που την μνήμη μου. Στην αποθήκη των αναμνήσεων μου, δεν εμείναν καν ρομαντικές αποχρώσεις τζαι εικόνες της βραδιάς.

Τούτη η εικόνα εφυλάχτηκε μες τον νού μου, όπως σχέδιο που νουάρ κόμιξ του Frank Miller. Μια μάυρη, ψιντρή φιγούρα, με γυρισμένη την ράσιη της προς εμένα, τα σιέρκα ψηλά τζαι ο καπνός που το τσιγάρο του να αναδύετε στον ουρανό. Στον φόντο της νύχτας, πόππικες, γιουροντίσκο, μελωδίες. Ανάμεσα στα δυνατά μπάσα τζαι τες γλήορες, συνθεσάιζερ συνέχειες, η φωνή του, απάγγελλε στίχους. Στίχους συνυφασμένους με μια εναλλακτική, ρόκ κουλτούρα, που υιοθετήσαμε ως αντίδραση στο αμείλικτο, εφηβικό κατεστημένο, που κλωτσά τζαι πνίγει όσους, είτε που επιλογή, είτε που σύμπτωση, εν διαφορετικοί.

Η φιλενάδα του, μια δημοφιλής, όμορφη συμμαθήτρια μου. Η ιστορία τους, σαν τες ιστορίες που teenager, Αμερικάνικη ταινία των ‘80s. Τζείνην ξέρουν την ούλλοι, τζείνον κανένας. Τζείνης κάποιος της εχάρισε σε CD το τελευταίο NOW, τζείνος με κάποιον αντάλλαξε το Wonder Boy in Monster World για το Mega Drive. Θκυό διαφορετικά, παράλληλα σύμπαντα, που με κάποιο ανεξήγητο τζαι παράδοξο τρόπο, εσυναντηθήκαν σε μια παιδική, εφήμερη σχέση.

Είσιεν έρτει στο χορό, ακάλεστος, για να της κάμει έκπληξη. Τζείνη, αντιλήφθηκε ότι σε σχέση με τις επιλογές που υπήρχαν διαθέσιμες στον χορό, έππεφτεν της λλίος. Αποφάσισε να τον ασσιχτηρίσει τζαι να περάσει την νύχτα της, να φιλιέται με τον αντίστοιχο, αρσενικό, εαυτό της, σε μια γωνιά.

Η φωνή του ήταν μαραζωμένη. Εν ξέρω αν έκλαιε, εν εκόντεψα να δω πως ήταν. Ετρομοκρατήθηκα. Θυμούμαι άναψα ένα Lucky Strike τζαι εκούμπησα στην τζαμαρία της αίθουσας του Φιλοξένια, χωρίς να ξέρω πώς να χειριστώ την κατάσταση.

Άμα είσαι έφηβος, εν ξέρεις ότι οι πληγές επουλώνουνται. Εν ξέρεις ότι σάζουν τα πράματα, ότι μια μέρα γίνουνται καλύτερα. Ακούεις το που τα έργα, τα σλόου τραουθκια αλλά εν το έζησες ακόμα. Ούλλα καταρρέουν, δίπλα που ένα «όχι» αμα είσαι έφηβος.

Τα λόγια εν εύκολα σε κάθε περίσταση, αλλά τζείνη τη νύχτα, έμεινα σιωπηλός. Ήξερα τι είσιεν συμβεί, εν ήξερα τι να πω όμως. Έζησα μαζί του την άρνηση. Επέρασα μαζί του την απογοήτευση, την απόρριψη. Χωρίς να με θωρεί, στο παρασκήνιο, επόνησα μαζί του.

Είκοσι χρόνια μετά, εζούσα δίπλα του την πιο ωραία μέρα της ζωής του. Ξέροντας ότι εν ευτυχισμένος. Τζαι ξέροντας ότι αξίζει του.


29
Jul 13

Οδήγηση

Νομίζω ότι μέσα που την οδήγηση, μπορείς να αντιληφθείς, τες νοοτροπίες τζαι τες ιδιοσυγκρασίες της Κυπριακής κοινωνίας. Για κάποιο λόγο, την ώρα που οδηγούμε φκάλλουμε έξω ένα πολλά καταπιεσμένο κομμάτι του εαυτού μας. Μάλλον επειδή, μέσα στο αλουμινένιο κλουβί μας, νιώθουμε άτρωτοι τζαι ασφαλείς.

Νομίζουμε, ότι το αυτοκίνητο εν επέκταση του εαυτού μας. Τζαι γινούμαστε μεγάλα αλουμινένια τζαι αναίσθητα κουθκιά, που απειλούμε να τσιλλίσουμε όποιον βρεθεί ομπρός μας τζαι εν οδηγά όσο γλήορα θέλουμε. Σάννα τζαι το αυτοκίνητο διά μας μια προστασία σωματική αλλά τζαι μια ελευθερία να συμπεριφερούμαστε παράδοξα, αδιαφορώντας για την κοινωνική κριτική.

Τις προάλλες οδηγούσα στην Λεωφόρο Στροβόλου. Ένα τύπος μπροστά μου αποφάσισε να παρκάρει, μέσα στην επέκταση του δρόμου, μπροστά στην στάση. Δηλαδή τζιαμέ που σταματά το λεωφορείο για να μεν εμποδίζει την κυκλοφορία την ώρα που κατεβάζει επιβάτες.

Επάρκαρε τζαι εκατέβηκε κόρτα – ραπανάκι σάννα τζαι εν συμβαίνει τίποτε. Το λεωφορείο μπροστά μου, όπως ήταν αναμενόμενο, εσταμάτησε στην μέση του δρόμου, εμποδίζοντας τες οργισμένες ορδές των πρωινών εργαζομένων.

Όσο επερίμενα το λεωφορείο να αποβιβάσει τζαι να επιβιβάσει, αννοίω το παράθυρο τζαι λαλώ του. «Καλά ρε κουμπάρε, γιατί εν το έβαλες στο παρκινγκ πίσω που το κτήριο. Για να εφκοληνθείς εσύ, εμποδίζεις 1000 άλλα πλάσματα»

Ήντα έθελα να του πω έτσι. Αν του ατίμαζα την γενέκα του, είσιεν να μου απαντήσει πιο φιλικά. «Άτε ρε κουμπάρε, τράβα που δαμέ που εννα μου πείς τζαι τον λόο σου. Θώρε την δουλειά σου τζαι άφησμας να κάμουμε την δική μας..»

Εγώ επροχώρησα τζαι τζείνος εσυνέχιζε να ξιτιμάζει τζαι να ανεμίζει τα σιέρκα του σάννα τζαι είσιεν να πετάσει. Το δίκαιο του χωρκάτη που λαλούμε. Η μάλλον, το δίκαιο του γάρου του Κυπραίου.

Σκέφτουμε τζαι λαλώ. Πες ανεβαίνεις μια σκάλα τζαι πίσω σου έσιει άλλο 50 πλάσματα να φκαίννουν μαζί σου. Υπάρχει περίπτωση να κάτσεις χαμέ, να κόψεις την κυκλοφορία για να κάμεις κάτι προσωπικό, ασπούμε να μιλήσεις στο τηλέφωνο; Είδετε ποττέ κανένα σαν παρπατεί, όππα να θρονιάζετε χαμέ τζαι να αντικόφκει ούλλους τους υπόλοιπους επειδή έτσι του ανάδοξε;

Εν το κάμνουμε, είτε επειδή φοούμαστε ότι εννα μας κλωτσοκοπήσουν είτε επειδή έχουμε κάποιο ίχνος σεβασμού τζαι κοινωνικής ευγένειας. Γιατί το κάμνουμε μες τους δρόμους καλό;

Κατά βάση, ο Κυπραίος στες καθημερινές του, κοινωνικές συναλλαγές δεν είναι ευγενικό ζώο, πάλε γάρος ένει. Ο συνδυασμός του Κυπραίου με το αυτοκίνητο όμως, αναδεικνύει ένα αναίσθητο, κράμα κοινωνικής οντότητας, που είναι εκνευριστικό αλλά τζαι επικίνδυνο πολλές φορές. Τζαι τούτο εν κάτι που για να αλλάξει, πρέπει ο καθένας μας ξεχωριστά, να σταματήσει να εν ο γάρος που παρκάρει μπροστά που τες στάσεις των λεωφορείων.


20
Jul 13

Επέτειος

«Έτσι μέρες του Ιούλη, τζείνοι ποτζεί στήννουν μπαιράμια τζαι παναύρκα. Εν τζαι κόφτει τους, θωρείς ήρταν ποδά να ψουμνίσουν, σάννα τζαι εν συμβαίνει τίποτε.»

Επεριεργάζουμουν ένα παπούτσι που εφένετουν καλό για την δουλειά. Ετράβησε μου το ενδιαφέρον η συζήτηση. Ακούμπησα το παπούτσι στο στάντ του τοίχου, τζαι έγυρα περίεργος να δώ ποιοι συζητούν.

Πίσω που τον διαχωριστικό τοίχο, που εξυπηρετούσε τζαι σαν εκθετικό στάντ των παπουτσιών του καταστήματος, έκοψε το μάτι μου ένα ζευγάρι ηλικιωμένων να δοκιμάζει παπούτσια. Μαζί τους, μια πιο νεαρή κοπέλα που τους εμιλούσε Τούρκικα, μάλλον κόρη τους ή κάποια συγγενής που επροσφέρθηκε να τους βοηθήσει να έρτουν στον Ελληνοκυπριακό τομέα να ψουμνίσουν ορθοπεδικά παπούτσια γνωστής φίρμας.

Γύρω τους πεταμένα, ανοιχτά κουτιά τζαι διάφορα μοντέλα παπουτσιών. Λαμβάνοντας υπόψην το εκνευρισμένο ύφος της νεαρής που ήταν μαζί τους, καθώς τζαι το βλέμμα της πωλήτριας που ενόμιζες ότι αν ήταν να γινεί μασιέρι τζαι να τους ππαλιάσει, εκατάλαβα ότι η κοτζιάκαρη ήταν νάκκο ιδιότροπη τζαι εν έβρισκε παπούτσι να κοστερκάζει πάνω της. Η ιδιοτροπία, όπως φαίνεται, εν έσιει ράτσα.

Η πωλήτρια, μια σχετικά καλοστεκούμενη πενηντάρα. Εφορούσε ριχτή, μπέζ, τελαντωτή μπλούζα, ποτζείνες που είναι απαραίτητες στην γκαρνταρόμπα κάθε Κυπραίας που επάτησε τα σαράντα.

Δίπλα της, μια νεαρή, αλλοδαπή υπάλληλος. Σχετικά όμορφη με λλία κιλά παραπάνω τζαι ένα τουπε, βοηθού κακού, σε ταινία του James Bond.

«Εγώ θυμούμαι ακόμα τζείνη τη μέρα.» Είπε τζαι εχαμογέλασε με νόημα στην βοηθό της. Προσπαθώντας λλίο παραπάνω από ότι ήταν απαραίτητο, η υπάλληλος απάντησε, φωναχτά «Ναι κυρία; Απαναγκία μου, πρέπει να φομπιτίκατε μπάρα πολύ!».

«Εφοήθηκα καλό κόρη μου. Ήντα εν πράμα! Εσυκωθήκαμε το πρωί τζαι εππέφταν πόμπες». Σε μια αναλαμπή, σάννα τζαι επέρασαν που το νού της οι σκηνές του πολέμου, έβαλε τα σιέρκα στην κόξα τζαι εποφύσισε ανυπόμονα. «Ούφφου, πότε εννα φύουν τούτοι, εφκάλαν μας την ψυσιή μας!».

Έπιασε με το μάτι της, να την θωρώ αμήχανα τζαι να περιεργάζουμε με τον αντίχειρα μου, την γλώσσα μιας παντόφλας. «Θέλετε βοήθεια;» είπε. Το βλέμμα της σαστισμένο, αβέβαιη επροσπαθούσε να μου δείξει ότι εν εννοούσε εμένα με το αγανακτισμένο της επιφώνημα, προ ολίγου.

«Εεεε, όχι ευχαριστώ. Απλά ρίχνω μια ματιά.» απάντησα τζαι ετράβησα απότομα το σιέρι μου που την παντόφλα.

Πίσω της η βοηθός πωλήτρια, επροσπαθούσε με μισά εγγλέζικα τζαι κουτσά ελληνικά να συνεννοηθεί τζαι να καταλάβει πιο εν το πρόβλημα με το παπούτσι της κοτζιάκαρης. «Εμείς φταίμε» εμουρμούρισε. «Που τους αφήνουμε έτσι τζαιρούς να κυκλοφορούν ποδά έτσι ξαπόλητοι».

Εχαμογέλασα με δυσκολία τζαι έφυα. Επερπάτησα στην Μακαρίου. Μέσα που τα κλειστά καταστήματα με τες ταπέλλες «Ενοικιάζεται» εδιερωτούμουν ποιος τελικά είναι ο εχθρός τούτης της χώρας. Ποιος άλλος, εκτός που εμάς.


16
May 13

Η ταινία (μέρος δεύτερον)

Εκτός που την ενοικίαση, υπήρχαν τζαι άλλες παράμετροι, το ίδιο σημαντικές, που έπρεπε να κανονιστούν πριν να έρτει η κρίσιμη μέρα. Κατ’ αρχήν, υπήρχε η συζήτηση για το χώρο προβολής της ταινίας καθώς τζαι για την ώρα προβολής της. Φοβούμενοι ότι μπορεί να μας πιάσουν στα πράσα, κανένας δεν ήθελε να φιλοξενήσει το γεγονός σπίτι του.

Αποφασίστηκε μετά από πολλή συζήτηση, να γίνει σπίτι του Στέλιου. Υπήρχε κίνδυνος να μας έβρει η γιαγιά του, η οποία πάντα υποψιάζετουν αμα εκάμναμε καμιά λαθκιά, τζαι έκαμνεν εφόδους. Είμαστε όμως διατεθειμένοι να πάρουμε τα ρίσκα μας.

Βλέποντας πίσω, εντυπωσιάζει με το ότι εκαταστρώναμε ένα τόσο μεγάλο σχέδιο για κάτι που εν ήταν τζαι τόσο σημαντικό στο τέλος της ημέρας. Ναι, ήταν μια ταινία με τιτσίρες αλλά, σίουρα εν θα ήταν η πρώτη που θα εβλέπαμε. Ούλλοι είχαμε δει παράνομες κασέττες, που εκυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι. Μόνοι μας, κρυφά στον δικό μας χρόνο, είχαμε δεί πολλά τζαι διάφορα.

Νομίζω ότι, το κίνητρο πίσω που την κινητοποίηση μας ήταν όχι μόνο το συναίσθημα της παρανομίας. Ήταν το συναίσθημα της συλλογικής παράβασης των κανόνων τζαι της χειραγώγησης του συστήματος. Για πρώτη φορά, κάποιος που εμάς εμπορούσε να μπει σε ένα κατάστημα τζαι να αγοράσει κάτι το οποίο μέχρι πολλά πρόσφατα δεν εμπορούσε να αγοράσει νόμιμα.

Οι μέρες τζείνες, αποτελούσαν ένα κομβικό σημείο για την ζωή όλων μας. Μέσα που την νόμιμη κίνηση του Αντώνη, εμπορούσαμε να δούμε τους εαυτούς μας να ενηλικιώνονται τζαι να κάμνουν όσα απαγορεύονται στην εφηβεία. Εβλέπαμε τους εαυτούς μας να αγοράζουν τσιγάρα, να πίνουν ποτό, να διαβάζουν περιοδικά με τσόντες. Τζαι ούλλα, χωρίς να ρωτήσουν κανένα.

Την επομένη λοιπόν που τα γενέθλια του, ο Αντώνης ενοικίασε την κασέτα της αμαρτίας. Η καρδία μας εφάκκαν όπως του λαγού την ώρα που εμπαίναμε σπίτι του Στέλιου για να την βάλουμε να την δούμε.

Εκλείσαμε τις κουρτίνες τζαι ο Στέλιος έκατσε κοντά στο παράθυρο για να ποσιεπάζει άμπα τζαι αποφασίσει η γιαγιά του να μας κάμει έφοδο. Εβάλαμε την ταινία λοιπόν τζαι ενθουσιασμένοι επεριμέναμε να ξεκινήσει μια σεξουαλική παρέλαση χωρίς προηγούμενο.

Η ταινία διήρκησε, 90 λεπτά. Στο τέλος της ταινίας, έδειξε μια κοπέλα που πίσω, να φκαίνει γυμνή που το μπάνιο, για κάποια δευτερόλεπτα. Δεν μπορώ να θυμηθώ τι υπήρχε πριν που τζείνη την σκηνή αλλά ήταν η μοναδική στην ταινία που να είσιεν γυμνό.

Απογοητευτήκαμε. Το σχέδιο όμως επέτυχε, έστω τζαι αν η ταινία αποδείχτηκε κατώτερη των περιστάσεων. Εσυμφωνήσαμε να περιμένουμε τον Αντώνη να γίνει 18 τζαι εφκήκαμε έξω να παίξουμε μπάσκετ.


13
May 13

Η ταινία (μέρος πρώτο)

Εμεγάλωσα σε μια εποχή, οι δρόμοι ήταν σχεδόν ακίνδυνοι ττζαι οι ανθρώποι λλιότερο φοιτσιασμένοι. Τα σπίθκια της γειτονιάς μου, χαμηλοτάβανες, μονοκατοικίες, χωρίς πεζοδρόμια. Με αυλές γεμάτες δεντρά, φκιόρα σε γλάστρες ττζαι ττέλλενους φράκτες.

Νεαρές οικογένειες, που εκατεβήκαν μετά τον πόλεμο στες πόλεις για να δοκιμάσουν μια άλλη ζωή, εκτός του χωραφκιού τζαι της φάρμας, εφέραν συνήθειες που δύσκολα βρίσκεις σήμερα. Εφυτεύκαν χόρτα για να έχουν να κόφκουν στην σαλάτα, κάποιοι εδιατηρούσαν γουμάες με όρνιθες ή σιοιροκούνελλα τζαι κουνέλλια. Οι παραπάνω εκάμναν πολλά κοπελλούθκια.

Έτσι λόγω των συμπτώσεων που έφερε η εξέλιξη της Κυπριακής κοινωνίας, εμεγάλωσα σε μια γειτονιά με πολλούς μιτσιούς, σχετικά συνομήλικους. Τα απογεύματα, που εφκένναμε να παίξουμε στα χωράφκια της γειτονιάς μας, εδημιουργούσαμε πανζουρλισμό, παναύρι.

Καμιά δεκαρκά ροκόλοι, εμεγαλώσαμε μαζί, εγινήκαμε έφηβοι μαζί. Μαζί εδοκιμάσαμε τσιάρο τζαι φυσικά, την ίδια εποχή αρκέψαμε να συναρπαζόμαστε που τα στήθη των κορούων γυρώ μας τζαι να πειράζουμε τες μιτσιές που εφκαίνναν για περίπατο. Οι ορμόνες μας εφτάσαν στην ακμή τους, το ίδιο καιρό.

Τα πράματα ήταν πιο δύσκολα τότε, εν υπήρχε ίντερνετ ούτε συνδρομιτική τηλεόραση. Το γυμνό που είχαμε, ήταν κανένα βυζί που έφευκε της Καρυοφυλιάς στα «Βαμένα κόκκινα μαλιά». Πολλά πράματα, εκατοικούσαν στα όρια της φαντασίας μας. Οι τρόποι να ξεδώσουμε, περιορισμένοι. Ίσως να ήταν πιο ρομαντικά τότε.

Όπως τζαι να έσιει, ο Αντώνης, ήταν ο πιο μεγάλος μας. Ετύγχεννε σεβασμού τζαι απεριόριστου θαυμασμού στην παρέα. Έτσι, η ανακοίνωση που μας έκαμε λλίες μέρες πριν να κλείσει τα 17α του γενέθλια, ήταν κοσμογονικής σημασίας.

Εμαζεφτήκαμε κάτω που το καλάθι του μπάσκετ τζαι εκάτσαμε χαμέ. «Κοπέλλια, την άλλη εβδομάδα κλείω 17», είπε μας. «Στο βίτεοκλαπ, στην Παλλουρκώτισσα, έσιει μια κασέττα που έσιει όριο 17 τζαι πάνω. Μπορεί να μέννεν πορνό, αλλά, για να έσιει όριο 17 σίουρα εννα εν κάτι παρόμοιο».

Στα αυτιά μας ακούστηκε απίστευτο, πολλά καλό για εν αληθινό. Ττζαι όμως, με δέκα σελίνια τζαι μια βόλτα με τα ποδήλατα σε λλίες μέρες θα εμπορούσαμε να κάτσουμε να δούμε ταινία, που ίσως να έδιχνε τιτσίρες, για πάνω που 2 δευτερόλεπτα.

Τα λεφτά εμαζευτήκαν πριν να σκεφτούμε οτιδήποτε άλλο. Σελίνι, σελίνι μέσα σε ένα απόγευμα εμαζέψαμε μια λίρα. Αρκετα για νοικιάσουμε την κασέττα, αλλά τζαι για να νοικιάσουμε δεύτερη αν ο Αντώνης έβρισκε καμιά άλλη που να μεν επρόσεξε την προηγούμενη φορά.

Είχαμε λοιπόν καταστρώσει ένα απλό αλλά εντυπωσιακά αποτελεσματικό σχέδιο. Το μόνο που έμενε ήταν να περιμένουμε τα γενέθλια του Αντώνη. Επεριμέναμε με πάθος τζαι ανυπομονησία, όπως οι κοτζιάκαρες περιμένουν τον καλό λόο το Πάσχα.