Ποια εν η αιτία σου μιτά1 μου, τζι εν πααίννεις,
Οξα2 ΄βραν σου καλλύττερον τζι εμέναν εν με παίρνεις.
Εν ήτουν με το κκέφιν της τζι εγίω κατάλαβα την
τζι αππήησα3 που τον βραμόν4 τζιαι ξαναφίλησα την,
για τελευταίαν μου φοράν, τζιαι ποσιαιρέτησα την.
Αρώτουν τες γειτόνισσες προξένια ποιοι επήραν,
Γοιον τον σκαρτάτον5 έπαθα,
αμα μου είπαν τζι έμαθα
καλά την ιστορίαν.
Πάω μες σ’ εναν καφενέν έτσι με δίχως ψέμαν,
Έκατσα τζι έπιννα κοφτές6, να κάμω ξένον γαίμαν.
Άμα τζι εμέθυσα καλά, εις το στενόν της πάω,
είσιεν πολλούς τζι ακούσαν με,
πόσσω κατηγορούσαν με,
πόξω λαλούσαν πράβο.
Τζι αρκίνησα να τραουδώ τζιαι τζείνη κρολοάτουν7,
τους όρκους εθθυμήθηκεν τζι ελούθην του κλαμάτου8.
Λαλώ της, όποιος σ’ άγγρισεν9, πε μου το μεν φοάσαι,
τζι αν νέν’ η μάνα σου, σφάζω την τζι εν νώθεις που τζοιμάσαι.
Αγγρίστηκες τζι ενόμισες πως ενν’ αυτοκτονήσω,
μα ‘ννα βρω μιαν καλλύτερην ‘πο σέναν ν’αγαπήσω.
Αν μεν είσιεν η μάνα σου γεναίτζιες συντροφίαν σου,
‘πο μέναν έντζ΄αγγρίζεσουν,
μητ’ αλλον εσχετίζεσουν,
να βκείς που την σειράν σου.
Ποία μαυλομάνα10 σ’ εβαλεν με άλλον να γυρίσεις
τζιαι τόσην μισιτιάν11 μ’ εμέν,
άμα με δείς, θωρείς χαμαί12,
μέμπα13 τζιαι σιαιρετήσεις.
Αν γελαστείς τζιαι χαρτωθείς14 με τζείνον που σου τάσσουν,
που τούντην πίστην θ’ αλλακτώ
ή να ‘ρτω νύχταν να παιχτώ
δαμαί στην γειτονία σου.
Περίτου που τα μάθκια μου, είχα σε πέρτικα μου,
τζιαι κρώστηκες15 των γεναικών,
όμως για σέναν εν’ κακόν
τζι εμέν ωφέλεια μου.
Εγίω ‘τσι όρκον σου διώ,
να κατεβάσουν τον θεό,
πουλλίν μου, εν σ’αρνιούμαι.
Άσπρη τρανταφυλλία του Μα’,
πέντε λεπτά την εβτομάν,
με μόλις να τζοιμούμαι,
τζι εσού γιατί να τους κρωστείς
τζι άλλον πο μέναν ν’αρμαστείς16,
να μ’ έσιεις να σσωτζειούμαι17.
Έλα ‘ξω κόρη να σε δώ τζιαι πάψε τζιαι κανεί σε,
γιατ’ εννα πά να σκοτωθώ,
που τούντον κόσμον να χαθώ,
βάρος του τόπου είμαι.
Τέλος εκαταφέρτηκεν τζιαι εκτύπησεν την πόρταν
τζι είπουν πως εκούντησεν η γέρημη μου σόρτα18.
Λαλεί μου φύε που δαμαί, γιατί αν ιξυπνήσει
ο τζύρης19 μου τζι ακούσει σου, εννα σε τουφεκκίσει.
Τζι άυριον που ‘ννα με ρωτούν αττέν να με χαρτώσουν,
εννα τους πω είμαι μιτσία20, πέρκι τζιαι μετανώσουν.
Αλλα το ίσιον να σου πώ,
έτσι με δίχως να ντραπώ,
είντα λος εννα ζιούμεν;
Εσού φτωχός, εγίω φτωσίη,
θωρείς ο κόσμος έν έσιει
δουλειές να εργαστούμεν.
Αν μ’ αγαπάς που τωρά, έλα μ’ εμεν, χαρώ σε,
να μου περάσει ο έρωτας
τζιαι για την φτώσιειαν μεν ρωτάς
τζιαι δκιακονώ21 τζιαι ζίω σε.
Αν ήτουν όποιος σου λαλεί κοντά σου να τον φήννεις,
εν έπρεπεν τόσον τζιαιρόν,
που ‘μουν εννία χρονών μωρόν,
αγάπην να μου δείχνεις.
Αλλα να φύω που δαμαί τζιαι άνεννοια λάμνε ππέσε22,
τζι εν κρίμα ν’αγρυπνάς εσύ,
που’ σαι μια πέρδικα χρυσή,
γιατί κρυολοέσαι.
Το κρίμαν μον τζιαι κόφκεις το που ‘ν μ’ αφησες να μάθω
εις το σχολείον γράμματα, αλλά καλά να πάθω.
Πουλλίν μου καλομέρωτον τζιαι καλοαγγρισμένον
ποσιαιρετώ τζι αφήννω γειά, γιατ’ είσ’ αγρυπνισμένον
τζι ως το πωρνόν23 να μ’ εβρουσιν, Θεέ μου, σκοτωμένον.
(Συνεχίζεται)
- μαζί μου [↩]
- ή [↩]
- πήδηξα [↩]
- φράχτη [↩]
- απο το ιταλικό scartato, τρελλός, παράφρονας [↩]
- ζιβανίες σε μικρά ποτήρια [↩]
- κρυφάκουγε [↩]
- λούννω:κάνω μπάνιο, πνίγηκε στο κλάμα [↩]
- απο το Αγγλικό angry, θύμωσε [↩]
- προαγωγός, μαστροπός [↩]
- μίσος, έχθρα [↩]
- βλέπεις το πάτωμα [↩]
- μήπως σου ξεφύγει [↩]
- αρραβωνιαστείς, απο το χαρτί-προικοσύμφωνο που ετοίμαζαν πριν τον γάμο [↩]
- άκουσες, απο το αρχαίο ακροώμαι [↩]
- απο το μεσαιωνικό αρμάζω, παντρεύω [↩]
- εσωκαίομαι, καίομαι βαθία μέσα μου [↩]
- απο το Ιταλικό sorta, τύχη [↩]
- κύρης [↩]
- μικρή [↩]
- απο το αρχαίο διακονώ, ζητιανεύω [↩]
- κοιμήσου χωρίς έγνοια [↩]
- πρωνόν, πρωινό [↩]