Με τη μάνα μου διατηρώ μιαν ιδιαίτερη σχέση. Μέχρι σήμερα νομίζω έν’ ‘που τους λλίους ανθρώπους που μπορώ να κάτσω να μιλήσω, όχι για ούλλα τα θέματα που με απασχολούν, αλλά σίουρα για κάποιες σκέψεις τζαι προβλήματα που μπορεί να προκύψουν.
Η μάνα μου ακούει με. Κάθεται πάντα απέναντί μου, τζαι συνήθως χωρίς να σχολιάζει τζαι να απαντά, ακούει με. Όπως ένας μεγάλος, ανοιχτός φάκελος. Σύρνω μέσα πληροφορίες, κουβέντες, ασυναρτησίες, νεύρα τζαι θεωρίες. Αννοίει την ώρα που εννά κάτσω, λογικά κλείει την ώρα που εννά φύω, τζαι μάλλον ξαναννοίει άμαν εννά κάτσει κανένας αρφός μου. Εξομολογητής, ψυχολόγος, ο ύστατος σταθμός κάθαρσης, το τείχος των δακρύων της οικογένειας.
Αν τζαι για μέναν εν θα έν’ ποττέ κοτζιάκαρη, η μάνα μου έν’ μεγάλη. Εγεννήθηκε σε μιαν εποχή πολλά διαφορετικήν ‘που τη δική μας. Σε μιαν εποχή που οι άνθρωποι ήταν πιο απλοί, που οι πόλεις ήταν πιο φιλικές τζαι η ζωή πιο κατανοητή. Γενικά, ήταν πιο εύκολο να καταλάβεις τα πράματα τότε. Εν υπήρχαν ασύρματα δίκτυα, φωτογραφικές χωρίς φιλμ, τηλεοράσεις με θκιακόσια κανάλια. Έναν τζαι έναν ήταν δύο, αρσενικό, θηλυκό. Άντρας, γεναίκα.
Γι’ αυτό τζαι εξαφνιάστηκα θετικά με την αντίδρασή της όταν της είπα ότι η γυναίκα μου επήρεν το μωρό στη διαδήλωση περηφάνιας των ΛΟΑΤ. «Είντα επήεν;» ερώτησε με συγκρατημένα. «Δηλαδή, με ποιους έν’ που ένι;» εξήγησε στη συνέχεια. Μη μπορώντας να ενώσει τα κομμάθκια μες στον νουν της, ότι μια στρέιτ γυναίκα πάει σε μια εκδήλωση για γκέι, τζαι προσπαθώντας να δώκει νόημα στη γενική εικόνα, ανασηκώθηκε ελαφρά ‘που την καρέκλαν της τζαι έγειρε μπροστά, μάλλον για να μου δείξει ότι έχω την αμέριστη προσοχή της.
«Με ποιους ένι, μάμμα! Έν’ με το δίκαιο! Έν’ μια εκδήλωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο κάθε άνθρωπος, άσχετα με τις σεξουαλικές του προτιμήσεις, πρέπει να έσιει την ίδια θέση στην κοινωνία όπως ο καθένας μας.»
«Δηλαδή τι ζητούν τζαι διαδηλώνουν;» εσυνέχισε να με ρωτά, ξαφνιάζοντάς με για δεύτερη φορά με το πόσο διατεθειμένη ήταν να με ακούσει.
«Τουλάχιστον νομική κατοχύρωση. Μέχρι πρόσφατα τούτοι οι άνθρωποι εθεωρούνταν εγκληματίες. Η Εκκλησία προσβάλλει τους, τα ΜΜΕ χλευάζουν τους, η κοινωνία περιθωριοποιεί τους. Βασικά ζητούν να μεν έσιει σχέση το τι κάμνουν στην προσωπική τους ζωή με το πώς αντιμετωπίζονται ‘που το κράτος.»
«Εν τζαι ζητούν τίποτε παράλογο» απάντησε η μάνα μου. «Ο καθένας κάμνει ό,τι θέλει έσσω του. Έχουν δίκαιον τα πλάσματα. Εμέναν εν με ενόχλησαν ποττέ. Έν’ η Εκκλησία που εν τους χωνεύκει.»
«Τζαι του μωρού πώς του το εξηγήσετε τούτο;»
«Ακόμα εν εχρειάστηκε να της εξηγήσω τίποτε. Τζιαμαί που εννά χρειαστεί να της εξηγήσουμε οτιδήποτε, το μόνο που χρειάζεται να ξέρει έν’ ότι μπορεί να αγαπήσει όποιον την αγαπά. Ασχέτως του τι ράτσα είναι, του τι φύλον έσιει τζαι του τι γεύση παγωτό του αρέσκει.»
Ιστορίες
13
Oct 14
ΛΟΑΤ
02
Aug 14
Υδραυλικοί
«Ξέρω ότι περνάτε δύσκολους τζαιρούς. Το ίδιο ισχύει τζαι για την εταιρεία», είπε τζαι εσηκώθηκεν που την καρέκλα. Έβαλεν τα σιέρκα πίσω που την πλάτην του τζαι επερπάτησε σε κύκλο γύρω που το γραφείο του. Θέλοντας να δώσει παραπάνω έμφαση στην ανακοίνωσή του, εσταμάτησε τζαι ακούμπησε με τον πισινό του μπροστά που το γραφείο. Οι υπάλληλοι αμίλητοι επεριμέναν, όπως τους διψασμένους που καρτερούν νερό, τες λέξεις που το στόμαν του. «Εν τζαι εν για καλό που μας θέλει ρε τούτος», είσιεν πει στον δρόμο για το γραφείο ο Πέτρος.
«Σιωπή ρε εσού. Ό,τι ακούσεις πάει ο νους σου στο κακό. Είσαι τέλεια ματαιόδοξος», απάντησε ο Πανίκκος, φίλος του, συνάδελφός του. Πιο κοντά του ακόμα τζαι που την γεναίκαν του.
«Απαισιόδοξος…», είπεν ο Πέτρος.
«Τι απαισιόδοξος;», απάντησεν ο Πανίκκος.
«Η λέξη που ήθελες να πεις εν απαισιόδοξος. Μα είσαι τέλεια αχάπαρος ώρες-ώρες. Άνοιξε κανέναν βιβλίο», απάντησε πίσω ο Πέτρος, νευριασμένα, λλίο πριν χτυπήσει την πόρτα του γραφείου.
Εκάθουνταν δίπλα-δίπλα στες πολυτελείς καρέκλες συνεδριάσεων του διευθυντή, περιμένοντας την ανακοίνωση. Ο Πανίκκος, όσο επέρναν η ώρα, τόσο παραπάνω έχτερνε τες παρανυχίδες του που την αγωνία. Ενώ ο Πέτρος έβλεπέν τον συνέχεια, με ύφος που έκρουζε χαρτιά. «Είχα δίκαιο!», ελάλεν του. «Ξέρω το ότι είσιες δίκαιο», ελάλεν με τη σειράν του ο Πανίκκος.
«Πανίκκο, Πέτρο. Είσαστεν μαζί μας 15 χρόνια. Η εταιρεία όμως δεν μπορεί πλέον να συντηρήσει δύο υδραυλικούς», εσήκωσεν το βλέμμα τζαι επροσπάθησεν να δείξει λυπημένος.
«Επροσπάθησα πολλά να έβρω λύσεις. Έχω να σας προτείνω δύο επιλογές», εσυνέχισε.
«Επιλογές…», είπε ο Πέτρος.
«Κρύψε να ακούσουμε ρε!», είπε ο Πανίκκος τζαι έσπρωξε με το πόδιν του την καρέκλα του φίλου του.
«Είτε θα θκιώξω τον έναν τζαι να κρατήσω τον άλλο είτε θα σας κρατήσω τζαι τους θκυο υπό όρους», εσήκωσεν το βάρος του κορμιού του με τα σιέρκα τζαι έκατσε πάνω στο γραφείον του. Εσυνέχισε: «Θα σας κρατήσω τζαι τους θκυο, αλλά θα δηλώσουμε ότι απέλυσά σας. Θα πιάννετε κανονικά το ανεργειακό σας, θα σας μειώσω βέβαια τους μισθούς τζαι θα σας τηλεφωνώ όποτε έσιει δουλειά να έρκεστε μέσα να δουλεύκετε εναλλάξ». Εσούρωσε τα μάθκια του. «Πώς σας ακούεται;».
«Μάστρε, σκοτώνεις μας», είπε ο Πανίκκος.
«Τίποτε εν σας κάμνω, Πανίκκο. Με τα ριάλλια που σας διώ πιάννω πέντε Ρουμάνους με τα μισά σας χρόνια τζαι κάμνω την δουλειά μου», υποστήριξε ο μάστρος.
«Δουλειά ποιος να σε πιάει στα σαρανταπέντε; Άμα το μόνο που ξέρεις είναι να αλλάσσεις σωλήνες».
«Εντάξει, μάστρε», απαντήσαν τζαι οι θκυο σχεδόν ταυτόχρονα. «Να μείνουμε τζαι οι θκυο τζαι όποτε μας χρειαστείς, τηλεφωνάς».
«Ωραία», είπε ο μάστρος τους. «Πίσω στη δουλειά».
01
Aug 14
Δουλειά
Eμπήκε στο δωμάτιο συνεδριάσεων λλίο μετά ‘που τζ’είνον. Έκλεισεν την πόρτα πίσω του τζ’αι η αύρα εμύρισε Cool Water τζ’αι τσιγάρα. «Έχω την τζ’αι εγώ τούτην την κολόνια» εσκέφτηκεν τζ’αι ένιωσε μιαν περίεργη σύνδεση με τον διευθυντή ανθρώπινου δυναμικού. Έστω τζ’αι αν στο συγκεκριμένο πλαίσιο, τους εχώριζε μια θάλασσα καταστάσεων τζ’αι ευθυνών.
«Θέλεις καφέ;» είπεν του πριν να κάτσει. «Να πω της Βέρας να σου φέρει».
«Ευχαριστώ, Βασίλη, μόλις ήπια στο γραφείο μου», απάντησε χαμογελώντας.
Ο Βασίλης έκατσε απέναντί του, στο τεράστιο γραφείο συνεδριάσεων. Έφκαλεν ‘που την τσέπη του το πορτοφόλι του τζ’αι έβαλέν το στην δεξιάν του πλευρά, μαζί με το τεράστιο τηλέφωνό του. «Ξέρεις για ποιο λόγο είμαστε δαμαί», είπε στον Κώστα καθώς επροσπαθούσε να ανάψει το λάπτοπ του τζ’αι να ενώσει ποντίκια, πρίζες και τα λοιπά.
«Ξέρω, είπεν μου ο υπεύθυνος του τμήματος», απάντησε, προσπαθώντας να κρύψει την ανησυχία τζ’αι την ανυπομονησία του. Το στομάσ’ιν του έμοιαζε άδειο, γεμάτο με αέρα, τζ’αι μια τουρπίνα ανακάτωννεν τα σωθικά του. «Έτσι πρέπει να νιώθουν οι φούσκες των μωρών, άμα τες γεμώνουν ήλιον στα παναΰρκα», εσκέφτηκε.
«Να ξεκινήσουμε Κώστα μου», είπε δυνατά τζ’αι αποφασιστικά ο Βασίλης. Ένωσε τα χέρια του, σαν ένα τρίγωνο σταντ, μπροστά ‘που την οθόνη του λάπτοπ. Σιωπή στο δωμάτιο. Θκυο αναπνοές.
«Αγαπάς την δουλειά σου;» ρώτησε ο Βασίλης τζ’αι εκούμπησε πίσω.
«Αγαπώ την δουλειά μου!» απάντησε χωρίς δεύτερη σκέψη. Τζ’αι εσυνέχισεν αμέσως: «Νομίζω εν μπορούν να το πουν πολλοί τούτο, αλλά τούτο που κάμνω έν’ τούτον που ονειρεύκουμουν να κάμνω ‘που τον τζ’αιρόν που ήμουν μιτσής». Έκαμεν μια παύση, εχαμογέλασεν, εγύρευκε λέξεις.
«Όντως εν το λαλούν πολλοί τούτο, ρε Κώστα. Μάλιστα, πολλοί απαντούν τούτην την ερώτηση με ερώτηση. Νομίζω είσαι ο πρώτος που είσ’ες την απάντηση πά’ στην μούττη της γλώσσας σου»
«Βασίλη. Αγαπώ τούτον που κάμνω. Έντζ’ε σημαίνει ότι αρέσκει μου η δουλειά όμως», είπεν ο Κώστας.
Ο διευθυντής έμεινε σιωπηλός για κάποια δευτερόλεπτα. Κάτι εσημείωσε σε μιαν κόλλα χαρτί τζ’αι ερώτησε: «Δηλαδή;»
«Δηλαδή, εν μου αρέσκει το πώς δουλεύκουμε σήμερα. Νιώθω ότι εν υπάρχουν μέρες. Ότι η ζωή μας έν’ μια μέρα που εν τελειώνει ποττέ, με κάποιες διακοπές τα σαββατοκυρίακα. Τούτη η πίεση, το άγχος, η βιασύνη, ρουφά μου ούλλην την ευχαρίστηση που πιάννω που τούτον που κάμνω».
«Έντζ’ε έσ’ει δουλειάν εύκολη, ρε Κώστα. Ούλλες οι δουλειές έχουν τες απαιτήσεις τους. Η ζωή έν’ γλήορη, έν’ δύσκολη, αν δεν μπορείς να προλάβεις, κόφκεις πίσω τζ’αι πατούν σε οι υπόλοιποι».
Ο Κώστας έσπρωξε την καρέκλα του πίσω. Έβαλεν τα σ’έρκα στις τσέπες τζ’αι έκλεισε τα μάτια του.
«Ρε φίλε. Σοβαρεύτου. Έσ’εις μωρά!» είπεν ο Βασίλης. Άνοιξε τα μάτια του ο Κώστας. Εμείναν να θωρούν έντονα ο ένας τον άλλον για κάποια δευτερόλεπτα. «Εσύ, ρε Βασίλη, αγαπάς τη δουλειά σου;» ερώτησεν ο Κώστας τζ’αι έκατσεν πιο αναπαυτικά στην καρέκλα του
28
Jul 14
Μάππα
Εμεγάλωσα σε ένα σπίτι Ομονοιάτικο. Ο παπάς μου έσιει τέσσερα αδέρφκια. Ούλλοι Ομονοιάτες. Τζαι οι ανιψιούες μου, θυμούμαι ότι ήταν πάντα με τα σιάλλια της Ομόνοιας, με τες φανέλλες τες πράσινες με το τριφύλλι τζαι τις άσπρες γραμμές στα μανίτζια.
Οι αρφούες μου, τζαι τζείνες με την Ομόνοια. Στα κρεβάθκια μας, αυτοκόλλητα του Καϊάφα, του Μίτσινετς τζαι του Πέτσα. Στα τραπέζια τα οικογενειακά, εβάλλαν με οι θκιούες μου τζαι ετραούδουν τους το «Εμπρός Ομόνοια, για νέες νίκες πάμε» τζαι εδιούσαν μου τσιφτέ να παίξω μηχανούες. Ακόμα τζαι σήμερα, που δεν ασχολούμαι με την μάππα τζαι δεν έχω ιδέα, ούτε ποιοι παίζουν, ούτε ποια θέση εν η Ομόνοια, άμα με ρωτήσει κανένας, λαλώ ότι αρέσκει μου η Ομόνοια.
Η πρώτη φορά που επήα μάππα, ήταν στα τέλη τις δεκαετίας του ’80. Έπαιζεν η Ομόνοια με τον Ολυμπιακό, στο παλιό ΓΣΠ. Με τον ήλιο τον καλοτζιαιρινό να κρούζει την κκελλέ μου, επειδή τα ματς εγίνουνταν μεσημέρι. Με τες φωνές τον παιχτών, τζαι κάτι θυμοθκιάρηες γέρους που εσηκώνουνταν πάνω τζαι εφωνάζαν άμα κανένας παίχτης έχαννε την μάππαν.
Εγόρασεν μου ο παπάς μου πόμπα, τυλιμένη μες την λαδόκολλα. Εμείναν μου παραπάνω οι μυρωθκιές τζαι η αίσθηση που μου εδίαν το περιβάλλον, παρά το ίδιο το ματς. Ούτε πόσα-πόσα ετέλειωσεν δεν θυμούμαι. Στο νου μου έχω τον παπά μου σε κάποια φάση να σηκώνεται που την κερκίδα τζαι να φωνάζει «κόουλ», να χαμογελά τζαι να χειροκροτά μαζί με τους υπόλοιπους οπαδούς. Ετέλειωσεν η μάππα τζαι μετά που εφεύκαμε, εσταθήκαμε στην σειρά να πιάμε σάντουιτς τζαι κόκα – κόλα που τον Γιαπανά τζαι να πάμε σπίτι. Ήταν σαν να τζιαι επήαμε σινεμά.
Στο σχολείο, οι παραπάνω μου συμμαθητές ήταν με το ΑΠΟΕΛ. Θυμούμαι κάποιαν περίοδο η Ομόνοια έτρωέν τες συνέχεια τζαι έτρωα πολλύν περιπαίξιμο. Άμα εχωριζούμαστε να παίξουμε μάππα το διάλειμμα εν με επιάνναν επειδή είμαι Ομονοιάτης, άρα εν είμαι καλός επειδή τρώει τες συνέχεια η ομάδα μου. Με τον τζαιρό, άρκεψε τζαι το σοβαρό το πείραγμα.
Οι ΑΠΟΕΛίστες που εθέλαν τζαι εμπορούσαν να επιβάλουν την γνώμη τους, λόγω του σωματότυπού τους, εγίναν πρόβλημα σε κάποια φάση. Εβαρέθηκα να μου κλώννουν το σιέριν μου ώσπου να πω ΑΠΟΕΛ τζαι να μου βάλλουν κλάππες πας την βεράντα. Εβρέθηκα στην μέση μιας αντιπαράθεσης που δεν με έκοφτεν τζαι που δεν είσιεν νόημα να εκφέρω γνώμη.
Έτσι λοιπόν, σιγά-σιγά, εσταμάτησα να ασχολούμαι με την μάππα τζαι άφηκα τους συμμαθητές μου να τσακκώνουνται μεταξύ τους για το ποιος εν ο καλύτερος παίχτης, ο Ξιούρουππας ή ο Ιωάννου. Με τα γεγονότα που συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια στα γήπεδά μας, εκατάλαβα ότι καλά έκαμα τζαι επαρέτησά τους. Όπως φαίνεται, τα κωλόπαιδα που εκλώνναν σιέρκα πριν 20 χρόνια, τωρά μαστουρώννουν, σύρνουν πέτρες τζαι φκάλλουν μάθκια.
15
Jul 14
Θέκλα
Στην αίθουσα αναμονής του νοσοκομείου. Μια χαλασμένη διπλή φλορέντζα αναβόσβηνε ρυθμικά, αφήνοντας σε κάθε νότα έναν περίεργο ψιλό ήχο. Κάποια άταχτα μωρά επαιρνούσαν τρέχοντας που μπροστά της ανά τακτά διαστήματα.
Ο άντρας της, καθισμένος πλάι της, εμουρμουρούσε. «Εν ιμπόρω», «Εννά πεθάνω». Άμα ελείφκαν οι κουβέντες, εκούγκαν όπως τη λεχούσα που πονεί τα μητρικά της. «Έι ολάν, Γιωρκή, εν κρυολόγημα καλέ μου, μεν σαλαβατάς τζαι εννά έρτει η σειρά σου, πόμεινε».
Χαβάν ο Γιωρκής. Άχχα, βάχχα, επελλάνισκεν τους τόπους. Ελάλεν της η μάνα της ότι οι αρσενιτζιοί άμα πονήσουν το νύσιι τους ππέφτουν μες στα σεντόνια. Ο Γιωρκής, όμως, ήταν η ζωντανή απόδειξη. Υποχόνδριος, φοητσιάρης. Γέρος.
Εποφύσισεν τζαι με μια κίνηση εσηκώθηκε να ξεμουθκιάσει. «Θέλεις να σου φέρω κανένα νερό να δροσιστείς;». Πριν να της απαντήσει, είπεν του «Εννά φέρω επειδή θέλω τζαι εγώ να πιω, αν έρτει η σειρά σου, φώναξε μου, εννά είμαι τζαμαί στη μηχανή».
Έστρωσε την καρό μαύρη με γκρίζο φούστα της, περνώντας τα χέρια πάνω στες πλέττες. Πριν κάμει δέκα βήματα, άκουσε μια φωνή «Κυρία Θέκλα;». Στο δημοτικό που εδίδασκε, ακόμα τζαι οι συναδέλφοί της εφωνάζαν την Κυρία. Όπως πάντα αγέλαστη τζαι αυστηρή. Εγύρισε να δει ποιος τη φωνάζει.
Ένας γιατρός έπιασέν της το σιέρι της. «Κυρία Θέκλα, θυμάσαι με;», είπε. Ήταν σίουρη ότι ήταν μαθητής της. «Θυμούμαι σε, γιέ μου», είπεν του. «Θύμισ’ μου το όνομά σου;». «Ο Σωτήρης, Κυρία». «Μάλιστα, ο Σωτήρης».
Μια αμήχανη σιωπή για πέντε-δέκα δευτερόλεπτα. «Περιμένετε στη σειρά για να σας δουν;», είπεν της. «Όι, γιέ μου, ήρτα για τον άντρα μου», απάντησε, τζαι χαμογελώντας ελαφρά εσυνέχισε τον δρόμο της για το ψυγείο.
«Κυρία Θέκλα», εξαναείπεν ο γιατρός. «Μια φορά στην τρίτη δημοτικού. Ήρτεν ο φωτογράφος στο σχολείο. Έκαμνε μας μάθημα, θυμάσαι». Έμεινε να τον θωρεί, φανερά συγχυσμένη. Πριν προλάβει να του απαντήσει ο γιατρός εσυνέχισε, «Πού να θυμάσαι, έσιει τριάντα χρόνια. Εβούρουν να πάω να φκάλω φωτογραφία τζαι εκουτσούφλησα πας στην κάμερα του φωτογράφου. Θυμούμαι ότι ήρτες τζαι εσήκωσες με τζαι πριν προλάβω να μιλήσω εβουζούνισες μου έναν πάτσο μες στα μμάθκια».
Η Θέκλα έμεινε με ανοιχτό το στόμα.
«Στη φωτογραφία ήμουν εγώ, ο Αντρέας τζαι ο Αχιλλέας. Οι θκυο τους εγελούσαν. Εμέναν τα μμάθκια μου ήταν κλαμουρισμένα τζαι η βούκκα μου ολοκότσινη. Για κάποιον λόγο η μάνα μου εθεώρησε σωστό ότι τούτη η φωτογραφία έπρεπε να εν φάτσα κάρτα στο σύνθετο του σαλονιού. Κάθε μέρα έβλεπα την τζαι εδιερωτούμουν αν άξιζα τζείνον τον πάτσο».
Η Θέκλα εξεροκατάπιε. Έκαμε να του πεί «Λεβέντη μου, εγώ…». «Άφηστο, Κυρία Θέκλα. Έθελα απλά να δω αν είσαι εσύ, εν τζαι έθελα να σε κάμω να μαραζώσεις».
Εχάδεψέν της το γερασμένο της μάγουλο, εχαμογέλασε τζαι χωρίς να πει λέξη επροχώρησε προς την αίθουσα αναμονής. «Το νούμερο 54, Κύριος Πέτρου. Ο Κύριος Πέτρου έχει σειρά». Είδε τον Σωτήρη να βοηθά τον άντρα της να σηκωθεί που την καρέκλα για να τον εξετάσει.