Ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, η ώρα έντεκα την νύχτα. Στο σίερι του ένα χαρτάκι με ένα τηλέφωνο.
Ανάσκελα, εθώρε το ταβάνι τζιαι εταξίδευκε σε άλλους κόσμους. Στα όνειρα του, η πιό όμορφη γενέκα που είσιε δεί ως τότε.
Όι πως είσιε δει τζιαι πάρα πολλές στην ζωή του, δεκατεσσάρο χρονό ρόκολος, απλά τζίνη, εφάνταζε ως το ποιό όμορφο πλάσμα που επάτησε ποττέ το πόδι του στην γή.
Σβηστά τα φώτα τζιαι το ράδιο να παίζει μια νυχτερινή εκπομπή με αφιερώσεις που στρατιώτες που φκάλλουν σκοπία τζιαι γέρους που εν έχουν άλλη παρέα που εκτός που την εκφωνήτρια.
Ξαπλωμένος..
Εσκέφτετουν πόσο ωραία θα ήταν αν επίεννε μαζί της στο πάρτυ του σχολείου του. Σίουρα ούλλοι θα τον εζηλέυκαν.
Μόνο με την σκέψη, ένιωθε ότι θα έκαμνεν έκρηξη που την χαρά του. Χωρίς να το καταλάβει, άφηκε να του φύει ένας κοφτός, απότομος ήχος. Κάτι σαν γέλιο που αιωρήτουν μεταξύ ύπνου τζιαι ξύπνιου, πραγματικότητας τζιαι ονείρου.
Ένιωθε ότι ήταν ούλλα κανονισμένα, το σχέδιο προετοιμασμένο τζιαι έτοιμο να εφαρμοστεί, μες το νού του φυσικά. Εμείνισκε η μικρή λεπτομέρεια να της μιλήσει.
Άφηκε ένα αναστεναγμό τζιαι ετέντωσε το κορμί του, όπως τον κάττο που μόλις άπλωσε το σίερι του κάποιος να τον χαιδέψει.
Η Νατάσα…
Καστανόξανθα, μακριά, σγουρά μαλλία τζιαι δύο γαλανά μάτια, σαν λίμνες.
Κάποιοι που τους φίλους του, όσοι εν ήταν ερωτευμένοι μαζί της δηλαδή, επιμέναν ότι το πρόσωπο της είσιεν παραπάνω σπυράκια που το κανονικό. Τζίνον εν τον ενδιέφερε καθόλου. Λλιότεροι ανταγωνιστές, εσκέφτετουν.
Ούλλοι πάντως εσυμφωνούσαν με το γεγονός ότι η Νατάσα είσιεν κάτι διαφορετικό. Κάτι που την έκαμνε να ξεχωρίζει που τες υπόλοιπες κοπέλλες του κύκλου τους. Έναν αέρα, μια ομορφία. Κάτι που σε υπνώτιζε, με την πρώτη της κουβέντα.
Ο ίδιος, θα έκαμνε τα πάντα για να τον προσέξει.
Έφτασε στο σημείο να μπεί στο ίδιο συγκρότημα χορού μαζί της (έστω τζιαι αν ήταν ατσούμπαλος τζιαι άτσαλος) απλά για να την θωρεί σίγουρα δύο φορές την εβδομάδα.
Τις προάλλες στην παράσταση στο πάρκο, εφόρησε ένα ριχτό, καφέ φόρεμα. Έπιασε τζιαι τα μαλλία της πάνω.
Μόλις την είδε εκοπήκαν τα πόθκια του τζιαι το στομάσιη του εγίνηκε ναυτικός κόμπος. Η απελπισία εγέμωνεν την ψυσίη του όποτε την εσκέφτετουν, όποτε την εθώρεν.
Τί να της πεί; Πως να της το πεί;
Στον νού του ούλλα ήταν εύκολα, στην πράξη όμως, όποτε της εκόντευκε, εψάρωνε, εμάγγωνε, βασικά έκαμνε τα πάντα διαφορετικά απο ότι τα εσκέφτετουν.
Είδε το χαρτάκι με το τηλέφωνο. Εσήκωσε το ακουστικό τζιαι με την καρδία του να μάσιετε να σπάσει, επερίμενε κάποιον να απαντήσει.
Άκουσε την φωνή της τζιαι έκλεισε το αμέσως.
Έγυρε πίσω με ένα χαμόγελο ευχαρίστησης.
Στο ράδιο έπαιζε «Να βάλω τα μεταξωτά και να φυσάει, στα εργοστάσια μπροστά…»