Μέρος 1ο
Η πίσω πλευρά της πράσινης ρόπας της εσέρνετουν στα μωσαϊκά μαρμαράκια της βεράντας. Εκοίταξεν αριστερά, μετά δεξιά. Επιβεβαίωσε ότι καμιά γειτόνισσα εν ήταν έξω τζείνην την ώρα τζαι με άτσαλες κινήσεις εσουλούππωσεν τα μαλλιά της, καλού-κακού.
Επερπάτησε γλήορα τζαι χοροπηδηκτά, κουτσουφλώντας παράλληλα πάνω στες ανοιχτές παντόφλες που εφορούσεν. Το κουτί του ταχυδρομείου, όφκαιρο. Επαρατήρησεν καλά μέσα, μετά γυρώ. «Μπορεί να του έππεσεν του ταχυδρόμου το γράμμα», εσκέφτηκεν. Τίποτε όμως. Ένα χαρτί που ήταν πεταμένο νάκκο πάρατζει πάνω στο τσιακκίλι αποδείχτηκε πως ήταν διαφημιστικό πιτσαρίας.
«Ήρτεν κανένα γράμμα, ρα;», άκουσε την τσιριλλιστή φωνή της μάνας της. Είδεν την που το παράθυρο της κουζίνας, που εποσσέπαζε τζαι εσυνέχισεν να φωνάζει. «Ήρτεν ρα; Ήρτεν ο ταχυδρόμος; Έπεψεν σου τίποτε τζείνος ο αχαμάκκης ο άντρας σου;».
«Σωπή μανά!», απάντησεν νευριασμένα. Εφάνηκεν η φάτσα της γειτόνισσας να κροννοίει το φυλλαράκι της τζαμαρίας της. Είδεν την με την άκρα του μμαθκιού της, έκαμεν πως εν τη είδεν όμως τζαι εβιάστηκε να πάει πίσω στο σπίτι.
Στον διάδρομο της αυλής εφκήκεν της η παντόφλα τζαι έκαμε ένα-θκυο βήματα κουτσαντίρι καθώς εδιαπραγματεύετουν το αν θα εστρέφετουν να την πιάσει ή αν θα εσυνέχιζε ξυπόλητη για το σπίτι, να γλυτώσει τες ερωτήσεις τζαι τα λόγια των γειτόνων.
Ο άντρας της έφυεν έξι μήνες πριν για την Αγγλία. «Μεν μαραζώνεις, μάνα μου. Εννά πάω να έβρω νάκκον τα πόθκια μου τζαι να σου κόψω εισιτήριο που τζειμέσα να έρτεις να με έβρεις», ήταν τα λόγια του, πριν να ππέσει στην αγκαλλιά του κλαμένη έξω που την είσοδο των επιβατών στο αεροδρόμιο της Λάρνακας.Έπιασεν την που τους ώμους τζαι έσπρωξεν την ελαφρά. Εφίλησεν την στον λαιμό, το μουστάτζι του εχάδεψε το δέρμα της τζαι ανατρίσιασε. Ήταν μια δόση ελπίδας τζείνον το φιλίν, τζείνη η αγκαλιά. «Εννά σε πάρω μιτά μου, ακούεις; Έσιε έννοια των μωρών. Φεύκω, εννά με αφήκει το αεροπλάνο».Άφηκεν την πίσω του με τέσσερα μωρά τζαι ένα στην τζοιλιά. Είσιεν κάποιες αμφιβολίες μέσα της. Έξερε ότι ήταν τσαλαβούττης, ελαλούσαν της ότι εγύριζεν με την κόρη του ποδηλατά του Άντρου τζαι ότι έτασσεν της ότι εννά την κλέψει να φύουν. «Μεν ακούεις, τζαι δεν έσιει άδρωπο πιστό κόρη μου», ελάλεν της η μάνα της.
Έτσι, λοιπόν, άφηκεν τον να φύει. «Να πάμε μακριά, να γλυτώσει που τούτη τη τσούλλα», εσκέφτετουν. «Ο Αντώνης θέλει να γλυτώσει τον γάμο μας. Αγαπά με».Η Νίκη εξενοικίασεν το σπίτιν τους, επούλησεν τα πράματά τους ούλλα τζαι επήεν να μείνει στην μάνα της με τα μωρά. Επερίμενε γράμμα, να της στείλει το εισιτήριο να πάει να τον έβρει. Επερίμενεν έξι μήνες τωρά. Τίποτε.
Επάτησεν το πόδι της, γυμνό, πάνω στο κρυό μαρμαράκι της βεράντας. Έμεινεν να θωρεί την παντόφλα στον κούγκρενο διάδρομο έξω που το σπίτι. Έκαμε να κλάψει, όταν άκουσε το μωρό να κλαίει, μέσα στο σπίτι. «Έρχομαι, αγάπη μου». Έφκαλε την δεύτερη παντόφλα τζαι εμπήκε μέσα. Continue reading →