Μέρα 8η

Ελπίζω να σε βρίσκω καλά σήμερα. Εγώ δεν μπορώ να πω ότι είμαι καλά τις τελευταίες μέρες. Ανησυχώ για τον κύριο Αντώνη. Ανησυχώ για το τι εσυνέβηκε στον κύριο Αντώνη.

Πριν μια βδομάδα, εξύπνησα το πρωί τζαι ήταν χασιμιός. Έλειπεν που το κελλί του. Εκατάλαβα ότι πρέπει να έφυεν μες την νύχτα, επειδή το κρεβάτι του ήταν ξίστρωτο αλλά τα ξυριστικά του ήταν ακόμα μέσα στο βαλιτσούι τους. Πάντα αφήνει το ξυραφάκι στην άκρη του νιπτήρα για να στεγνώσει τζαι βάλλει το στην θέση του λλίο πριν το μεσημεριανό μας.

Εκρυφάκουσα κάποιες συζητήσεις, αλλά πολλά λλία πράματα έμαθα. Ο Πέτρος ο Μπλάκκης είπεν ότι είδε κάτι τύπους με άσπρα ρούχα να μπαίννουν στο κελλί του τζαι μετά να τον τραβούν έξω αναίσθητο. Αλήθκεια, ψέματα του, εν ξέρω. Εγώ πάντως, που λαοτζοιμούμαι τζαι ακούω τες κουτσουκούτες να κλάννουν που λαλεί ο λόος, εν εκατάλαβα τίποτε τζείνη την νύχτα.

Να ήταν τζαι κανένα πλάσμα επικίνδυνο, ή να είσιεν διαφορές με κανένα, να πω δικαιολογείται, εβάλαν τον στην απομόνωση. Αλλά δεν έσιει πιο ήσυχο άνθρωπο, να φανταστείς εν ο μόνος που μου λαλεί καλημέρα τζαι χαμογελά. «Καλό πλάσμα, τζαι στην φυλακή;» έννα με ρωτήσεις.

Χρειάζεται μια λάθος στιγμή για να γίνει το κακό Ρέα μου. Έμαθα ότι στην φυλακή εμπήκε για φόνο εκ προμελέτης. Έσφαξε την γεναίκα του. Εν την εσκότωσε απλά. Έσφαξε την.

Ο κύριος Αντώνης ήταν κασάπης έξω που την φυλακή. Έκοψε την κομμάθκια σούβλα, έβαλεν την σε σακκούλλες τζαι εκουβάλησεν την ως τον αστυνομικό σταθμό του Λυκαβητού. Να δούμε ήντα σιεροκουτάλα ήταν τούτη, τζαι τι ετράβησε ο κύριος Αντώνης μαζί της.

Πάντως, μες την φυλακή εφαίνετουν ευτυχισμένος. Πάντα χαμογελαστός, ήρεμος, συνεσταλμένος. Σαν τον παππού μου, νομίζω πρέπει να κουβαλεί τζαι κουφέττες γλυκάνισσο μες τες πούντζιες του. Εφόρεν συχνά τελαντωτή φανέλλα άσπρη τζαι παντελόνι μπεζ. Είσιεν μια τζοιλιά σάννα τζαι εκατάπιεν θκυό παττίσιες ολόκληρες τζαι η φούχτα του ήταν σαν το φκιάρι. Άσπρα μαλλιά, κυματιστά τζαι μια μουστάκα φουντωτή, που ενόμιζες ότι ήταν μόνιμα χαμογελαστή. Αν δεν ήταν κατάδικος ή φόνιας ή κασάπης, θα εμπορούσε να γίνει Άη Βασίλης. Έσιει μιαν εφτομάν που λείπει τούτος ο άνθρωπος. Χωρίς να αφήσει σημάδι πίσω του.

Ουσιαστικά, εξαφανίστηκε, εχάθηκε σαν τον καπνό του τσιάρου. Σάννα τζαι εν υπήρξε ποττέ μες την φυλακή. Τζαι οι φύλακες συμπεριφέρουνται σάννα τζαι εν ήταν ποττέ ο κύριος Αντώνης στο κελλί απέναντι. Μυστήρια πράματα.

Εμένα όμως τα μυστήρια τριβιτζιάζουν με. Μπορεί να συμβεί κάτι παρόμοιο τζαι σε μένα; Πρέπει να είμαι προετοιμασμένος. Ξέρε ότι αν σταματήσω να σου γράφω, σημαίνει ότι κάτι περίεργο συμβαίνει. Να έρτεις να με γυρέψεις.

Φιλιά,

Ουρανός