Αγαπημένη μου Ρέα,
Σήμερα έμαθα ότι επέθανεν ένας δεσμοφύλακας. Ο άθρωπος τούτος ήταν ένας που τους σειρόττερους ανθρώπους που εγνώρισα. Που ούλλα τα χαρακτηριστικά που μπορείς να αναφέρεις ως θετικά πάνω σε κάποιον, τούτος δεν είσιεν κανένα.
Ο Σίμος, ο δεσμοφύλακας, δεν εφέρετουν σε κανέναν καλά. Απλά κάποιους που τον εγλείφαν δεν τους ενόχλαν. Δύσκολα εμπορούσες να γίνεις γιούδιν του τζαι να σε αφήννει στην ησυχία σου, εύκολα εμπορούσεν ν’ αλλάξει γνώμη τζαι να σου κάμει την ζωή άνω κάτω.
Εφωνάζαμεν τον «Ττανκς». Ήταν κοντός τζαι πασιής. Μόνο οι ερπύστριες του ελείπαν. Άμαν εκυκλοφόραν μες στην αυλή εβουρούσαν τον πουπίσω οι κατάδικοι που τα είσιεν καλά μαζί τους τζείνον το διάστημα. Όπως τες κουτσουκούτες. Μια μέραν όπως εκάθουμουν αχάπαρος κάτω που τον Περικλή ήρτεν που πάνω μου. «Γιατί κάθεσαι δαμέαί μόνος σου ρε εσού! Είσαι τίποτε καλαμιά στον κάμπο;»
Εγύρισεν πίσω του, είδεν τες κουτσουκούτες του τζαι άρκεψεν να χαχχανίζει. Τζείνοι εξεκινήσαν να χαχχανίζουν μαζί του όπως τους σκαλαπούνταρους που θωρούν ξεροτήανα. ‘Εν τον εκάνεν που ήταν αχώνευτος, ‘εν είσιεν με χιούμορ ο μαυρογέρημος.
Τέλοσπαντων, αγνόησα τον. Ίντα έθελα; Άρκεψεν μου το καψώνι. Έπιασεν μου τον καπνό μου τζαι εσιώνωσεν τον χαμαί, τάχα να δει αν κραώ χασίσι (που εκράτουν, αλλά είχα το χωσμένον αλλού). Έβαλεν με να βουρήσω ώς την καττίνα να δω αν έρκεται. Εμάσιετουν μου ώσπου να βαρεθεί τζαι ύστερα άφηκε με στην ησυχία μου.
Το Σάββατο, απ’ ό,τι έμαθα που το πρακτορείο Ρέουτερ της φυλακής, τον κύριο Αντώνη, είσιεν τραπέζι στην θκεια του. Έβαλλε στοίσιημα με τους ανιψιούες του ότι μπορεί να καταπιεί τέσσερα κουπέπια μαζί την ίδιαν ώρα. Όπως φαίνεται ‘εν εμπορούσε.
Τούτους του χαζούς διαγωνισμούς που βάλλουν ειδικά οι αρσενιτζοί μεταξύν τους ‘εν μπορώ να τους καταλάβω. Έν’ μια άλλη ιστορία τούτον όμως. Εχάσαμεν τον Σίμο το Ττανκς ‘που κουπέπι. Έναν κομμάτι μου εχάρηκεν για να είμαι ειλικρινής. Ήταν κωλόπαιδο.
Οι υπόλοιποι φυλακισμένοι εμαραζώσαν. Λαλούν ότι ήταν κρίμαν, ότι ήταν νέος, ότι επήεν άδικα τζαι γενικά τα συνηθισμένα που πρέπει να λαλείς άμαν πεθάνει κάποιος. ‘Εν τζαι λαλείς τα επειδή τα νιώθεις. Λαλείς τα επειδή τούτα θέλεις να λαλούν τζαι οι άλλοι για σένα άμα κλοτσήσεις την σίκλα. Άμα κάποιος θέλει να λαλούν καλά πράματα πάνω ‘που το μνήμα του, οφείλει όσο ζιει να έν’ εντάξει με τον κόσμον γυρών του. Εγώ έτσι ξέρω.
Εμένα ‘εν με κόφτει τι έννα πει ο κόσμος άμαν πεθάνω. Ούτε τι λαλεί τωρά με κόφτει δηλαδή. Μόνον εσύ με κόφτεις τζαι γι’ αυτόν σου γράφω.
Σε φιλώ,
Ουρανός