Εξαπόλυσε το πιρούνι μες το πιάτο τζαι επρόταξε διατακτικά την παλάμη του. Απευθυνόμενος στο πλήθος του τραπεζιού, γιαγιάες, θείους, θειες τζαι λοιπούς συγγενείς, εσυνέχισε την κουβέντα του.
«Έρκετε που λες, τζαι λαλεί μου ότι εν έσιει το τίκετ του. Λαλώ του έχασες το; Λαλεί μου ναι κάπου το επέταξε το μωρό.»
«Να δούμε ήντα που είσιεν στο νου του ο Πακιστανός τζαι είπε σου έτσι ρε Πανίκκο.» εσχολίασε ο θείος Σταύρος που εκάθετουν δίπλα του.
Χωρίς να χάσει λεπτό, εσυνέχισε «Μα νομίζεις είμαι μωρό ρε θείε; Εννα μου γελάσει εμένα ο Πακιστανός; Λαλώ του, κουμπάρε, αν έχασες το τίκετ σου το πρόστιμο εν 20 ευρώ. Είδα τον τζαι έτσι νευριασμένα, αν μου έκαμνε σούξου, μούξου είσιεν να τον κουπανίσω ομπρός που την γενέκα του.»
«Γιε μου τούτοι εμάθαν με το μούχτι, ήντα που ενόμισες. Επλέρωσε σε τελικά;»
«Ήντα είσιεν να τον αφήκω να μου γελάσει, θεία; Έδωκε μου τα 20 ευρώ τζαι έφυεν όπως το καττούι που το βουρούν δέκα σιύλλοι.»
Έσπασε με το μασιαίρι του τον κώλο ενός καραόλου τζαι ερούφησε τον λλίο για να μπορεί να τον προτσιάσει. «Οΐ κουμπάρε Κωστή, οι καραόλοι σου εν μέλι σήμερα». Το πρόσωπο του είσιεν την όψη της επιτυχίας, του αρχηγού της αγέλης τζαι ο Κωστής, τιμημένος που το σχόλιο του κουμπάρου του, ανέμιζε την κκελλέ του όπως τον κουρκουτά να έβρει την μπουκκάλα με το ουίσκι να του γύρει τζιάλλο.
«Καλά ρε Πανίκκο, έκαμεν ώρα ο άνθρωπος μες το παρκινγκ; Είδες τον που εμπήκε;» ερώτησε ένας ανιψιός του.
Έσμιξεν τα φρύθκια του ο Πανίκκος τζαι είπε «Είδα τον που εμπήκε, έκαμεν καμιά ώρα αλόπως μέσα.»
«Αφού τον είδες ρε ανίψιην, ήντα τον εχρέωσες πρόστιμο. Τζαι τέσσερα ευρώ που χρεώνεις το παρκινγκ με την ώρα, εν τζαι λλία. Σαν χρεώσεις το πλάσμα όση ώρα έκαμε, γιορτάρες μέρες.»
Τον Πανίκκο εν τον εφορούσαν οι τόποι, ετυλίξαν τον τα νεύρα. Επήρε θέση μάχης τζαι απάντησε «Ρε, μα εν τζαι σπουδάζουν μας ούλλους οι γονιοί μας στες Αγγλίες τζαι διουν μας πουρμπουάρ. Εμείς δουλεύκουμε όπως τα χτηνά, αν ήταν να χαρίζω του νου τζαι του άλλου εν είσιεν να φκαίννω που πάνω. Σωστά κουμπάρε Κωστή;»
«Σωστά, σωστά» απάντησε ο Κωστής, σούζωντας την κκελλέ του καταφατικά τζαι γεμίζοντας το ποτήρι του Αντρέα με ουίσκι.
«Ηντα, λυπάσαι τους, τούτους ρε ανίψιην; Τούτοι πιάνουν τζαι επιδόματα τζαι πέρκει να κραούν παραπάνω που μας.» επιδεικτικά εσήκωσε το ποτήρι του τζαι με μισογεμάτο το στόμα επρόσταξε «Άτε κοπέλλια. Εϊβα τζαι καλό νέο έτος να φτάσουμε.»