Στην πανέμορφη πλατεία του Παλαιχωρκού οι γέρικοι πλάτανοι κάμνουν σκιά στους θαμώνες των τριών καφενέδων. Κάτω που το οσσιόν, έγυρα πίσω τζαι απόλαυσα μπύρες παγωμένες τζαι νερό καθαρό, σιόνι που τες φουντάνες του χωρκού καμπόσες φορές.
Να μεν τα πολλολοώ, άρεσκει μου τόσο πολλά. Τόσο πολλά, που είπα να πάω τζαι την νύχτα που θα είσιεν συναυλία του συγκροτήματος «Μεσόγειος». Πιάννω λοιπόν την φαμίλια μου, την Παρασκευή το δείλις, τζαι επήα που νωρίς στην πλατεία για να πιάω τραπεζούι.
Η πλατεία, στρωμένη, συσταρισμένη. Τα τραπεζούθκια στοιχιμένα, σάννα τζαι θα εγίνετουν γάμος. Πάω σε ένα καφενέ «Καλησπέρα» λαλώ. «Τα τραπεζούθκια εν κρατημένα οξά να κάτσουμε όπου έβρουμε;». Ο ιδιοκτήτης του καφενέ, είδε με ένα ύφος απορίας αλλά τζαι συγκρατημένου πανικού. Που εβρέθην τούτος τωρά να μας χαλάσει, τόσο συστάρησμα, τόση προετοιμασια;
«Που να τον κάτσω;» πρέπει να εσκέφτηκε.
«Κουμπάρε» λαλεί μου «τα τραπεζούθκια εν ούλλα κρατημένα». «Αφού προχτές αρώτησα την κορού που δουλέφκει δαμέ» είπα «τζαι είπε μου ότι εν χρειάζεται κράτηση».
Τότε επαίχτηκε η ερώτηση κλειδί. «Πόθθεν έρκεστε;» λαλεί μου. «Είμαστε Λευκωσιάτες» απάντησα.
Εσυκώθην πάνω ο καφετζιής τζαι εδιάταξε «Κάτσε κουμπάρε τζιαμέ, τζαι εννα σε κανονίσω». Μέσα σε 5 λεπτά, εστύθηκε τζαινούρκο τραπέζι για να κάτσουμε. Εταράξαν ποτζεί, εκουντήσαν ποδά, στο τέλος εκανονίσαν μας.
«Κορού» εφώναξε «έλα να πιάεις παραγγελία που τους ξένους μας».
Ακούωντας την λέξη τούτη, ένιωσα μιαν παρυορκάν τζαι γιατί όχι, μια κάποια περηφάνια που είμουν κομμάτι τούτης της κοινωνικής συνδιαλλαγής. Τζαι όμως, σε τούτο το χάος που ζούμε, στα χωρκά μας, υπάρχει ακόμα η έννοια του ξένου, που έρκεται στον τόπο μας τζαι πρέπει να του φερτούμε άψογα.
Το χωρκό, γίνεται ένα μεγάλο σπίτι, οι χωρκανοί μια οικογένεια τζαι ο οικοδεσπότης πρέπει να φροντίσει να σου προσφέρει ούλλες τες ανέσεις, να μεν φύεις κακοφανισμένος τζαι να κακολοείς το χωρκό ύστερα.
Την ώρα του φαγιού, ανάμεσα σε μουσική, χορούς τζαι ποτό, επήα να βάλω πατάτες του φούρνου. Έτυχε τζαι εσυκώνναν τα, να τα φυλάξουν. Μόλις με είδε ο μάγειρας, εκούμπησε πίσω την πιατέλλα τζαι λαλεί μου «Είσαστε οι ξένοι μας εσείς; Έτσι πατάτες, δεν θα ξαναφάεις κουμπάρε.» είπε μου. «Να έρτετε όμως καμιά καθημερινή, που εν θα έσιει έτσι παναύρι, να σας τραττάρουμε όπως πρέπει».
Είδα τον, εχαμογέλασα του τζαι εφάτζιησα του φιλικά στην ράσιη. «Να είσαι σίουρος ότι θα ξανάρτουμε, κουμπάρε» είπα, τζαι έκατσα να απολάυσω μια όμορφη βραδιά που εμύριζε Κύπρο που παντού. Που τα πλατάνια, τες πατάτες τζαι τη σούβλα ως τα γιασεμιά, τα τριαντάφυλλα τζαι την φωνή της Βασιλικής.