Εσηκώθηκε που το κρεβάτι κατα της έξι το πρωί, επονούσε τον δεξί της ώμο πάλε.
Έμεινε της αίπη, που τον τζιαιρό που έκαμνε χαλλούμια τζιαι επούλαν στην Κυθρέα. Πριν τον πόλεμο δηλαδή.
Ένα πρωί, όπως ενεκάτονε τον νορρό, έγυρε το καζάνι. Η Μαρία, αντί να σκεφτεί το σίερι της, εσκέφτηκε τα χαλλούμια, τζιαι ετράβησε το να το ισίωσει.
Εν τζιαι εκατάφερε τίποτε, η αλήθκεια ένι.
Εσιώνοσε τζιαι το νορρό, έφκαλε τζιαι τον ώμο της.
“Ζαττήν έτσι τσιγγούνα είσαι, άμπα τζιαι χάσεις πέντε μπακκίρες. Έτο ο θεός άφηκε σου αίπη να αθθυμάσαι.”
Έτσι της ελάλεν η Σωτηρούλλα όποτε εμαλλώναν.
Η Σωτηρούλλα ήταν η γειτόνισσα της τζιαι η μοναδική της φίλη.
Τζινη εμίνησκε στον μαχαλλά, πριν να πάει η Μαρία.
Λλίο πριν τον πόλεμο, η Μαρία έφιεν που την Κυθρέα, επειδή ήβρε δουλεία ο άντρας της στην Χώρα. Επουλήσαν τζιαι το σπίτι, τζιαι ένα χωράφι με ελίες που είχαν, τζιαι εγοράσαν ένα σπίτι στες γειτονίες της Λευκωσίας, κοντά στο παζάρι του Μακρύδρομου.
“Ως τζιαι δαμέ άτυχοι” ελάλεν η Μαρία άμα την επίανναν τα μαράζια της. “Αν εκάμναμεν αλλο λλίη υπομονή, είσιεν να είμαστε πρόσφυγες τζιαι να μας δώκουν τζιαι σπίτι μούχτη”.
Άμαν την άκουε, η Σωτηρούλλα να λαλεί έτσι, ίσια έβρισκεν την το γαίμα.
“Κόρη αντί να σιέρεσε που εγλύτωσες που τους Τούρκους, παραπονίεσαι πουπάνω;”
Συνήθως έτσι αρκέφκαν ούλλοι οι καφκάες τους.
Η Μαρία άρκεφκεν τα παράπονα, τζιαι η Σωτηρούλλα εσουξούλαν την να σιωπήσει.
Το ένα έφερνε το άλλο, τζιαι σχεδόν πάντα η Μαρία εσηκώνετουν τζιαι έφευκε φωνάζοντας “Πελλή που σ’αρώτησε κόρη.”
Εμαλλώναν το ένα πρωινό, τζιαι το άλλο ήταν πάλε φίλες.
Οι αντράες τους επεθάναν, τα κοπελλούθκια τους ήταν μακριά, οι γιαγίαες ήταν η οικογένεια η μιά της άλλης.
Κάθε μέρα η ώρα εννία, ήταν η ώρα του καφέ.
Πότε έσσο της μίας τζιαι πότε της άλλης, εκάθουνταν αντάμα τζιαι επίανναν την κουβέντα. Ίντα κουβέντες μπορεί να έχουν θκύο γερόντισσες, μόνες τους σε μια γειτονία ξεχασμένη που τον κόσμο.
Τα φουστάνια τους, οι αναμνήσεις τους, οι αντράες τους, οι δουλειές τους. Τούτα είχαν, τούτα ελαλούσαν, ώσπου να μεσομερκάση τζιαι να παν τελείωσουν το φαί για να φαν.
Αρνούνταν να δεχτούν ότι εμείναν μόνες τους. Κάθε μεσημέρι εμαιρεύκαν για θκύο. Η Σωτηρούλλα, έβαλλεν ακόμα πίατο του άντρα της πας το τραπέζι τζιαι η Μαρία ελάλεν της ότι εν πελλή.
Τζίνο το πρωί, εγίνηκεν δέκα τζιαι η Σωτηρούλλα εν είσιεν φανεί για να πιούν τον καφέ τους.
Φκαίννει στο ττέλι η Μαρία “Κόρη Σωτηρούλλα, έλα τζιαι έκαμα ριζόγαλο κόρη. Εσήκωσα τζιαι τον καφέ”.
Χασιμία η Σωτηρούλλα.
“Αμα πεθάνω, να τους πείς να μου φορήσουν το άσπρο μου το φουστάνι κόρη. Όι να τους αφήκεις να με θάψουν με τα μαύρα, ορκίζω σε α!”
Η Σωτηρούλλα εν θα εξαναέρκετουν το πρωί.
Η Μαρία όμως, εσυνέχιζεν να της κάμνει κάφε, να της γεμώνει το ποτήρι της, τζιαι να νεκαλίεται κουμπημένη πάς το τραπέζι της κουζίνας.