Μια νύχτα πήρα την ομορφιά στα γόνατά μου και τη βρήκα πικρή και τη βλαστήμησα.
Oπλίστηκα ενάντια στη δικαιοσύνη δραπέτευσα…
Μάγισσες, μιζέρια, μίσος εσείς θα διαφυλάξετε το θησαυρό μου!
Kατόρθωσα να σβήσω απ’ τα λογικά μου κάθε ελπίδα ανθρώπινη.
Mε ύπουλο σάλτο χίμηξα σα θηρίο πάνω σ’ όλες τις χαρές σας να τις κατασπαράξω.
Επικαλέστηκα τους δήμιους να δαγκάσω πεθαίνοντας τα κοντάκια των όπλων τους.
Επικαλέστηκα κάθε οργή και μάστιγα να πνιγώ στο αίμα, στην άμμο!
H απόγνωση ήταν ο θεός μου!
Κυλίστηκα στη λάσπη, στέγνωσα στον αέρα του εγκλήματος, ξεγέλασα τη τρέλα!
Kαι η άνοιξη μου πρόσφερε…
Tο φρικαλέο γέλιο του ηλίθιου…