Τα πρωινά, στο δρόμο για την δουλεία, θωρώ μια κυρία να περιφέρετε κάθε μέρα στον ίδιο τόπο.
Είτε κάθετε πάνω σε κάποιο πεζούλι, είτε κινείτε άσκοπα τζιαμέ γυρώ. Πολλές φορές, στέκεται τζιαι θωρεί με απλανές βλέμμα τα αυτοκίνητα να περνούν τζιαι τον κόσμο να πιένει στις δουλείες του.
Φαίνεται μεγάλη γενέκα, σίουρα έννεν κοπέλλα των είκοσι , τριάντα χρόνων. Πρέπει αν εν γύρω στα εξήντα.
Κάθε μέρα φορεί διαφορετικά ρούχα. Ρούχα, που εν διαφορετικά, περίεργα, συνήθως πολύχρωμα. Πάντα όμως έσιει δεμμένο πάνω στην κκελλέ της ένα κόκκινο ρούχο.
Μια κόκκινη, λεπτή λωρίδα από ύφασμα, δεμμένη γύρω που το μέτωπο της.
Κράτα τζιαι μια τσάντα του μπακκάλη, ποτζείνες που εκρατούσαν οι γιαγίαες μας τζιαι επιένναν να ψουμνίσουν, πιθανόν γεμάτη πράματα.
Τες πρώτες μέρες που την επρόσεξα, έκαμε μου εντύπωση.
Τι γυρεύκει που το χάραμα του φου στην άκρια του δρόμου, ντυμένη έτσι τζιαι να κουβαλά τζιαι την τσέντα;
Μέρα με την μέρα, εγύρευκα την να την δώ. Να δώ τι κάμνει τζείνο το πρωί. Τζιαι άμα καμία φορά εν τη εθωρούσα, κατά βάθος ενοχλούσε με.
Κάποιες φορές είδα την να μπαίνει στο υποκατάστημα της τράπεζας δίπλα που το πεζοδρόμιο που κάθετε συνήθως. Μπορεί να εφίλεψε με τους υπαλλήλους τζιαι να παέννει τζιαμέ συχνά, πυκνά να διά το παρών της.
Νομίζω μια φορά είδα την να διασταυρώνει τον δρόμο για να πάει στο άλλο πεζοδρόμιο. Μάλλον εν της άρεσε όμως, επειδή ποττέ εν τη είδα να στέκεται ή να κάθετε απέναντι.
Άλλες φορές είδα την να κάθετε τζιαι να λιάζετε ανέμελη τζιαι ήρεμη. Όπως τον κάττο, μια καλοτζιαιρινή μέρα. Χωρίς να λαμβάνει υπόψην της τα αυτοκίνητα που βουρούν να προλάβουν τζιαι τους υπόλοιπους ανθρώπους που βιάζουνται να πάν στην δουλεία τους.
Εμείς πίσσουμε μες την κίνηση, φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, παίζουμε πουρούες τζιαι αγχωνούμαστε ότι εννα αργήσουμε να πάμε στην δουλεία. Που το πρωί ξημέρωμα, μπαίνουμε σε ένα ρίνγκ μαλλώνουμε σαν τα ζώα μες τους δρόμους για να προλάβουμε να πάμε στην ώρα μας, σε ένα κλουβί, που εννα είμαστε κλειδωμένοι για οκτώ ώρες, ίσως τζιαι παραπάνω.
Το βλέμμα της έσιει μια αθώα, αναίδεια. Ένα ύφος που φαίνεται να αναγνωρίζει τα βλέμματα που πέφτουν πάνω της, να αντιλαμβάνεται ότι εν διαφορετική, ότι εν τερκάζει με το υπόλοιπο, γκρίζο τζιαι μονότονο τοπίο, αλλά να μεν την νοιάζει.
Στον ίδιο τόπο, χειμώνα – καλοκαίρι. Θωρεί τον κόσμο να περνά με μια απορία, σχηματισμένη στο πρόσωπο της.
Με τα πολύχρωμα της ρούχα, την κόκκινη κορδέλα στο μέτωπο τζιαι την τσέντα γεμάτη πράματα, κάθετε ανέμελη λίγα μέτρα έξω που την καθημερινότητα μας τζιαι μάλλον σκέφτεται.
«Άδε τους πελλούς..»