22
Nov 12

Αμστερντάμ

Επερπατούσα στα σοκάκια κοντά στην Leidseplein. Εσταμάτησα μπροστά που ένα κατάστημα με σουβενίρ τζαι εχάζευκα τον κόσμο που επερνούσε. Όπως τον παππού μου που άπλωννεν την αναπαυτική του στο παγκέττο του δρόμου τζαι εξάπλωνε να κόψει κίνηση. Νιώθω, ότι αιωρούμαι έξω που το κύκλωμα τζείνη την ώρα τζαι ότι ο κόσμος εν έργο που αλλάσει χρώματα τζαι σκηνές, τζαι εγώ θεατής.

Λλίο πριν να σουρουππώσει, έπιασα το ποδηλατούι μου τζαι εξεκίνησα να πάω πίσω.

Πάρκα τεράστια τζαι μουσεία, κόσμο να κάθεται τζαι να ποσκολιέται, να παίζει μάππα, να καπνίζει, να τρώει ή απλά σκοτώνει την ώρα του. Δέντρα, τζαι γρασίδια, κτήρια παλιά που τα διατηρούν αλλά τζαι αγάλματα, εκθέσεις, πλατείες με ονόματα ζωγράφων τζαι μουσικών.

Ενώ υπάρχουν αυτοκίνητα, ο κόσμος περπατά ή κυκλοφορεί με ποδήλατα. Υπάρχει σεβασμός για τους πεζούς τζαι τα ποδήλατα, ενώ υπάρχουν πεζοδρόμια, ράμπες για ανάπηρους τζαι βοηθητικά σήματα παντού. Άμα έσιεις σίηλλο δικαιούσαι να τον πάρεις όπου θέλεις, σάννα τζαι εν κοπελλούι σου.

Εσταμάτησα στην Museumplein τζαι έκατσα χαμέ στο γρασίδι. Έγειρα πίσω τζαι άφηκα τα χόρτα να μου τρυπήσουν το κορμί μου. Είδα τον ουρανό που εδειλίνωννεν τζαι ένιωσα ότι είμαι όπως την πέτρα που έππεσε μέσα σε ένα ωκεανό. Κόσμος έφευκε, κόσμος έρκετουν, εγώ  ακίνητος.

Εθυμήθηκα που επερπατούσα στο ίδιο πάρκο μια νύχτα πριν χρόνια, με φίλους.

Τούτη η πόλη αφήννει μου ένα περίεργο συναίσθημα. Νιώθω παράξενα, ήρεμος τζαι συγκεντρωμένος. Νιώθω ότι εν βουρώ να φύω που κάτι, νιώθω ότι είμαι δαμέ. Νιώθω ελεύθερος. Ελεύθερος να γυρίσω τζαι να ανακαλύψω ότι υπάρχουν καινούργια πράματα, να κάτσω χαμέ να γράψω, ελεύθερος να ζήσω την πόλη. Νιώθω ότι η πόλη, αγκαλιάζει με. Στην Κύπρο πνίουμαι.

Νιώθω ένα εκνευρισμό, συνέχεια. Μια πίεση, ένα νεύρο, ένα βάρος να κάθεται πας τα ζινίσια μου. Νιώθω ότι εν ζω. Νιώθω ότι βουρώ το πρωί να πάω να δουλειά τζαι ότι το δείλης βουρώ να πάω έσσω. Βιάζουμαι τζιόλας, μπαίνω μες το αυτοκίνητο τζαι παίζω πουρούες, ξιτιμάζω, φωνάζω τζαι προσπαθώ να αποφύγω το έξω, όσο παραπάνω μπορώ. Παίρνω παραπάνω ώρες σε μια καρέκλα αυτοκινήτου ή γραφείου, παρά οπουδήποτε αλλού. Τζιαι προτιμώ το παρά να είμαι έξω στον κόσμο.

Στην Κύπρο, εν θέλω να είμαι έξω που το σπίτι. Στο Άμστερνταμ, εν θέλω να είμαι μέσα στο σπίτι


05
Nov 12

Ο Παναγιώτης

Είχα δει τον Παναγιώτη να αράζει έξω που το σουβλιτζίδικο του τζαι να χαζεύκει. Μεσημέρι, τζιαμέ που άλλοτε ήταν πνιμένος της δουλειάς, τζείνη τη μέρα απλά εκάθετουν τζαι εθώρεν τα αυτοκίνητα που ερέσσαν.

Την ώρα που επερνούσα, εκούμπαν πίσω τζαι εχάζευκε τον ουρανό. Εν με είσιεν δει.

Εκοντοστάθηκα, «Γεια σου γείτο!», είπα. «Γεια σου αγόρι μου» απάντησε χαμογελαστός. Σαν να  τζαι εν ήθελε να ανοίξει κουβέντα μαζί μου, έπιασε το κινητό του τζαι άρκεψε να ποσκολιέται. Οι κινήσεις του νευρικές. Εφάνηκε μου βιαστικός τζιαι λλίο απότομος. Εν έδωσα σημασία.

Το σουβλιτζίδικο άνοιξε πριν 2 χρόνια, τζαι κάθε μεσημέρι εγίνετουν πανζουρλισμός. Κόσμος που τα γραφεία γύρω επερίμενε να πιάσει σουβλάκια τζαι άλλοι τόσοι εκάθουνταν στα τραπέζια να τους σερβίρει. Το πιο σύντομο που σου ελαλέν για να σου ετοιμάσει την παραγγελία, ήταν 40 λεπτά. Ούτε λόγος για ντελίβερι, «Τα σουβλάκια πρέπει να τα τρώεις την ώρα που τα φκάλλω που το σουγλί», ελάλεν.

Τα σουβλάκια του Παναγιώτη, εφκάλαν γλήορα καλό όνομα στην περιοχή. Εβουττούσεν τα σε μια σάλτσα, δικής του επινόησης, τις οποίας τα υλικά δεν ελάλεν. Εσύγκοψα ότι πρέπει να είσιεν μέσα τομάτα τζαι γιαούρτι. Ότι τζαι να είσιεν μέσα πάντως, τα σουβλάκια του ήταν λουκούμι τα μαυρογέριμα.

Την πρώτη φορά που τον εγνώρισα, ερώτησε με τι δουλειά κάμνω. «Ασχολούμαι με υπολογιστές» είπα. «Μα κκοπιούτερ τζαι πελλάρες;» απάντησε «ύστερα που λλία χρόνια εν θα βρίσκετε δουλειά, αφού πλέον ούλλα εν μες το ίττερνετ, ποιος εννα σας έσιει ανάγκη εσάς;».

Εντζίστηκα λλίο για να είμαι ειλικρινής τζαι ήταν στην άκρα της γλώσσας μου να του πω άσιημη κουβέντα. Έδωκα πάντα στον θυμό όμως, εχαμογέλασα τζαι επήρα το σαν αστείο. Όντως αποδείχτηκε καλή κίνηση. Αναπτύξαμε την καθαρά Κυπριακή σχέση πελάτη/σουβλιτζιή τζαι  όποτε επάεενα τζιαμέ ετζιέρνα μου μπύρα τζαι έβαλλε μου καμιά μιλλού παραπάνω μες την πίττα μου.

«Άμα σταματήσει η γη να γυρίζει, εννα σταματήσει τζαι ο Κυπραίος να τρώει σουβλάκια» είπε μου μόλις άρκεψε η κρίση «εμείς εν φοούμαστε». Όσο εμεγάλωνε η κρίση όμως, τόσο ελλιάνισκεν ο κόσμος στο σουβλιτζίδικο. Τζιαμέ που ετρώαν θκυό τζαι τρείς φορές την εβδομάδα, τωρά τρων μια, θκυό φορές τον μήνα.

Τον περασμένο μήνα έθκιωξε τους υπαλλήλους του. Την περασμένη εβδομάδα είδα τον να μοιράζει διαφημιστικά φυλλάδια στον δρόμο. Εχτές η περιπτερού, είπε μου ότι επούλησε τον εξοπλισμό του τζαι ψάχνει δουλειά.

Τζείνη τη μέρα που τον είδα εφοάτουν μήπως τζιαι ρωτήσω τον, τι κάμνει τζιαμέ, πως παν οι δουλειές. Τι να μου ελάλεν, ότι η κοινωνία πλέον, αντί να τρώει σουβλάκια, τρώει ανθρώπους;


02
Nov 12

Ο τραυματίας

Με κατεύθυνση το κέντρο της Λευκωσίας, στα φώτα της διασταύρωσης του Βαρδάρη με το ΌΧΙ, επρόσεξα ένα άνθρωπο στην άκρη του δρόμου ξαπλωμένο. Έκπληκτος, είδα τα αυτοκίνητα δίπλα μου να απομακρύνονται, βουρώντας να προλάβουν το πράσινο. Άνοιξα το παράθυρο τζαι εφώναξα, «Φίλε είσαι καλά, χρειάζεσαι βοήθεια;».

Ο άνθρωπος εδίκλησε πάνω τζαι είδε με χωρίς να απαντήσει. Έπιασα πάντα τζαι εκατέβηκα.

Ετηλεφώνησα ασθενοφόρο τζαι κοντεύκοντας εκαταλάβα ότι η κατάσταση του ήταν σιειρόττερη από ότι εφαίνετουν που το αυτοκίνητο. Τα μάθκια του ήταν πρησμένα τζαι η κκελλέ του ήταν γεμάτη ξεραμένα αίματα τζαι μαυρίλες.

Τα ρούχα του ήταν σχισμένα τζαι τα σιέρκα του χταρμένα άσιημα. Έμοιαζε να τον έδερε κάποιος τζαι να τον εκολώσυρε στο παγκέττο. Μισά ελληνικά, μισά εγγλέζικα ερώτησα τι εσυνέβηκε.

Χρησιμοποιώντας την ίδια μισοδότζιη γλώσσα επικοινωνίας, απάντησε μου ότι κάποιος του εκτύπησε με το αυτοκίνητο τζαι ότι ηταν τζιαμέ κανένα μισάωρο.

Κάποιοι ξένοι, επεράσαν τζαι εσταματήσαν  να δουν τι έγινε. Ερωτήσαν τον διάφορα, έμοιαζε να τους εμπιστεύκεται παραπάνω που μένα. Που τα λλία που εκατάλαβα, ήταν που την Συρία. Επέμενε στην ίδια ιστορία ότι κάποιο μερσεντές του εκτύπησε τζαι άφησε τον αιμόφυρτο.

Ήμουν λλίο καχύποπτος για το πώς μπορεί να είσιεν συμβεί το περιστατικό. Εν είμαι γιατρός, ούτε ντετέκτιβ, αλλά οι φατσιές που είσιεν εμοιάζαν μου παραπάνω να επροκληθήκαν που ξύλο παρά που ατύχημα. Εν υπήρχε λόγος να τον αμφισβητήσω. Εξάλλου το πώς εσυνέβηκε ήταν άσχετο.

Σημασία είσιεν ότι ένας άνθρωπος κτυπημένος, αιματωμένος, ήταν μέσα σε ένα αυλάτζι για ώρα τζαι κανένας δεν εσταμάτησε να τον βοηθήσει. Λλιο μετά το τηλεφώνημα μου εφτάσαν αστυνομικοί με μοτόρες. Επροσπαθήσαν να του μιλήσουν αλλά αντιμετώπισε τους το ίδιο αδιάφορα όπως εμένα.

Αθόρυβα, εδιαλύθηκε σιγα, σιγα τζαι το πλήθος που είσιεν συναχτεί γυρώ μας. Η άμπουλα έφτασε λλίο αργότερα.

Εκατέβηκε που μέσα μια νοσοκόμα. Εν μας ερώτησε τίποτε, εβούρησε, έπιασε του την κκελλέ του τζαι άρκεψε να τον εξετάζει. Τζείνος, μόλις του εκόντεψε η νοσοκόμα, εξέσπασε. Ελυτρώθηκε μόνο με την παρουσία της.

Μια γλυτζιά, κοκκινομάλλα, νοσοκόμα, εχάδευκε του τα μαλλιά  τζαι επροσπάθαν να τον καθησυχάσει. «Μην κλαίς καλέ μου, όλα θα παν καλά» ελάλεν του τζαι τζείνος ούλλο πιο έντονα εμουγκάριζε όπως το μωρό. Τα άσπρα της τα σιερούθκια ήταν όπως τους κρίνους πας το μαυρισμένο του το πρόσωπο.

Εμπήκα στο αυτοκίνητο τζαι έφυα. Ούλλη μέρα εσκέφτουμουν πόσο ανεπαίσθητα συνυπάρχει στην εποχή μας η αδιαφορία τζαι η σκληράδα, με την τρυφερότητα τζαι την συμπόνια. Ευτυχώς υπάρχει μια δόση λογικής τζαι καλοσύνης να αντισταθμίζει τούτη ούλλη την παράνοια που ζούμε.


25
Oct 12

Ο κήπος

Σαν κηπουρός, εν είμαι τζιαι πολλά συνεπής. Ούτε τζιαι πολλά καλός, αλλά εν που τες αγαπημένες μου ασχολίες. Γεμώννει με ένα αίσθημα δημιουργίας, μια ικανοποίηση άμα θωρώ τα δεντρά τζιαι τα λουλούδια να ανθίζουν τζιαι να πλημυρίζουν την αυλή μου.

Νομίζω ότι εν κάτι που πηγάζει που την παιδική μου ηλικία. Εμεγάλωσα σε μια αυλή διαρρυθμισμένη ανάλογα της εποχής τζιαι με βάση τες καλλωπιστικές ιδέες της γιαγιάς μου τζιαι της μάνας μου. Γεμάτη δεντρά τζιαι φκιόρα σφηνωμένα μέσα σε κκεσέδες του γιαουρτιού, σε τενεκκέδες του λαθκιού, σε γλάστρες, σε λασάνια, ακόμα τζιαι σε κομμένες μπουκάλες του νερού.

Η αυλή στο πατρικό μου το σπίτι, ήταν γεμάτη λογιών πολλών βλάστηση. Καττούθκια, σκυλλάκια, βασιλιτζιές, κόλιαντρο, θκιόσμη, τσαρτελλούθκια, γαρύφαλλα τζιαι τριανταφυλλιές. Είχαμε ένα περίεργο κακτοειδές, που άμα το χάρασσα εφκαλλεν ένα άσπρο υγρό που εκολλίτσιαζε. Ένα κυπαρίσσι έξω στο παγκέττο τζιαι ένα γιασεμί που εσκαρφάλλωνε πάνω σε ένα περίεργο, μεταλλικό κατασκεύασμα που έμοιαζε με σκελετό σιντριβανιού.

Ο κήπος στο πατρικό μου το σπίτι, ήταν ένα χάος  χλωρίδας. Ένας πράσινος πανικός.

Τούτη η ανοργανωσιά, η αταξία εδημιουργούσε μια πολλά συναρπαστική καθημερινότητα για μένα. Κάθε μέρα στον κήπο ήταν μια διαφορετική περιπέτεια.

Στον κήπο μου σαν ενήλικας, απέφυγα να δημιουργήσω τούτο το χάος. Ίσως επειδή άμα είσαι μωρό το χάος προκαλεί σου ενδιαφέρον, ενώ όσο μεγαλώνεις προκαλεί σου φόβο, ανησυχία. Υπάρχει ένα λασάνι με λαχανικά, στην μέση το γρασίδι τζιαι γυρώ, γυρώ παραταγμένα μερικά δέντρα τζιαι λουλούδια.

Τζείνο το ζεστό, καλοκαιρινό, απόγευμα, εκάθεσουν με τη μάμμα σε ένα σκαλάκι κοντά στο γρασίδι. Άνοιξα τα ποτιστήρκα για να ποτίσω τζιαι εβούρησα να έρτω κοντά σας για να μεν βρεχτώ.

Αντίθετα με εσένα, που χωρίς δεύτερη σκέψη, εσηκώθηκες τζιαι άρκεψες να βουράς πάνω, κάτω μες το γρασίδι, κάτω που τες καμάρες που εσχημάτιζε το νερό. Εγέλας, ανέμιζες σιέρκα τζιαι πόθκια, εφώναζες του νερού τζιαι άπλωννες να συνάξεις τες σταγόνες. Εσουππώσαν τα μαλλιά σου χώννοντας το πρόσωπο σου τζιαι έπλεες σε πελάγη ευτυχίας.

Έκαμα να σε πιάσω, αλλά η μάμμα σου είπε μου «Άφηστην».

Έκατσα πίσω, να σε θωρώ να παλιώνεις με το ποτιστήρι τζιαι να κατευθύνεις το νερό σε ανεξέλεγκτες πορείες. Να νευριάζεις που το νερό πιτά με δύναμη στα μούτρα σου αλλά με πείσμα να επιστρέφεις τζιαι να προσπαθείς να το ελέγξεις.

Ενάμιση χρονό πλασματούι έδειχνες μου, ίνταλως ανύποπτα μέσα που τα χρόνια, η περιπέτεια χάννεται τζιαι την θέση της πιάνει η ρουτίνα. Έφκαλα σου την φανέλα για να μεν κρυολογήσεις, τζιαι άφηκα σε τιτσιρού, ανέμελη να απολαύσεις τον υδάτινο πανικό του κήπου.


08
Oct 12

Αγάπη

Τα μεσημέρια του Σαββάτου, η Έλενα παίρνει τα μωρά να φαν χάμπουρκερ. Έτσι εν η συμφωνία που έκαμαν. Ούλλη την εβδομάδα εν φρόνιμοι, θκιαβάζουν,  τζιαι τρων τα φασόλια ή τα λουφκιά τους. Έτσι τζιαι η Έλενα εν συνεπής τζιαι δικάιη, το Σάββατο, παν στο φαστφουντάδικο, παραγγέλλουν ότι θέλουν τζιαι παίζουν στον παιδότοπο.

Μόλις επάρκαρε το αυτοκίνητο, οι μιτσιοί, ο Πάρης τζιαι ο Αντώνης, εσιονοστήκαν έξω, όπως το νερό έξω που το φράγμα. Με την ίδια ορμή τζιαι με την ίδια αίσθηση ελευθερίας. Ασυγκράτητοι εβουρήσαν προς το ταμείο να παραγγείλουν το φαί τους. Η Έλενα εποφύσισε, εκούμπησε στιγμιαία πίσω στο κάθισμα τζιαι με μια αποφασιστική κίνηση άνοιξε την πόρτα.

Χαμογελαστή, επερπατούσε πίσω τους, φωνάζοντας τους να προσέχουν. Εφάαν, τζιαι μετά το φαί, οι μιτσιοί επήαν να παίξουν στον παιδότοπο. Η Έλενα εφκήκεν έξω, εστάθηκε δίπλα που το πάρκινγκ τζιαι  άναψε τσιγάρο. «Πολλή ζέστη», εσκέφτηκε τζιαι εσκούπησε τον ιδρώτα που τα βλέφαρα της.

Το βλέμμα της, έππεσε μέσα στο εστιατόριο, σε μια απόμερη γωνιά απομακρισμένη που τα άλλα τραπεζάκια. Θκυο μιτσιοί, εκάθουνταν τζιαμέ. Εντζίζαν ο ένας του άλλου τζιαι επειράζουνταν. Ξαφνικά ο ένας επέρασε το σιέρι του γυρώ που τους ώμους του άλλου. Ό άλλος ακούμπησε το κεφάλι του στο στήθος του φίλου του τζιαι ο πρώτος εφίλησε του γλυκά τζιαι απαλά τα μαλλιά.

Εμείναν έτσι για κάποιες στιγμές, ακίνητοι, ανέμελοι, σάννα τζιαι ήταν οι τελευταίοι άνθρωποι πάνω στην γη. Πίσω τους η Έλενα, με την καύτρα του τσιγάρου να πλησιάζει επικίνδυνα τα δάκτυλα της. Σαστισμένη, αποσβολωμένη σάννα τζιαι επαρακολουθούσε το πιο συγκλονιστικό έργο του κόσμου.

Στο νού της ήρτεν μια νύχτα που εκάθετουν με τον Μιχάλη σε ένα παγκάκι, στον λόφο του Πλατύ. Επέρασεν το σιέρι του μέσα που τα μαλλιά της τζιαι ετράβησεν την πάνω του. Έκλεισε τα μάθκια της για μια στιγμή τζιαι η άυρα του καλοτζιαιρκού εθύμησε της την ζεστή του ανάσα στον λαιμό της. «Αγαπώ σε», άκουσεν την φωνή του, σαν πριν 10 χρόνια να της λαλεί. Το κορμί της ούλλο να γίνεται ένα κομμάτι σίερον ηλεκτρισμένο, τζιαι τα σιείλη της να γυρεύκουν τα δικά του, σάννα τζιαι εν το τελευταίο πράμα που ήταν να γευτούν.

Ένιωσεν ένα σιέρι να της τραβά την μπλούζα της. Εξιππάστηκε, άνοιξε τα μάθκια της τζιαι είδεν τον Πάρη, τον γιό της τον μιτσή να την θωρεί. Με ύφος μυστικού τζιαι με φωνή απορημένη είπε της «Μάμμα, τζείνοι οι θκυό οι άντρες τζιαμέ γιατί φιλιούνται;». Άπλωσε το σιέρι της, εχαμογέλασε τζιαι εχάδεψε του τα μαλλιά, λαλώντας «Επειδή αγαπιούνται μάθκια μου».