Ένας τύπος που ξέρω, εν αλκοολικός. Εν ήταν πάντα ο άνθρωπος έτσι, εκατάντησεν έτσι. Ο λόγος ένας, η μάλλον μία. Μια γενέκα.
Για χάριν της ιστορίας ας τον αποκαλέσουμε Βαρνάβα.
Ο Βαρνάβας, έννεν Κυπραίος. Εν που την Αρμενία, τζιαι ήρτε στην Κύπρο ακολουθώντας την πρώην γενέκα του. Αλόπως εμήνυσε του πως έσιει ψουμί στην Κύπρο τζιαι μπορεί να δουλέψει με παραπάνω λεφτά, τζιαι άμα τζιαι έφυεν τζίνη που την Αρμενία, ήρτεν πίσω της τζιαι τούτος. Πιστεύκω ότι οι λίρες ήταν το τελευταίο πράμα, μάλλον εν για τζίνη τζιαι για το μωρό του που εξενιτεύτηκε.
Εν καλό πλάσμα όμως τζιαι δουλευταράς, δηλαδή το ψωμί του έβκαλλε το με την αξία του. Απλά άρεσκει του να πίννει ένα ποτηρούι παραπάνω.
Τον τελευταίο τζιαιρό ήταν χασιμίος.
Επέρασα έξω που το δωμάτιο του πριν θκύο εφτομάες τζιαι εβρωμούσε λέσιη. Η πόρτα ήταν κράνοιχτη. Τζίνος κουβαρωμένος μες το κρεβάτι του, ντυμένος με κάτι ρούχα ξημαρισμένα τζιαι κατουρημένα. Το δωμάτιο του σταύλος, χαμέ ποτσίγαρα τζιαι μαυρίλες, ρούχα πεταμένα σε ούλλες τες γωνίες τζιαι διάφορα άδεια μπουκκάλια απο κρασί αραδιασμένα στο πάτωμα.
Ήταν έτσι σχεδόν θκύο εφτομάες. Τόσο τζιαιρό είσιεν να δει τζιαι την πρώην γενέκα του. Τζίνη έρκετουν κάθε λλίο τζιαιρό, έππεφτε μαζί του ένα-θκύο νύχτες, έτρωεν του όσες λίρες είσιεν φυλάμενες τζιαι εξαφανίζετουν. Ο Βαρνάβας, άμα εγίνετουν τούτο, επίεννε στον μπακκάλη τζιαι εγόραζεν ότι έβρισκεν ομπρός του που είσιεν αλκοόλ μέσα. Τούτη τη φορά, επήρεν τον πουκάτω για τα καλά όμως.
Το πρωί ήρτεν το γραφείο ευημερίας τζιαι εσύναξεν τον. Επήραν τον μέσα οι νοσοκόμες, ελούσαν τον, εβάλαν του ορρό, εταίσαν τον, εκάμαν τον πλάσμα τέλος πάντων. Εδώκαν του τζιαι λεφτά να πιάσει ταξί να πάει σπίτι. Στον δρόμο ο Βαρνάβας, εσταμάτησε τζιαι εγόρασε τρείς μπουκάλλες βότκα. Ως το απόγευμα, ήταν μεθυσμένος στρακόττο πάλε τζιαι εκούρρωσε πας το στρώμα του, μέσα στο βόθρο που έκαμε στο δωμάτιο του.
Οι τρείς τύποι με τα μαύρα που ήρταν την νύχτα που τζιαμέ, είπαν ότι εν του ΣΙ ΑΙ ΤΙ. Αστυνομία.
Ο Βαρνάβας φαίνεται, επειδή εν είσιεν λεφτά, τζιαι μεροκάματο εν έβκαλλε (αφού ήταν μεθυσμένος ούλλη μέρα), έκλεφκεν ουίσκια τζιαι κρασιά που μια ταβέρνα λλίο ποιό κάτω που το σπίτι του.
Εσύραν τον χαμέ, εκουντούσαν τον, εφωνάζαν του, εβρίζαν τον. Στο τέλος ετραβήσαν τον τζιαι επήραν τον στο τμήμα. Τζίνος που το ποτό που είσιεν πάνω του, εν εμπορούσε να σταθεί στα πόθκια του, πόσο μάλλον να αντισταθεί.
Έμαθα μετά ότι ήταν παράνομος, τζιαι εννα τον απελάσουν πίσω στην χώρα του.
Θκύο εφτομάες. Τόσο εχρειάστηκε για να καταστραφεί η ζωή ενός ανθρώπου. Ποιός έσιει την εύθηνη όμως; Τζίνος; Η γενέκα του; Το αλκοόλ; Η κοινωνία; Έφαα μια ολόκληρη νύχτα. Απάντηση εν ήβρα.