Μια νύχτα καθώς εκάθουμουν με παρέα, σε ένα μικρό εστιατόριο της Λήδρας, είδα δύο πρόσωπα να περνούν. Τζιαι οι δύο, που το μακρινό μου παρελθόν.
Η τελευταία φορά που τους είδα μαζί ήταν όταν ήμουν δημοτικό.
Ας τους πώ, Αντρέα τζιαι Δημήτρη.
Ο Δημήτρης, έσιει νοητική υστέρηση, ο Αντρέας, ο πατέρας του, φαίνεται ότι τζιαι τζείνος έσιει κάποιο παρόμοιο πρόβλημα.
Τον Δημήτρη θυμούμαι τον στο δημοτικό, ήταν δύο τάξεις πιο πίσω που εμένα.
Στην τετάρτη του δημοτικού, τότε που έμαθα την λέξη “καθυστερημένος”.
Ο Δημήτρης ο καθυστερημένος.
Επροσπάθησα να πίασω κουβέντα με τον Δημήτρη μια μέρα, να δώ τι ακριβώς είναι, πως σκέφτεται. Οι συμμαθητές μου επεριπαίζαν με ότι είμαι τζιαι εγώ καθυστερημένος επειδή έκατσα δίπλα του.
Μέσα που την ανωριμότητα τους, τα μωρά γίνουνται άγαρμπα. Εγώ απλά ήθελα να είμαι αποδεκτός τζιαι εσταμάτησα να τον πλησιάζω.
Ενας συμμαθητής μου, ο Πέτρος, επείραζε τον πολλά.
Έπιαννε του την κκελλέ του τζιαι έσφιγγε του την με ούλλην του τη δύναμη τζιαι ερώταν τον αν πονεί.
Ο Δημήτρης, απλά εγελούσε με τζείνο τον ιδιαίτερο τζιαι κατ’ εμάς αστείο τρόπο που γελούν τα άτομα με νοητική υστέρηση.
Προφανώς επειδή είσιεν την αίσθηση ότι επαίζαν τζιαι έκαμνε ότι εδιασκέδαζε το για να τον ικανοποιήσει.
Άλλες φορές έβαλλεν τον να φακκά την κκελλέ του πας τον τοίχο ή εγύριζε τον γυρώ-γυρώ κρατώντας τον που το σίερι τζιαι αμα τον εζάλιζε, έβαλλεν του κλάππα.
Ο Δημήτρης πάντα εγελούσε.
Μια φορά, είρτεν ο Αντρέας (ο παπάς του) στο σχολείο να κάμει παράπονο, επειδή ο Δημήτρης είπεν του τι του κάμνουν τα άλλα μωρά στο σχολείο.
Θυμούμαι ότι εν ήβρε το δίκαιο του με τους δασκάλους τζιαι επήε να έβρει τον Πέτρο, τον συμμαθητή μου, να του κάμει παρατήρηση.
Την επόμενη μέρα, ο Πέτρος εφουμίζετουν μας ότι ο παπάς του επήεν τζιαι ήβρε τον παπά του Δημήτρη τζιαι απείλησε τον ότι αν ξανακοντέψει του γιού του εννα τον κάμει μαύρο. Τζιαι επρόσθεσε με μίσος “Οι μαννο-καθυστερημένοι”.
Ο Δημήτρης τις προάλλες, ήταν διαφορετικός. Ήταν ήρεμος, αγέλαστος, σοβαρός.
Ο παπάς του γερασμένος. Εστάθηκε για λλίο έξω που το εστιατόριο τζιαι εμέτρησε κάτι ψιλά για να δώκει του Δημήτρη.
Μόλις τον είδα, εξεδιπλωθήκαν μες τον νού μου διάφορες αναμνήσεις. Σάννα τζιαι άνοιξε, στο πίσω μέρος του μυαλού μου, ένα μπαούλο που έκλεισα πριν χρόνια.
Οι αναμνήσεις, εφιλτραριστήκαν με την γνώση, με την ηθική, με την απλή λογική.
Τζιαι εγινήκαν ένα σύννεφο γκρίζο, γεμάτο τύψεις.
Το γεγονός ότι ήμουν μιτσής τζιαι εν εκαταλάβαινα τι εγίνετουν, ότι εν υπήρχε κάποιος να μας μιλήσει, να μας εξηγήσει, εν αλάφρυνε ούτε για ένα δευτερόλεπτο την συνείδηση μου.
Εγεμώσαν τα μάθκια μου.
Εν είχα την δύναμη να ζητήσω συγγνώμη, εγώ εν θα εμπορούσα να με συγχωρέσω.
Η φύση εστέρησε του κάποιες ικανότητες. Εμείς σαν κοινωνία, εγώ σαν άνθρωπος, εστερήσαμε του την αγάπη, την αποδοχή.
Εν ξέρω αν μας θυμάται ο Δημήτρης, αν μας εσυγχώρεσε ποττέ. Ξέρω ότι αξίζει μας να ζήσουμε με το βάρος των παιδικών μας σφαλμάτων.
Για να θυμούμαστε να μάθουμε των δικών μας κοπελλουθκίων, ότι ούλλοι χρειάζουνται αγάπη. Έστω τζιαι αν εμείς νομίζουμε ότι εν έχουν αντίληψη.