12
May 08

Η Επανάσταση.

Άλλαξα παρπέρη. Βασικά, ο παλιός μου ο παρπέρης αποφάσισε ότι συμφέρει παραπάνω να μας κόφκει την κκελλέ μας παρά τες τρίσιες μας τζιαι έτσι είπα να έβρω άλλο. Εν τζιαι εν, πως εν έκαμνε καλά τη δουλεία του, απλά κάθε φορά η τιμή επάεννε τζιαι 1 Ευρώ πάνω. Σε κάποια φάση είσιεν να θέλω να μπω φαϊνάνς για ένα κούρεμα.

Το νέο μου παρπέρικο, εν ποτζείνα της γειτονίας. Τζίνα που ο παρπέρης ξέρει τους παραπάνω που κουρεύκουνται τζιαμέ, τζιαι που εκτός που παρπέρικο, εν τζιαι κέντρο συζητήσεων τζιαι κουτσομπολιού για τους αθκιασερούς της περιοχής.

Continue reading →


05
May 08

Η Κυρία Ελένη.

«Ως το τέλος του μήνα εννα έρτω τζιαι κανεί, Βασιλική μου. Εν μπορώ να μου κάμνει έτσι όποτε του καπνίσει». Έν ήταν η πρώτη φορά που εθώρεν η Βασιλική την Κυρία Ελένη, να νεκαλίεται τζιαι να της λαλεί ότι εν θα ξαναπατήσει.

Η Κυρία Ελένη, πάει 4 φορές την εβδομάδα τζιαι καθαρίζει τους. Ένα γραφείο, όι πολλά μεγάλο, μία ντουζίνα γραφεία τζιαι θκύο αποχωρητήρια.

Continue reading →


30
Apr 08

Τριανταφυλλιά.

Ιούλης, 1998. ΚΕΝ της Πάφου.

Τζείνη την νύχτα, είπαν να μας κάμουν βραδιά του οπλίτη (ή κάπως έτσι το ονομάσαν).

Είσιεν να μας φέρουν τραουδιστές τζιαι ορχήστρα, να μας κάμουν τζιαι σούβλες τζιαι ποτά τζιαι να μας δώκουν παμό μια νύχτα, που τες τόσες που μας εταλαιπωρούσαν.

Εν είπα στους δικούς μου να έρτουν, εν έθελα να τους φέρω που την Λευκωσία στην Πάφο, το ίδιο εκάμαν τζιαι αρκετοί που τους Λευκωσιάτες που είμαστε μαζί. Όπως τζιαι να έσιει, τζείνη την νύχτα είμαστε καθισμένοι σταυροπόδι εγώ τζιαι ένας σειράς.

Continue reading →


14
Apr 08

Το σίερι τζιαι η Κυρία

Σάββατο μεσημέρι. Κάθομαι με ένα φίλο σε ένα μικρό εστιατόριο στην Λήδρας τζιαι απολαμβάνουμε την μέρα τρώγοντας τζιαι συζητώντας.

Την προσοχή μου απέσπασε μια Κυρία μέσης ηλικίας. Ανεβασμένη πάνω σε τακούνι οκτάποντο (πουτζίνα που θέλεις γερανό του Νέμεση να σε φκάλει πάνω), κολλητό τζίν, μαλλί του κομμωτηρίου, γυαλί «μάσκα της θάλασσας» τζιαι βάψιμο αλά «τρίτο χέρι». Συνηθισμένο φαινόμενο θα μου πείτε.

Continue reading →


28
Mar 08

Ο Βαρνάβας

Ένας τύπος που ξέρω, εν αλκοολικός. Εν ήταν πάντα ο άνθρωπος έτσι, εκατάντησεν έτσι. Ο λόγος ένας, η μάλλον μία. Μια γενέκα.

Για χάριν της ιστορίας ας τον αποκαλέσουμε Βαρνάβα.

Ο Βαρνάβας, έννεν Κυπραίος. Εν που την Αρμενία, τζιαι ήρτε στην Κύπρο ακολουθώντας την πρώην γενέκα του. Αλόπως εμήνυσε του πως έσιει ψουμί στην Κύπρο τζιαι μπορεί να δουλέψει με παραπάνω λεφτά, τζιαι άμα τζιαι έφυεν τζίνη που την Αρμενία, ήρτεν πίσω της τζιαι τούτος. Πιστεύκω ότι οι λίρες ήταν το τελευταίο πράμα, μάλλον εν για τζίνη τζιαι για το μωρό του που εξενιτεύτηκε.

Εν καλό πλάσμα όμως τζιαι δουλευταράς, δηλαδή το ψωμί του έβκαλλε το με την αξία του. Απλά άρεσκει του να πίννει ένα ποτηρούι παραπάνω.

Τον τελευταίο τζιαιρό ήταν χασιμίος.

Επέρασα έξω που το δωμάτιο του πριν θκύο εφτομάες τζιαι εβρωμούσε λέσιη. Η πόρτα ήταν κράνοιχτη. Τζίνος κουβαρωμένος μες το κρεβάτι του, ντυμένος με κάτι ρούχα ξημαρισμένα τζιαι κατουρημένα. Το δωμάτιο του σταύλος, χαμέ ποτσίγαρα τζιαι μαυρίλες, ρούχα πεταμένα σε ούλλες τες γωνίες τζιαι διάφορα άδεια μπουκκάλια απο κρασί αραδιασμένα στο πάτωμα.

Continue reading →