Επερπατούσα να πάω έσσω το μεσημέρι να φάω. Όπως ήμουν αχάπαρος, έχασα την γή κάτω που τα πόθκια μου τζαι ευρέθηκα, φαρδύς, πλατύς σε μια λάντα με λάθκια. Ετυλίξαν με τα νεύρα τζαι η αγανάκτηση. Που τζιαμέ που επερπατούσα χαρούμενος, σκεπτόμενος το λουβί που με επερίμενε σπίτι, εβρέθηκα ολοπούρπουλλος βουττημένος μες τα λάθκια, όπως το ξεσιειλισμένο το τάγκι. Επία έσσω, άλλαξα τζαι χωρίς να φάω εστράφηκα πίσω στον τόπο του εγκλήματος να πιάσω στο δημαρχείο να κάμω το παράπονο μου.
Ήμουν στην αναμονή για κανένα λεπτό. «Ως τζαι ο αυτόματος τους τηλεφωνητής ακούετε να βαρκέται που ζιεί» εσκέφτηκα. «…για να συνδεθείτε με την τηλεφωνήτρια..πατήστε το μηδέν» εσυνέχισε η ηχογραφημένη φωνή καλωσορίσματος. Επάτησα το μηδέν τζαι επερίμενα στο ακουστικό ακόμα λλίο, ώσπου τζαι σήκωσε το μια κοπέλλα.
«Ναι» είπε μου τζαι ένιωσα όσο άσιημα εννα ένιωθα αν εσύκωννα κάποιον που το κρεβάτι η ώρα 2 το πρωί.
«Χαίρεται» λαλώ της. «Ναι» απαντά μου ξανά. «Ήντα κέρατο» λαλώ που μέσα μου «μόνο ναι λαλεί τούτη; Άμπα τζαι έκαμα κανένα λάθος στα κουμπιά;». «Τι είναι εκεί;» συνεχίζω. «Ο δήμος» απάντησε με το ίδιο βαριεστιμένο τζαι άτονο ύφος.
Ο δήμος ακούεις. Ποιος δήμος; Σάννα τζαι ένα δήμο έσιει η Κύπρος. Ας μου ελάλεν «Δήμος τάδε Κύριε μου, μα εν ξέρετε που επιάσετε;» να με προσβάλει πως είμαι αχάπαρος. Να νιώσω όμως ότι κρατά πλάσμα ζωντανον το τηλέφωνον στην άλλη μερκά της γραμμής τζαι όχι υπνοβάτης.
Εν πάσει περιπτώση, εκατάλαβα ότι επροσπαθούσε να μου δώσει όσο πιο λλίη ανταπόκριση εγίνετουν για να διαρκέσει τζαι η συζήτηση μας ακόμα λλιότερο. «Θέλω να κάμω μια καταγγελία. Εν μαζί σας που πρέπει να μιλήσω;»
«Ναι» απάντησε μου ξανά τζαι έχασα κάθε ελπίδα για οποιαδήποτε ουσιώδη συζήτηση. Καλύτερα να έπιαννα κουβέντα με τον αυτόματο τηλεφωνητή, τουλάχιστον μαζί του υπήρχε μια κάποια υποτυπώδης αλληλεπίδραση.
«Έσιει μια οικοδομή δαμέ, τζαι εσιωνόσαν κάτι τάγγια με λάδι μες το δρόμο τζαι πας τα πεζοδρόμια. Έγλιασα πριν, τζαι λλίο έλειψε να σκοτωθώ. Έσιει δημοτικό δαμέ κοντά, νηπιαγωγείο, κυκλοφορούν κοτζιάκαρες, εννα έχουμε ατύχημα αν δεν το καθαρίσει κάποιος σύντομα.»
– Εντάξει
– Εντάξει, τι; Εννα στείλετε κάποιον να το καθαρίσει;
– Ναι
– Αφου εν σας είπα την οδό.
– Ποια είναι η οδός;
– Όδος Τάδε, πίσω που το ταχυδρομείο
– Εντάξει
– Έσιετε υπόψην το περιστατικό; Έπιασε σας κανένας άλλος;
– Όχι
– Εννα στείλετε κάποιον σήμερα;
– Μάλλον
– Ποια είναι η όδος είπαμε πρίν;
– Τάδε
– Ευχαριστώ, γειά σας.
– Γειά σας.
Εκλείσαμε, χωρίς να είμαι βέβαιος αν εσυνεννοηθήκαμε. Ως την επομένη το απόγευμα, ο δρόμος ήταν ακόμα ολόλαδος τζαι εγώ εμάλλωνα με τον υπεύθυνο του εργοταξίου για να το καθαρίσουν.