Μέρα 9η

Αγαπημένη μου Ρέα,

Εχτές έβλεπα τηλεόρασην στον κοινόχρηστον χώρον. Αρέσκει μου να θωρώ τηλεόραση μέσα-μέσα μαζί με τους υπόλοιπους φυλακισμένους. Με την ευκαιρία, ακούω τι γίνεται στον έξω κόσμο τζαι κόφκω τζαι κίνησην.
Ελάλεν στα νέα ότι έσιει πλάσματα που διασταυρώνουν ολόκληρη την Τουρκίαν τζαι ύστερα μιαν θάλασσαν τζαι ύστερα ολόκληρην την Ελλάδαν για να φτάσουν τάχα στην Ευρώπη. Να γλυτώσουν ‘που τες πόμπες τζαι τες σφαίρες.
Έδειχνε το λοιπόν κάτι μωρά, πα’ στα ζινίσια των γονιών τους, κάτι γέρους που όσσον τζαι εβρίσκαν τα να παρπατήσουν. Κάτι ταλαίπωρα πλάσματα, ντυμένοι με παλιόρουχα, φορτωμένοι τες οικογένειες τους τζαι ό,τι εμπορούσαν να κουβαλήσουν ‘που το σπίτιν τους. Τούτα τα πλάσματα, το λοιπόν, είπεν ότι έν’ εγκλωβισμένα στα σύνορα της Ελλάδας με την υπόλοιπην Ευρώπην τζαι ότι εκλείσαν τα σύνορα τζαι ‘εν τους αφήνουν να ρέξουν. Εγώ είδα τους στην τηλεόρασην τζαι εγίνην η ψυσιή μου μαύρη. Τούτοι που τους θωρούν ομπρός τους να κουντούν, να κλαιν, να παρακαλούν, ίνταλως βαστάγνουν;

Πόσα έν’ τούτα τα πλάσματα τζαι ‘εν μπορούν να τους θρέψουν; Τόσα ριάλλια πετάσσουμεν πάνω σε μαλακίες. Επί τη ευκαιρία, εψές είδα τζαι μιαν διαφήμισην της Γιουροβίζιον. Να ξοθκιάσουμεν τόσα λεφτά σε παναΰρκα έχουμεν, να ταΐσουμεν τζαι να φιλοξενήσουμεν τρεις χούφτες πλάσματα ‘εν μπορούμε;

Είσιεν τζαι κάτι παιθκιά τζιαμαί σαν εθωρούσαμεν τηλεόρασην, που αρκέψαν να λαλούν ότι τούτοι ούλλοι έν’ τζιχαντιστές τζαι κανονικά έπρεπεν να τους παίξουμεν ή να τους βάλουμεν φυλακήν. ‘Που πότε έγινεν ο ανθρώπινος πόνος τρομοκρατία; Έτσι σκέφτεται ο κόσμος έξω ‘που δαμέσα;

Άλλος είπεν ότι τούτοι έρκουνται να μας φαν τες δουλειές μας, άλλος είπεν ότι θέλουν να γεμώσουμεν μουσουλμάνους τζαι να ξειληφτούν οι χριστιανοί. Τάχα, έννεν ο Χριστός που είπεν να αγαπούμεν ούλλον τον κόσμον τζαι άμμα έχουμεν θκυο χιτώνες να διούμεν τον έναν; Εμαράζωσα μιαν φοράν για τους πρόσφυγες τζαι εμαράζωσα άλλο δέκα για τα πράματα που άκουσα. Κανένας γονιός δεν φορτώνεται το κοπελλούιν του τζαι να το βάλει σε μιαν βάρκαν μες στην θάλασσαν, αν η θάλασσα δεν είναι πιο ασφαλισμένη που την στεριάν.

Θυμάσαι που άμμα ήταν κρυάδα το πρωίν εκούρρωνες όπως το πεζουνούιν μες στα αγκάλια μου να βράσεις; Πού να θυμάσαι… Ήσουν μωρόν αφού. Εγώ θυμούμαι όμως. Τζαι θυμούμαι ότι έσφιγγα σε να ζεσταθείς τζαι επαρακαλούσα να κρυώννω εγώ παρά να κρυώσεις εσύ. Ήμαστε σπίτιν μας, στο δωμάτιο μας, με ρούχα ζεστά, καθαρά. Ασφαλείς ‘που οτιδήποτε έξω ‘που τους τοίχους.

Εσκέφτηκα έναν τζύρην να κραεί το μωρόν του μέσα σε μιαν βάρκαν στην μέση του πελάγου. Τα κύμματα να χτυπούν αριστερά-δεξιά τζαι να τους λούννουν. Τον αέραν να φυσά. Το μωρόν να κλαίει. Τζαι τζείνος ο κακορίζικος να μεν έσιει κανέναν τρόπον να το προστατέψει. Έσιει πκιο απελπιστικόν πράμαν ‘που τούτον; ‘Που το να μεν μπορείς να γλυτώσεις το κοπελλούιν σου; Να μεν το δείξει η ζωή ούτε στον σιειρόττερον μου εχθρόν.

Λείπεις μου, Ουρανός