Έπιασέν με τηλέφωνο ο αρφός μου. «Ρε, εμίλησες με τον Κώστα;», είπε μου.
«Ποιον Κώστα ρε;», ερώτησα περίεργος, χωρίς να έχω ιδέα για ποιον εμιλούσε. «Τον Κώστα τον Μάρκου ρε, τζείνον τον συνάδελφο μας που το χρηματιστηριακό γραφείο», απάντησέν μου με την απαξίωση τζαι την ειρωνεία φανερή στο ύφος του.
Εκατάλαβα για ποιον εμιλούσε: «Θυμούμαι τον ρε. Όι, εν με έπιασε. Έγινε κάτι;». Ο τύπος τούτος εδούλευκε μαζί μας σε ένα χρηματιστηριακό γραφείο στις αρκές της περασμένης δεκαετίας. Ήταν τον τζαιρό που ούλλοι είδαν την «ειδικοί» στις μετοχές τζαι εδώκαν με τα μούτρα να κάμουν τες περιουσίες τους χαρκιά, με την προοπτική ότι εν να γίνουν πλούσιοι.
Εν εκατάλαβα ποττέ τι ακριβώς έκαμνεν ο συγκεκριμένος στην εταιρεία. Ίσως να ήμουν τζαι μιτσής τζαι μετά που τόσα χρόνια να μεν αθθυμούμαι καν τον ρόλο του. Το μόνο σίουρο εν ότι ήταν ανιψιός του μάστρου, οπότε τζαι τίποτε σημαντικό να μεν έκαμνε στην εταιρεία, δεν θα είσιεν καμιά σημασία.
Εν που γνωστήν τζαι, το σημαντικότερο, πλούσια οικογένεια. Ένας άνθρωπος που ίσως να εξόθκιασε σε ρολόγια τζαι πούρα, όσα εξόθκιασεν η μάνα μου τζαι ο τζύρης μου να αναγιώσουν, να σπουδάσουν τζαι να παντρέψουν τρία κοπελλούθκια. Το προφίλ του κλασικού, πλούσιου, μεσήλικα [πλέον] Κυπραίου που έσιει την οικονομική άνεση να τραμπαρίσκει τον κόσμο χωρίς να ρισκάρει πολλά την καλοπέρασή του.
«Τι σε ήθελε;», ερώτησα ξανά τον αρφόν μου.
«Έπιασε με εψές την νύχτα. Έσιει πάνω που δέκα χρόνια να τον δω. Χαρές, κακά, τζαι τι κάμνεις, τζαι αν εν καλά τα μωρά, σαν να τζαι ήμαστε παρεούθκια. Στα πολλά, εκάλεσέν με να πάμε για καφέ για να μου δείξει έναν καινούργιο πρότζεκτ που δουλεύκει πάνω του, το οποίο δεν ξέρουν πολλοί τζαι θα ενθουσιαστώ μόλις δω.»
«Ε, τζαι επήες;» είπα, τζαι την ίδια στιγμή έτρωέν με η περιέργεια.
«Επήα», απάντησε ο αρφός μου γελώντας. «Επήα, τζαι έκατσέν με να μου δείξει μιαν εταιρεία που δουλεύκει τζαι κάτι πουλά για διακοπές. Τάχα να με γράψει τζαι μένα τζαι εγώ να γράψω άλλους πουκάτω μου. Έτσι λαλεί, εν να γυρίσω τον κόσμο τζαι να φκάλω τζαι πολλά λεφτά.»
«Επιχείρηση πυραμίδα δηλαδή», εδιέκοψά τον γελώντας.
«Πυραμίδα, ρε, καλό τι ενόμισες; Είντα μας αθθυμήθηκεν ο Μάρκου μετά που δέκα χρόνια; Ενόμισες ήβρεν λεφτά παραπάνω τζαι εσκέφτηκε να τα μοιράσουμε;».
«Ξερώ ‘γω ρε. Ρωτάς με εμένα; Εσύ εν το εκατάλαβες ότι εν τράμπα; Ήντα επήες;».
Εκλείσαμεν το τηλέφωνο τζαι εγέμωσεν ο νους μου σκέψεις τζαι αναμνήσεις. Εποχές που επαρουσιάζαν του κόσμου ευκαιρίες που εν θα ξανάρτουν τζαι τρόπους να γίνουν εκατομμυριούχοι χωρίς να προσπαθήσουν καν. Εν άλλαξε τίποτε που τότε. Τούτοι που ήμαστε, τούτοι ήμαστε τζαι σήμερα.
Εχτύπησε μήνυμα στο τηλέφωνό μου. Άγνωστος αριθμός «Έλα ρε φίλε. Ο Κώστας Μάρκου είμαι. Θέλω να βρεθούμε να σου δείξω ένα καινούργιο πρότζεκτ που δουλεύκω πάνω».
«Παρέτα με ρε Κώστα. Εν ενδιαφέρουμε», απάντησα, τζαι εν με ξαναενόχλησε.