05
Aug 13

Ο εαυτός μας

 

Που τον τζαιρό που αρκέφκουμε να καταλαβαίνουμε τον κόσμο, ξεκινά μια υπόγεια προσπάθεια να μεν αποδεχτούμε τον εαυτό μας όπως είναι. Όχι απαραίτητα δημιουργικά, ποττέ δεν πρέπει να επαναπαύεσαι, όσο ζεις πρέπει να μαθαίνεις τζαι να προσπαθείς για να γίνεις κάτι καλύτερο. Εννοώ φυσιολογικά, όσον αφορά το κορμί μας τζαι το πρόσωπο μας.

Υπάρχουν πολλοί που κερδίζουν που τες ανασφάλειες που δημιουργούν στους ανθρώπους. Η βιομηχανίες γενικά φκάλλουν πολλά παραπάνω λεφτά άμα γοράζεις προϊόντα, για να κάμεις κοιλιακούς λέγκο, για να μοιάζουν τα μαλλιά σου σαν της τάδε τραουδήστριας τζαι για να φαίνουνται τα βυζιά σου συμμετρικά σαν τα πεπονούθκια.

Υπάρχουν στερεότυπα τζαι η κοινωνία ευνοεί σε άμα είσαι ψιλός, με θεληματικό πιγούνι τζαι φαρδιούς ώμους. Επίσης, φαίνεται η ζωή να εν πιο εύκολη άμα είσαι τσαχπίνα γκομενίτσα με λάγνο βλέμμα τζαι πεταχτά πίσω και μπροστά χαρακτηριστικά.

Με βάση τούτα τα στάνταρτ, ξεκινά μια που τες πιο δύσκολες αναζητήσεις της ζωής μας. Η αναζήτηση του εαυτού μας, της ταυτότητας μας τζαι εν τέλει είτε η αποδοχή είτε η απόρριψη.

Εν μια διαδικασία δύσκολη, ψυχοφθόρα τζαι ανούσια. Μεγαλώνεις τζαι πρέπει να ανέχεσαι τα πειράγματα του κόσμου για το κάθε σου χαρακτηριστικό. Όποτε αλλάσεις περιβάλλον, ανανεώνεται τζαι η προσπάθεια του περίγυρου σου να σε μειώσει.

Άμα μια ζωή βομβαρδίζεσαι με τα συγκεκριμένα στάνταρτ καταλήγεις να τα υιοθετείς τζαι να προσπαθείς να αλλάξεις τον εαυτό σου ούτος ώστε να πληροίς τζαι εσύ τες προϋποθέσεις. Την ίδια ώρα, ο υπόλοιπος κόσμος, περιπαίζει σε για να καλύψει τες δικές του ανασφάλειες. Έτσι δημιουργείτε μια συγχυσμένη κατάσταση που προωθεί λανθασμένες εικόνες τζαι βάλλει τους καθημερινούς ανθρώπους να ασχολούνται σε μεγάλο βαθμό με το πώς τους αντιλαμβάνεται ο περίγυρος τους.

Μερικοί που εμάς σε κάποια φάση της ζωής τους λαλούν, σίκκι με, αντιλαμβάνονται το παιγνίδι που παίζεται τζαι καταφέρνουν να αγαπήσουν την φύση τους όπως είναι. Βοηθά η καλή παρέα σε τούτη την περίπτωση τζαι η σωστή παιδεία. Κάποιοι άλλοι, αφιερώνουν την ζωή τους στο να αναλώνονται θκιαβάζοντας τίπς πώς να χάσουν πέντε κιλά πριν τες διακοπές τζαι πώς να φκάλουν τες τρίσιες που τες φτέρνες τους χωρίς να πονήσουν.

Τούτη η παράλογη τζαι παράδοξη κατάσταση εν προυπάρχει. Δημιουργείτε, μεταδίδετε σαν την αρρώστια. Εν γεννιόμαστε με τούτα τα κόμπλεξ, με τούτες τες προσδοκίες. Εμπήκα στην ροή της σκέψης τούτης, μετά που μια κουβέντα που είχα με την κόρη μου.

Εβλέπαμε μίκυμαους τζαι έπιασα την αγκαλιά να την πειράξω. «Είσαι μια πριγκίπισσα!», είπα. «Εν είμαι πριγκίπισσα!» απάντησε μου. «Τι είσαι καλό;». «Είμαι Ρέα» είπε μου τζαι έβαλε με στην θέση μου.


31
Jul 13

Ευτυχία

Την ώρα που έσφιξε την γενέκα του τζαι εφίλησε την έξω που την εκκλησία, ήρτε στο μυαλό μου, μια εικόνα είκοσι σχεδόν χρόνια παλιά. Δίπλα που μια πισίνα, καθισμένος σταυροπόδι, με τα σιέρκα τεντωμένα στον ουρανό, να τραουδά το “Unforgiven”.

Ήταν ο χορός της αποφοίτησης του γυμνασίου. Μια νύχτα που, εκτός τούτης της σκηνής, σχεδόν εδιαγράφηκε που την μνήμη μου. Στην αποθήκη των αναμνήσεων μου, δεν εμείναν καν ρομαντικές αποχρώσεις τζαι εικόνες της βραδιάς.

Τούτη η εικόνα εφυλάχτηκε μες τον νού μου, όπως σχέδιο που νουάρ κόμιξ του Frank Miller. Μια μάυρη, ψιντρή φιγούρα, με γυρισμένη την ράσιη της προς εμένα, τα σιέρκα ψηλά τζαι ο καπνός που το τσιγάρο του να αναδύετε στον ουρανό. Στον φόντο της νύχτας, πόππικες, γιουροντίσκο, μελωδίες. Ανάμεσα στα δυνατά μπάσα τζαι τες γλήορες, συνθεσάιζερ συνέχειες, η φωνή του, απάγγελλε στίχους. Στίχους συνυφασμένους με μια εναλλακτική, ρόκ κουλτούρα, που υιοθετήσαμε ως αντίδραση στο αμείλικτο, εφηβικό κατεστημένο, που κλωτσά τζαι πνίγει όσους, είτε που επιλογή, είτε που σύμπτωση, εν διαφορετικοί.

Η φιλενάδα του, μια δημοφιλής, όμορφη συμμαθήτρια μου. Η ιστορία τους, σαν τες ιστορίες που teenager, Αμερικάνικη ταινία των ‘80s. Τζείνην ξέρουν την ούλλοι, τζείνον κανένας. Τζείνης κάποιος της εχάρισε σε CD το τελευταίο NOW, τζείνος με κάποιον αντάλλαξε το Wonder Boy in Monster World για το Mega Drive. Θκυό διαφορετικά, παράλληλα σύμπαντα, που με κάποιο ανεξήγητο τζαι παράδοξο τρόπο, εσυναντηθήκαν σε μια παιδική, εφήμερη σχέση.

Είσιεν έρτει στο χορό, ακάλεστος, για να της κάμει έκπληξη. Τζείνη, αντιλήφθηκε ότι σε σχέση με τις επιλογές που υπήρχαν διαθέσιμες στον χορό, έππεφτεν της λλίος. Αποφάσισε να τον ασσιχτηρίσει τζαι να περάσει την νύχτα της, να φιλιέται με τον αντίστοιχο, αρσενικό, εαυτό της, σε μια γωνιά.

Η φωνή του ήταν μαραζωμένη. Εν ξέρω αν έκλαιε, εν εκόντεψα να δω πως ήταν. Ετρομοκρατήθηκα. Θυμούμαι άναψα ένα Lucky Strike τζαι εκούμπησα στην τζαμαρία της αίθουσας του Φιλοξένια, χωρίς να ξέρω πώς να χειριστώ την κατάσταση.

Άμα είσαι έφηβος, εν ξέρεις ότι οι πληγές επουλώνουνται. Εν ξέρεις ότι σάζουν τα πράματα, ότι μια μέρα γίνουνται καλύτερα. Ακούεις το που τα έργα, τα σλόου τραουθκια αλλά εν το έζησες ακόμα. Ούλλα καταρρέουν, δίπλα που ένα «όχι» αμα είσαι έφηβος.

Τα λόγια εν εύκολα σε κάθε περίσταση, αλλά τζείνη τη νύχτα, έμεινα σιωπηλός. Ήξερα τι είσιεν συμβεί, εν ήξερα τι να πω όμως. Έζησα μαζί του την άρνηση. Επέρασα μαζί του την απογοήτευση, την απόρριψη. Χωρίς να με θωρεί, στο παρασκήνιο, επόνησα μαζί του.

Είκοσι χρόνια μετά, εζούσα δίπλα του την πιο ωραία μέρα της ζωής του. Ξέροντας ότι εν ευτυχισμένος. Τζαι ξέροντας ότι αξίζει του.


31
Jul 13

Αποδοχή

Η τηλεόραση έπαιζε στο φόντο, μια μεσημεριανή εκπομπή με πολιτικούς φιλοξενούμενους. Η Σωτηρούλα επλύννησκε τα πιάτα τζαι ο γιός της είσιεν τελειώσει το φαί του τζαι επερίμενε την ώρα να περάσει για να πάει δουλειά.

Άφηκε το πιάτο που επλύννησκε μες την βούρνα, ίσιωσε το κορμί της τζαι έγειρε πίσω την κκελλέ της. Εποφύσισε τζαι για λλίο έκλισε τα μάθκια της σε μια προσπάθεια να δραπετεύσει που την πραγματικότητα. Οι σκέψεις εγεμώναν τον νου της τζαι μια, μια όπως τες βελόνες ετρυπούσαν το εσωτερικό τον μαθκιών της. Με κομμένη την ανάσα, σάννα τζαι εξυπνούσε που ένα κακό όνειρο, εφώναξε.

«Ούφφου, Παναΐα μου Κυριάκο! Βάδωστην τζεινη την τηλεόραση τζαι επέλλανε μας. Εβαρέθηκα να τους ακούω μέρα, νύχτα να μαλλώνουν. Εκάμαν ίντα που εκάμαν τζαι τωρά έχουν μούτρα να φκάιννουν στα νέα να ζητούν τον λόγο ο ένας που τον άλλο.»

Ο Κυριάκος, εχαμήλωσε την τηλεόραση. «Πρέπει να τους ακούμε, μάμμα. Να τους θωρούμε τζαι να καταλαβαίνουμε τι γαδάροι είμαστε τζαι τόσα χρόνια ανεχόμαστε τους.»

«Ήταν παράδεισος η Κύπρος, Κυριάκο. Κανένας εν επερίμενε ότι εννα έρτουν έτσι τα πράματα. Αν εξέραμε, αν υποψιαζούμαστε… Εθέλαμε να καταλήξουμε δαμέ;»

«Μάμμα, αλόπως εν εκατάλαβες τι συμβαίνει γυρώ μας.»

Εσηκώθηκε που την καρέκλα, ο Κυριάκος τζαι έβαλε τα σιέρκα στες τζιέπες. Με ύφος δασκάλου, σάννα τζαι εκατήχε την απόλυτη αλήθκεια, είπε της μάνας του.

«Σε δέκα, δεκαπέντε χρόνια, νομίζεις ότι ο γιος του Αναστασιάδη, ο γιος του Χριστόφκια, η κόρη του Παπαδόπουλου είτε του Κασουλίδη, εννα περνούν διαφορετικά που τωρά; Τούτοι μάμμα, εν έχουν να χάσουν τίποτε, όπως περνούν τωρά, έτσι εννα περνούν πάντα. Τούτοι τζαι οι φίλοι τους μια χαρά την έχουν. Λαλούν ότι εν για να φκούμε που την κρίση που τα κάμνουν. Εννα πατήσουν πάνω μας για να μείνουν στην επιφάνια, να επιβιώσουν. Εννα μας πνίξουν εμάς όμως.»

Έβαλε το ένα του γόνατο στην καρέκλα, έσιηψε που πάνω τζαι επροσποιήθηκε ότι γονατά πάνω στην κκελλέ κάποιου τζαι ότι κρατά τον που τα μαλλιά.

«Εβάλαν μας που κάτω μανά. Θα γονατούν πάνω στην κκελλέ μας τζαι θα μας κλώννουν τα μαλλιά μας ώσπου να φκάλουν που πάνω μας, ότι χρειάζεται για να συνεχίσουν τζείνοι να υπάρχουν.»

Έκατσεν η Σωτηρούλλα κάτω τζαι εκάλυψε το στόμα της, προσπαθώντας να κόψει τον αναστεναγμό της. Είδεν κάτω που το πόδι του γιού της, τα όνειρα της, τα σεντόνια που έραφκε, το περπάτημα στην δουλειά, τα μωρά της, το σπίτι της, τ’ αγγόνια της.

«Αχ…θεέ μου είπε» τζαι τα μάθκια της εγεμώσαν. Χωρίς να κλαίει.


29
Jul 13

Οδήγηση

Νομίζω ότι μέσα που την οδήγηση, μπορείς να αντιληφθείς, τες νοοτροπίες τζαι τες ιδιοσυγκρασίες της Κυπριακής κοινωνίας. Για κάποιο λόγο, την ώρα που οδηγούμε φκάλλουμε έξω ένα πολλά καταπιεσμένο κομμάτι του εαυτού μας. Μάλλον επειδή, μέσα στο αλουμινένιο κλουβί μας, νιώθουμε άτρωτοι τζαι ασφαλείς.

Νομίζουμε, ότι το αυτοκίνητο εν επέκταση του εαυτού μας. Τζαι γινούμαστε μεγάλα αλουμινένια τζαι αναίσθητα κουθκιά, που απειλούμε να τσιλλίσουμε όποιον βρεθεί ομπρός μας τζαι εν οδηγά όσο γλήορα θέλουμε. Σάννα τζαι το αυτοκίνητο διά μας μια προστασία σωματική αλλά τζαι μια ελευθερία να συμπεριφερούμαστε παράδοξα, αδιαφορώντας για την κοινωνική κριτική.

Τις προάλλες οδηγούσα στην Λεωφόρο Στροβόλου. Ένα τύπος μπροστά μου αποφάσισε να παρκάρει, μέσα στην επέκταση του δρόμου, μπροστά στην στάση. Δηλαδή τζιαμέ που σταματά το λεωφορείο για να μεν εμποδίζει την κυκλοφορία την ώρα που κατεβάζει επιβάτες.

Επάρκαρε τζαι εκατέβηκε κόρτα – ραπανάκι σάννα τζαι εν συμβαίνει τίποτε. Το λεωφορείο μπροστά μου, όπως ήταν αναμενόμενο, εσταμάτησε στην μέση του δρόμου, εμποδίζοντας τες οργισμένες ορδές των πρωινών εργαζομένων.

Όσο επερίμενα το λεωφορείο να αποβιβάσει τζαι να επιβιβάσει, αννοίω το παράθυρο τζαι λαλώ του. «Καλά ρε κουμπάρε, γιατί εν το έβαλες στο παρκινγκ πίσω που το κτήριο. Για να εφκοληνθείς εσύ, εμποδίζεις 1000 άλλα πλάσματα»

Ήντα έθελα να του πω έτσι. Αν του ατίμαζα την γενέκα του, είσιεν να μου απαντήσει πιο φιλικά. «Άτε ρε κουμπάρε, τράβα που δαμέ που εννα μου πείς τζαι τον λόο σου. Θώρε την δουλειά σου τζαι άφησμας να κάμουμε την δική μας..»

Εγώ επροχώρησα τζαι τζείνος εσυνέχιζε να ξιτιμάζει τζαι να ανεμίζει τα σιέρκα του σάννα τζαι είσιεν να πετάσει. Το δίκαιο του χωρκάτη που λαλούμε. Η μάλλον, το δίκαιο του γάρου του Κυπραίου.

Σκέφτουμε τζαι λαλώ. Πες ανεβαίνεις μια σκάλα τζαι πίσω σου έσιει άλλο 50 πλάσματα να φκαίννουν μαζί σου. Υπάρχει περίπτωση να κάτσεις χαμέ, να κόψεις την κυκλοφορία για να κάμεις κάτι προσωπικό, ασπούμε να μιλήσεις στο τηλέφωνο; Είδετε ποττέ κανένα σαν παρπατεί, όππα να θρονιάζετε χαμέ τζαι να αντικόφκει ούλλους τους υπόλοιπους επειδή έτσι του ανάδοξε;

Εν το κάμνουμε, είτε επειδή φοούμαστε ότι εννα μας κλωτσοκοπήσουν είτε επειδή έχουμε κάποιο ίχνος σεβασμού τζαι κοινωνικής ευγένειας. Γιατί το κάμνουμε μες τους δρόμους καλό;

Κατά βάση, ο Κυπραίος στες καθημερινές του, κοινωνικές συναλλαγές δεν είναι ευγενικό ζώο, πάλε γάρος ένει. Ο συνδυασμός του Κυπραίου με το αυτοκίνητο όμως, αναδεικνύει ένα αναίσθητο, κράμα κοινωνικής οντότητας, που είναι εκνευριστικό αλλά τζαι επικίνδυνο πολλές φορές. Τζαι τούτο εν κάτι που για να αλλάξει, πρέπει ο καθένας μας ξεχωριστά, να σταματήσει να εν ο γάρος που παρκάρει μπροστά που τες στάσεις των λεωφορείων.


20
Jul 13

Επέτειος

«Έτσι μέρες του Ιούλη, τζείνοι ποτζεί στήννουν μπαιράμια τζαι παναύρκα. Εν τζαι κόφτει τους, θωρείς ήρταν ποδά να ψουμνίσουν, σάννα τζαι εν συμβαίνει τίποτε.»

Επεριεργάζουμουν ένα παπούτσι που εφένετουν καλό για την δουλειά. Ετράβησε μου το ενδιαφέρον η συζήτηση. Ακούμπησα το παπούτσι στο στάντ του τοίχου, τζαι έγυρα περίεργος να δώ ποιοι συζητούν.

Πίσω που τον διαχωριστικό τοίχο, που εξυπηρετούσε τζαι σαν εκθετικό στάντ των παπουτσιών του καταστήματος, έκοψε το μάτι μου ένα ζευγάρι ηλικιωμένων να δοκιμάζει παπούτσια. Μαζί τους, μια πιο νεαρή κοπέλα που τους εμιλούσε Τούρκικα, μάλλον κόρη τους ή κάποια συγγενής που επροσφέρθηκε να τους βοηθήσει να έρτουν στον Ελληνοκυπριακό τομέα να ψουμνίσουν ορθοπεδικά παπούτσια γνωστής φίρμας.

Γύρω τους πεταμένα, ανοιχτά κουτιά τζαι διάφορα μοντέλα παπουτσιών. Λαμβάνοντας υπόψην το εκνευρισμένο ύφος της νεαρής που ήταν μαζί τους, καθώς τζαι το βλέμμα της πωλήτριας που ενόμιζες ότι αν ήταν να γινεί μασιέρι τζαι να τους ππαλιάσει, εκατάλαβα ότι η κοτζιάκαρη ήταν νάκκο ιδιότροπη τζαι εν έβρισκε παπούτσι να κοστερκάζει πάνω της. Η ιδιοτροπία, όπως φαίνεται, εν έσιει ράτσα.

Η πωλήτρια, μια σχετικά καλοστεκούμενη πενηντάρα. Εφορούσε ριχτή, μπέζ, τελαντωτή μπλούζα, ποτζείνες που είναι απαραίτητες στην γκαρνταρόμπα κάθε Κυπραίας που επάτησε τα σαράντα.

Δίπλα της, μια νεαρή, αλλοδαπή υπάλληλος. Σχετικά όμορφη με λλία κιλά παραπάνω τζαι ένα τουπε, βοηθού κακού, σε ταινία του James Bond.

«Εγώ θυμούμαι ακόμα τζείνη τη μέρα.» Είπε τζαι εχαμογέλασε με νόημα στην βοηθό της. Προσπαθώντας λλίο παραπάνω από ότι ήταν απαραίτητο, η υπάλληλος απάντησε, φωναχτά «Ναι κυρία; Απαναγκία μου, πρέπει να φομπιτίκατε μπάρα πολύ!».

«Εφοήθηκα καλό κόρη μου. Ήντα εν πράμα! Εσυκωθήκαμε το πρωί τζαι εππέφταν πόμπες». Σε μια αναλαμπή, σάννα τζαι επέρασαν που το νού της οι σκηνές του πολέμου, έβαλε τα σιέρκα στην κόξα τζαι εποφύσισε ανυπόμονα. «Ούφφου, πότε εννα φύουν τούτοι, εφκάλαν μας την ψυσιή μας!».

Έπιασε με το μάτι της, να την θωρώ αμήχανα τζαι να περιεργάζουμε με τον αντίχειρα μου, την γλώσσα μιας παντόφλας. «Θέλετε βοήθεια;» είπε. Το βλέμμα της σαστισμένο, αβέβαιη επροσπαθούσε να μου δείξει ότι εν εννοούσε εμένα με το αγανακτισμένο της επιφώνημα, προ ολίγου.

«Εεεε, όχι ευχαριστώ. Απλά ρίχνω μια ματιά.» απάντησα τζαι ετράβησα απότομα το σιέρι μου που την παντόφλα.

Πίσω της η βοηθός πωλήτρια, επροσπαθούσε με μισά εγγλέζικα τζαι κουτσά ελληνικά να συνεννοηθεί τζαι να καταλάβει πιο εν το πρόβλημα με το παπούτσι της κοτζιάκαρης. «Εμείς φταίμε» εμουρμούρισε. «Που τους αφήνουμε έτσι τζαιρούς να κυκλοφορούν ποδά έτσι ξαπόλητοι».

Εχαμογέλασα με δυσκολία τζαι έφυα. Επερπάτησα στην Μακαρίου. Μέσα που τα κλειστά καταστήματα με τες ταπέλλες «Ενοικιάζεται» εδιερωτούμουν ποιος τελικά είναι ο εχθρός τούτης της χώρας. Ποιος άλλος, εκτός που εμάς.