– Τα κοπελλούθκια τούτες τες μέρες έν’ όπως τα καθυστερημένα. Άκουσες ποττέ σου καλαμαρούι να μιλά; Ξεκινούν τζ’αι μιλούν τζ’αι η γλώσσα τους πάει φουσ’έκκιν. Γυρίζουν τες λέξεις όπως τον μύλο που αλέθει τες ελιές, ρε φίλε. Εμάς τα κοπελλούθκια ξεκινούν να συντύχουν τζ’αι πριν να πουν μιαν πρόταση, συγχύζονται, χάνουν τα, ξεχάννουν τι είσ’εν να πουν. Τζ’αι τα ελληνικά τους; Να μεν το συζητήσουμε καλύτερα. Ούτε λεξιλόγιο έχουν, ούτε τίποτε. Εμαννέψαν ούλλα πά’ στα φέισπουκ τζ’αι τα πλέιστέσιον.
– Ναι, ρε. Αφού οι καλαμαράες έχουν το μες στο αίμα τους. – Είντα, οι καλαμαρίνες! Άκουσες καλαμαρίνα να μιλά; Έν’ σαν να τζ’αι πιάννεις σε ροζ γραμμή, ρε. Είνταλως τα καταφέρνουν οι μαυρογέρημες! Να μας ακούσει τζ’αι η γεναίκα μου τωρά ρε τζ’αι να μας αρρώσει.
– Κανεί ρε, εν τζ’αι είπες τζ’αι κανένα ψέμα. Να μάθει να συντυχάννει τζ’αι τζ’είνη έτσι τζ’αι ύστερα να έσ’ει απαίτηση.
– Οι καλαμαράες έν’ πιο πολύστροφοι ‘που εμάς ρε.
– Είντα πολύστροφοι, ρε πελλέ, εν τζαι έν’ μηχανές ττου-στροκ, έν’ αθρώποι.
– Εννοώ στροφάρει πιο γλήορα ο εγκέφαλος τους, ρε. Σκέφτουνται πιο γλήορα ‘που τους Κυπραίους. Του Κυπραίου λαλείς του μιαν κουβέντα τζ’αι θέλει τζ’αι πέντε λεπτά να παλάρει. Ο καλαμαράς ξεκινά να σου μιλά πριν να τελειώσεις την κουβέντα σου.
– Ε, καλά όμως. Λαλούμε, λαλούμε για τους Κυπραίους τζ’αι τους καλαμαράες. Την δουλειά που εννά σου φκάλει ένας Κυπραίος σε μια μέρα, ο καλαμαράς εν θα σου την φκάλει σε μιαν εφτομάδα. Ούλλο λόγια ένι τζ’αι λαφαζανιές. Άμα έν’ για να δουλέψουν,έν’ τέλεια κουνόσσ’υλλοι τζ’αι παραπόττες.
– Τζ’αι εγέμωσεν ο τόπος ρε! Πού εβρεθήκαν τούτοι ούλλοι οι καλαμαράες! Εφύαν ούλλοι ‘που την Ελλάδα τζ’αι εκουβαληθήκαν δαμέσα. Σαν να τζ’αι έσ’ει παραπάνω δουλειές δαμαί. Έν’ η κουβέντα ότι δουλεύκουν με κάτι μισθούς πείνας που συφφέρει τους μαστόρους να τους διούν δουλειά. Ο Κυπραίος θέλει τα διπλάσια ‘που τον καλαμαρά.
– Ναι, αλλά ο Κυπραίος φκάλλει παραπάνω δουλειά.
– Σίουρα ρε. Τούτον έν’ δεδομένο, οι καλαμαράες μόνο να συντυχάννουν τζ’αι να πίννουν τσιάρο. Έχουμεν τζ’είνον τον Γιάννη τζ’αμαί στην αποθήκη εμείς. Που την ώρα που έρκεται δουλειά ώς την ώρα που σκολάννει, ππάφφα-ππούφφου τζ’αι πούρου-πούρου.
– Εν τζ’αι έν’ καλαμαράς, ρε αχάπαρε, τζ’είνος.
– Καλό είνταν που ένι;
– Εν πο’ τούντους Γεωργιανούς, είντα θκιάολο τους λαλούν.
– Έννεν Ρώσσοι ρε τούτοι;
– Όι ρε, έννεν Ρώσσοι. Αφού μιλούν ελληνικά τζ’αι έν’ Ορθόδοξοι. Έν’ καλαμαράες που αναγιωθήκαν στη Γεωργία.
– Έν’ γι’ αυτό που φακκά νάκκον η γλώσσα του καλό.
– Ε, αλώπως ρε. Τέλοσπαντων, έναν έν’ το σίουρον, κουμπάρε. Σε λλία χρόνια οι Κυπραίοι εννά έν’ μειονότητα στην Κύπρο. Πίννεις άλλο μια ζιβανία να σου γείρω;
– Πίννω κουμπάρε.
– Άτε, εΐβα τζ’αι καλές γιορτές