02
Jun 14

Το τατουάζ

Στα 20 χρόνια μου, η πρώτη μου δουλειά μετά τον στρατό ήταν να κάμνω αρχειοθέτηση μετοχών σε ένα που τα μεγαλύτερα χρηματιστηριακά γραφεία τζείνου του τζαιρού. Ήταν μια δουλειά που δεν εκαταλάβαινα. Απλά έκαμνα την επειδή επλέρωνε τρεις λίρες την ώρα, που ήταν αρκετά λεφτά για μένα τότε τζαι επειδή έπρεπε να ασχολούμαι με κάτι όσον εσπούδαζα.

Δίπλα μου εκάθετουν ένας τύπος που μόλις είσιεν τελειώσει το πανεπιστήμιο. Ήταν απόφοιτος κάποιας σχολής στην Ελλάδα τζαι τούτη ήταν τζαι τζείνου η πρώτη του σοβαρή δουλειά. Είσιεν μακριά μαλλιά, μούσι, ένα αποτυπωμένο χαμόγελο συνέχεια στην φάτσα του τζαι έναν ειρωνικό βλέμμα, μέσα που τα γαλαζοπράσινα μάθκια του.

Κουβέντα στην κουβέντα ήβραμεν τα. Είπε μου ότι επήε σε καμπόσες συναυλίες των Metallica όσο ήταν φοιτητής τζαι ότι αρέσκαν του οι Slayer. Ήταν καλό τυπούι τζαι τόσα χρόνια μετά, καταλαβαίνω ότι επηρέασε τον τρόπο που σκέφτουμαι τζαι που θωρώ την ζωή παραπάνω που πολλούς άλλους. Παραπάνω που ανθρώπους που ήταν πολλά πιο νεκατωμένοι στην ζωή μου τζαι που ήξερα πολλά παραπάνω τζαιρό.
Νομίζω τζείνο που με έκαμνε να τον θαυμάζω παραπάνω ήταν η ωμή τζαι αδιαπραγμάτευτα ρεαλιστική του οπτική για τον κόσμο. Πρώτη φορά εγνώριζα κάποιον άνθρωπο που να λαλεί ό,τι ακριβώς σκέφτεται, να μεν φοάται για τζείνο που είναι τζαι τζείνο που νιώθει, που να μεν υποκρίνεται τζαι που να μεν οργανώνει τη ζωή του με βάση τες προσδοκίες των άλλων.

Πέρα που τες κουβέντες που μου έκοψε για μουσική τζαι για ταινίες. Που μου έδειξε ποιοι εν οι Megadeth τζαι ποιος ο Ταραντίνο, τζαι που με έμπασε κυριολεκτικά στον κόσμο των κόμιξ, πέραν του Μίκυ Μάους. Εμείναν μου στον νου κάποιες που τες κουβέντες του.
Μια μέρα εμπήκε μια γκόμενα, συνάδελφος, τζαι ερώτησε τον αν έσιει ταττού στην πλάτη του. Φαίνεται ότι μέσα που κοινούς γνωστούς, τούτη έμαθε ότι το κοπελλούι είσιεν ένα πολλά μεγάλο τζαι με λεπτομέρεια ταττού πάνω στην ωμοπλάτη του. Απάντησε της θετικά, τζαι εγύρισε που την άλλη χωρίς να συνεχίσει την κουβέντα.

Εγώ άρκεψα να τον ρωτώ διάφορα για τα τατουάζ. Αν επόνησε, τι εσχεδίασε, τι συμβολίζει, πόσα εστοίχισε. Ήταν πολλά συγκρατημένος για το τι είσιεν σχεδιάσει τζαι το τι εσυμβόλιζε. Σε καμιά περίπτωση δεν μου έδωκε το δικαίωμα να του ζητήσω να το δω. Έδωκε μου να καταλάβω ότι τζείνο το πράμα ήταν κάτι δικό του, που εν ήταν υποχρεωμένος να το μοιραστεί με κανέναν. Πράμα που ακόμα τζαι σήμερα δεν ισχύει. Πολλοί κάμνουν ταττού τζαι ντύνονται αναλόγως για να φαίνεται τζείνο που εκάμαν.

«Τα πράματα που χτυπάς πας στο κορμί σου» είπε μου «έν’ μόνο δικά σου. Κάμνεις τα για σένα. Εγώ θεωρώ ότι για να θκιαλέξεις κάτι να σου σημαθκιάζει το κορμί σου για πάντα, είτε εσημάθκιασε την ψυσιή σου για πάντα τζαι θέλεις να το έσιεις τζαι πας το κορμί σου, είτε νιώθεις ότι έννα ξηχάσεις το σημάδι, τζαι θέλεις να θωρείς κάθε μέρα για να θυμάσαι».

Μέχρι σήμερα, εσκέφτηκα πολλές φορές να κάμω τατουάζ. Πάντα έρκεται ο νους μου πίσω σε τούτη την κουβέντα, τζαι χάννω το θάρρος να προχωρήσω.


26
May 14

Οι Αμερικάνοι

Εν ενεκατώθηκα στη συζήτηση. Εσυνέχισα να τρώω τες φατζιές μου τζαι να ακούω τάχα αδιάφορα, αλλά προσεχτικά την συζήτηση. «Οι Αμερικάνοι εν μαννοί» είπε, τζαι εγύρισε την καρέκλα προς τον συνομιλητή του.
Ο άλλος εγέμωσεν το ποτήρι του νερό που το ψυγείο τζαι έδισε τα σιέρκα του. «Πως εν μαννοί εν δεδομένο, εσύ γιατί το λαλείς με τόση σιουρκά όμως;»
«Άκου να δεις λεβέντη μου. Εγώ επήα στην Αμερική πριν τέσσερα χρόνια με την δουλειά. Εμπήκαμε μέσα σε ένα πουτζείνα τα τεράστια τα μολ με τους συναδέλφους μου για να ψουμνίσουμε. Άμα τζαι εγοράσαμεν καμπόσα μασκαραλλίκια τζαι εβαρήσαμεν που τες τσέντες, εκάτσαμε σε ένα τραπέζι να φάμε. Τι να φάμε; Μόνο πουτούντες πελλάρες είσεν. Κάτι χάμπουρκερ, κάτι τηανητά κοτόπουλλα, κάτι παγωτά.»
«Ε, αφού τζειμέσα μόνο πουτούτα τρων» εδιέκοψεν τον ο άλλος τζαι εγέλασε ειρωνικά.
«Ακριβώς ρε, έπιασες το που το στόμα μου. Το λοιπόν, είπα να ρωτήσω τζαμέ γυρώ αν είσιεν κάτι νάκκο πιο σόι να φάμε. Είσιεν μια γεναίκα τζαι εκάθετουν με τα κοπελλούθκια της. Κοντεύκω της, θωρεί με, τζαι ρωτώ την στα εγγλέζικα αν έσιει υπόψην της πούποτε τζαμέ κοντά που να κάμνει καμιά μπριζόλα, κανένα κρεατικό, άτε κανένα μακαρόνι.»
«Πέρκι να ήταν μπουκκωμένη τα χάμπουρκερ» είπε κάποιος που μια γωνιά γελώντας.
«Ου, καλά να είσαι» εσυνέχισε πλέον με φόρα τζαι παραπάνω πάθος, αφού είσιεν τζι άλλους ακροατές. «Ήταν βουττημένη μες τες κέτσιαπ τζαι τζείνη τζαι τα κοπελλούθκια της. Είπε μου ότι εν ήξερε κάτι τζιαμέ κοντά τζαι ότι έπρεπε να πιάμεν ταξί να πάμε προς το κέντρο να έβρουμε κανένα εστιατόριο.»
«Όπως έκαμα να φύω ερώτησε με πόθθεν είμαστεν. Που την Κύπρο, είπα της.»
«Γουέαρ ις Σάιπρους, λαλεί μου.»
Ο παρέας με το νερό, αποφάσισε να προσθέσει ότι είδε ένα βίτεο στο ίντερνετ στο οποίο οι Αμερικάνοι εν ήξεραν να έβρουν που εν η χώρα τους πας τον χάρτη, όι να ξέρουν που εν η Κύπρος.
«Εξήγησα της ότι είμαστε Έλληνες τζαι ότι ζούμε σε ένα νησί. Γιου νόου σούβλα; λαλώ της»
«Εν είσιεν ιδέα μάλλον η Αμερικάνα ρε φίλε έννε;» ερώτησε ένας τρίτος.
«Εν γι’ αυτό που σας λαλώ ρε. Οι Αμερικάνοι εν μαννοί, συντυχάννεις τους τζαι καταλάβεις τους ότι εν αχάπαροι. Τούτος ο Μπάιτεν που ήρτεν σήμερα, πρέπει να εν ο πιο αμπάλατος που ούλλους. Εν υπάρχει λόγος να γίνεται τούτο το καρκασιαλλίκκι ούλλο.»
Τόση ιστορία, τόσο κακό, τόσα διασταυρωμένα στερεότυπα, για να στηρίξουμε μια παλαβή τζαι ανούσια άποψη. Μια που τες πολλές συζητήσεις που οι Κυπραίοι θάφκουν ούλλους τους υπόλοιπους για να υποστηρίξουν ότι ζουν στο κέντρο της γης τζαι ότι ακόμα τζαι η Αμερικάνα που τρώει πατάτες τηανιτές στο Λούιβιλ, έπρεπε να τους ξέρει.
Εγύρισα τζαι είπα «Αν μέννεν άλλο οι Αμερικάνοι εκαταφέραν να στείλουν πλάσματα στο φεγγάρι. Εμείς τι εκαταφέραμε; Να πέψουμε την Αντιγόνη στην Ευρώπη;». Εκοιτάξαν με για λίο με απορία, τζαι αγνοήσαν με για το υπόλοιπο της μέρας.


20
Mar 14

Ο Βαλεντίνος

Ο Βαλεντίνος εμπήκε στην παρέα μας εντελώς αθόρυβα τζαι ύπουλα. Τη μια μέρα, δεν τον έξερε κανένας. Ύστερα που λλίες εβδομάδες εβρέθηκε να κάθεται δίπλα μας τζαι να έσιει τον πρώτο λόγο στην παρέα.

Ήταν ένα χαρακτηριστικά διαφορετικό κοπελλούι που εμάς. Πραγματικά, στες αρκές που τον εγνώρισα έκαμνε μου εντύπωση μόνο τζαι μόνο το γεγονός ότι εκατέληξε μαζί μας. Ήταν ποτζείνα τα κοπελλούθκια που την εποχή της εφηβίας μου, εθωρούσαμεν τα στες απογευματινές, αμερικάνικες σειρές του ΑΝΤ1. Κάτι σαν Κυπραίος Πάρκερ Λούις ή Ζακ Μόρρις.

Ετραβιέτουν με πολλές γκόμενες ή τουλάχιστον έτσι εχουμίζετουν. Εφορούσε ρούχα τα οποία οι υπόλοιποι είχαμε υπόψη μας μόνο ακουστά. Μπορεί η φόρμα η Nike που εφορούσε τζαι τα Air Jordan, να εστοιχίζαν τόσο όσο ούλλη η γκαρνταρόμπα μου.

Μαλλί που εζηλέφκαμε ούλλοι. Ίσιο, ξανθό, κουρτίνες. Ο παπάς του ελάλεν μας ήταν Εγγλέζος. Τα γονίδια του, καμιά σχέση με τα μεσανατολίτικα δικά μας. Τα μελαχρινά μας πρόσωπα τζαι τα μαύρα μας κατσαρά μαλλιά, που με δυσκολία εκαταφέρναμε να συσταρίσουμε λλίο με μπρίλκριμ τζαι τζερί που το περίπτερο, εντελώς διαφορετικά που το ολόασπρο τζαι χωρίς ίχνος ακμής πρόσωπό του.

Πάντα είσιεν τες πιο αξιοζήλευτες ιστορίες να μας διηγηθεί. Ο παπάς του ελάλεν ότι ήταν πιλόττος τζαι η μάμμα του εδούλευκε σε μια μεγάλη εταιρεία. Εφέρναν του πάντα τα πιο ακριβά παιγνίδια τζαι επαίρναν τον μαζί τους στες πιο μακρινές χώρες. Εμείς, χασκιασμένοι εκαθούμαστε με ανοιχτό το στόμα τζαι ακούαμε τι ελάλεν ο Βαλεντίνος. Κανένας δεν εσκέφτηκε πόθθεν εκατέβηκε τούτος ο άνθρωπος, με ποιον ήταν φίλος τζαι εκατέληξε να γίνει φίλος με ούλλους. Την μάππα του την Spalding, που την εγόρασε που τον Μαύρο, που ήταν καλύτερη που την δική μου που την εκέρδισα με τον ττάππο της Πέπσι.

Το Super Nintendo του, που καμία σχέση με το Atari που είχαμε πομισιάρικο τρεις αρφούες. Μια ανάμιξη ζήλιας τζαι θαυμασμού τα συναισθήματα μου όποτε τον εθώρουν. Δέος, σιωπή, άκουα, δεν εμίλουν. Μια μέρα έκοψα σπίτι του. Έκατσα στο δωμάτιο του τζαι επερίμενα να κάμει μπάνιο. Είσιεν κομπιούτερ ακριβό, αφίσες πας τους τοίχους, τηλεόραση τζαι βίντεο. Ένα δωμάτιο όνειρο για κάθε έφηβο της εποχής. Ακόμα τζαι το σιαμπού του εφάνηκε να μυρίζει πιο καλά που το δικό μου.

Μετά που τούτο το συμβάν, απλά απέφευγα την επαφή μαζί του. Άμα ήταν κοντά, έφευκα. Άμα άκουα ότι έννα έρτει, δεν επάεννα. Ήταν ποτζείνους τους ανθρώπους σόπες. Πολλά ωραία τζαι βραστά να κάθεσαι κοντά αλλά άμα ρέξει λλίη ώρα, κρούζεις τζαι εν κοντεύκεις. Ίσως να ήταν τούτος ο λόγος που δεν εκοστέρκασε στην παρέα μας. Απότομα εμπήκε, απότομα εχάθηκε. Είδα τον ξανά σε διαφορετικές παρέες ανά τζαιρούς. Είδα τον τζαι πρόσφατα, μπάρμαν σε ένα εστιατόριο. Εν του εμίλησα, ένιωσα ότι δεν εμοιραστήκαμε ποττέ τίποτε για να το θυμηθούμε.


20
Feb 14

Ο Κώτσιος

Εμπήκε μες την αποθήκη όπως τον φούρνο. Εκλότσησε μιαν όφκαιρη χάρτενη κάσ’ια που τα νεύρα του. Με τη δύναμη που εκλότσησε, το πόδι του ετρύπησε την κασιού τζ’αι επαγηδεύτηκε μέσα.
«Ασσιχτίρ, παλιόκασια» εφώναξε. Με το άλλο του πόδι εκούντησεν την να φκει τζ’αι με τα σι’έρκα του έσυρεν την έξω που την πόρτα.
«Σύναξε την που τον δρόμο ρε Κώτσιο τζ’αι εννά δώκει πάνω κανέναν αυτοκίνητο», είπαμε. «Να την συνάξετε εσείς που την εξαπολήσετε μες τη μέση του τόπου. Εγεμώσετε την αποθήκη σαγλιά».
Εγώ άμα τον θωρώ έτσι τον Κώτσιο, σιωπώ. Εν καλό κοπελλούι, αλλά αραιά τζ’αι πού σηκώνει κάτι περίεργες ιδιοτροπίες, νευριάζει με πράματα ασήμαντα τζ’αι γενικά ξεκινά να τα βάλλει με ούλλους τζ’αι με ούλλα. Άμα τον κόψεις σε έτσι φάση, εν φκάλλεις άκρα μαζί του. Ο Χρίστος ερώτησεν τον τι εσυνέβηκε, τζ’αι ήταν φουτουνιασμένος. «Έπιασε μου το ποδήλατό μου η αστυνομία», απάντησε ο Κώτσιος. Νευριασμένα, ετύληξε τα μανίτζ’ια πάνω τζ’αι επέταξε στο πάτωμα το μισοκαπνισμένο του τσιγάρο. Αμέσως άναψε άλλο. Εν μια περίεργη συνήθεια που έσ’ει. Άμα θέλει να δώσει έμφαση στον λόγο του, ανάφκει πάντα τσιγάρο, έστω τζ’αι αν δεν ετέλειωσε το προηγούμενο.
«Εγράψαν με οι κωλόμπατσοι, τάχα εβουρούσα μεθυσμένος».
Ο Χρίστος, πιο ήρεμος τζ’αι πιο πράος τουλάχιστον που τον Κώτσιο, αν όχι που ούλλους μας, ερώτησε «Εγράψαν σε πας το ποδήλατο;».
«Ναι ρε, πας το ποδήλατο. Αντί να έν έξω να βουρούν τους εγκληματίες, ταλαιπωρούν μας εμάς που εν εκάμαμε τίποτε». Πριν να ανοίξει άλλη κουβέντα ο Κώτσιος, αντέκοψεν τον ο Χρίστος. «Περίμενε, ρε Κώτσιο μου, είνταλος εν έκαμες τίποτε. Αφού λαλείς ήσουν μεθυσμένος».
«Ναι, αλλά οι μπάτσοι εν το ήξεραν ότι ήμουν μεθυσμένος. Εσταματήσαν με επειδή εβουρούσα με το ποδήλατο. Εκατέβαινα τον κατήφορο της Λάρνακος τζ’αι ήταν στημένοι στο τέλος, πα στα φώτα της Συνεργατικής».
«ΟΚ, τζ’αι πώς ανακαλύψαν ότι είσαι μεθυσμένος;».
«Εσταματήσαν με να μου κάμουν παρατήρηση ότι εν είχα διακριτικά φωσφορούχα για να φαίνουμαι μες τη νύχτα. Είπα τους τζ’αι εγώ ότι εν κομπλεξικοί, εν έχουν δουλειά να κάμνουν τζ’αι σταματούν τον κόσμο για να τον ταλαιπωρούν.»
«Τζ’αι μετά;»
«Μετά ενευριάσαν που τους είπα έτσι τζ’αι εκάμαν μου άλκοτεστ. Εφκάλαν μου δείχτη 140 τζ’αι επιάσαν μου το ποδήλατο μου για να το πάρουν στο τμήμα».
«Άρα, ρε Κώτσιο, έφταιες. Ήσουν μεθυσμένος, εν είσ’ες διακριτικά τζ’αι εξιτίμασές τους. Επερίμενες να μεν σε γράψουν δηλαδή;»
«Έν για να μας πιάννουν τα ριάλια μας ρε οι κωλόμπατσοι. Πως ήπια δκυο μπύρες τζ’αι εφκήκα πας στο ποδήλατο έκαμα έγκλημα;».
«Πολλές φορές ο τρόπος σκέψης σου αφήνει με άναυδο, ρε Κώτσιο», είπε ο Χρίστος τζ’αι έκοψε την κουβέντα.


11
Feb 14

Η έξοδος

Βάλλω το πουκάμισό μου, το τζιν μου το καλό που εν το φορώ στη δουλειά άμπα τζαι χαλάσω το. Χτενίζουμαι, αρωματίζουμαι τζαι πιάννω την γεναίκα μου να πάμεν έξω. Το μωρό στην γιαγιά, κοκέττα η γεναίκα μου, τζαι μπροστά μας η προοπτική μιας ήσυχης και ρομαντικής νύχτας.

Ακολουθώντας τις προτάσεις κάποιων φίλων μας, που ζουν την χωρίς κοπελλούθκια ανέμελη ζωή των ζευγαριών λίγο πριν τα τριάντα, επιλέξαμε να πάμε σε ένα καινούργιο εστιατόριο, bar, lounge ή τελοσπάντων όπως αυτοαποκαλούνται πλέον οι τόποι όπου συχνάζει ο κόσμος.

Σε μια παλιά αγορά, με το μοντέρνο λουκ να δένει με το χωριάτικο. Το άσπρο laminate να συμπληρώνει την πουρόπετρα, τραπεζάκια ανάμεσα σε πάγκους που το πρωί πουλούν ψάρκα τζαι επιλογές στο μενού που τα μισά υλικά εν καταλάβεις πόθθεν έρκουνται. Οι κριτικές που έπιαννε ήταν καλές, οπόταν είπα «γιατί όχι; Εν δικαιούμαστε τζαι εμείς μια νύχτα να σμίξουμε με την κοσμική Λευκωσία τζαι να δειπνήσουμε γκουρμέ;».

Νωρίς- νωρίς λοιπόν εξεκινήσαμε να πάμε. Περνώντας που έξω, είδα μια παρέα να στέκεται στην είσοδο τζαι έναν τύπο να τους τσιακκάρει που πάνω ώς κάτω. Ήρταν στο νου μου αναμνήσεις που την εφηβεία, που επροσπαθούσαμε να μπούμε μες τα κλαμπ αλλά εν μας εβάλλαν επειδή εφαινούμαστεν μιτσιοί.

Τζείνην ακριβώς την εποχή, αποφασίσαμε ότι τούτη η συμπεριφορά εν υποτιμητική τζαι ότι εν θέλουμε να συμπεριφερούμαστε σαν «κοιμισμένοι πιγκουίνοι που στέκονται έξω από το μπαρ ο πορτιέρης να τους κρίνει». Τούτη η λογική, οδήγησέν μας να ανακαλύψουμε τον Σύμη τζαι την παλιά Λευκωσία, που στην ουσία, όπου έβρισκες τόπο εκάθεσουν. Ακόμα τζαι κάτω που το δεντρόν έξω που την Φανερωμένη.

Εχαλάστηκα νάκκο, αλλά είπα ότι έννα κάμω την υπέρβαση τζαι να κατεβώ που το αυτοκίνητο. Κοντεύκουμε της πόρτας, αντικόφκει μας ένα παιδί. Μαλλί περιποιημένο σπόντες, πουκάμισο, παντελόνι τζαι ένα λουκ επιμελώς ατημέλητου χίπστερ.

Θωρεί μας. Θωρούμεν τον. «Παρακαλώ», λαλεί. «Υπάρχει χώρος για δύο άτομα;», ρωτώ, με τα σιείλη μου να κολλιτσιάζουν που την ευγένεια. «Είμαστε γεμάτοι απόψε, συγγνώμη», είπε, τζαι έκαμε πως ετσιακκάρισκε την κκεττάπαν του.

Κρωθωρώ το εστιατόριο πίσω του. Όφκιερο. Νομίζω είδα τζαι πάλες με αγριόχορτα να τες παίρνει ο αέρας, όπως τες εγκαταλελειμμένες πόλεις στα γουέστερν. Εσκέφτηκα ότι μπορεί να καρτερά κανένα λεωφορείο του Χατζηλύκου μες στα επόμενα 20 λεπτά να καταφθάσει. Εν το εσυζήτησα όμως.

Προβληματίζει με τούτη η συμπεριφορά, τούτη η υπεροπτική, αποκλειστική αντιμετώπιση, ακόμα τζαι στα πιο απλά πράματα. Σαν κοινωνία κάποια στρώματα έχουν το ανάγκη, για τους δικούς τους λόγους. Ξέρω γω, παράλληλα σύμπαντα. Να με λείπει. Έπιασα την γεναίκα μου τζαι επήαμεν σε ένα φιλικό ταβερνάκι στην παλιά Λευκωσία τζαι επεράσαμεν υπέροχα.

Κάνε Share: