Σάββατο νύχτα. Η βάρδια εν ετζύλαν να φύει.
Εφκήκεν έξω να κάμει ένα τσιγάρο. Όποτε άναφκε τσιγάρο, έρκετουν στο νού του ότι έπρεπε να το κόψει.
Ήταν ήδη 5 χρόνια γιατρός, έν εκόλλαν με την εικόνα του να καπνίζει, τζιαι την ίδια ώρα να διά συμβουλές σε καρδιακούς τζιαι καρκινοπαθείς.
Οι βάρδιες του Σαββάτου όμως, ήταν τόσο κουραστικές.
Εκτός που κάποια μικροατυχήματα τζιαι δηλητηριάσεις που ποτό, εν του έτυχε ποττέ κανένα σοβαρό περιστατικό σε βάρδια του Σαββάτου. «Καλύτερα έτσι» εσκέφτηκε «να εν καλά ο κόσμος, να μας λείπει τζιαι εμάς η δουλεία». Οι γιατροί εν που τους λλίους επαγγελματίες, που ούλλος ο κόσμος σιέρεται άμα έν έχουν δουλεία να κάμουν.
Επάτησε την γόπα στο πάτωμα, τζιαι έβαλε τα σίερκα στες τζίεπες, τραβώντας πίσω την μακριά του, άσπρη ρόμπα. «Γιατρέ, έχουμε επείγον. Ατύχημα με μοτόρα. Ζητούν σε μέσα».
Τόσα χρόνια τζιαι ακόμα σφίγγετε η καρδία του τζιαι τυλίετε το στομάσιη του άμα ακούει την λέξη επείγον. Ακόμα εν εσυνήθισε το ότι, κάποιες φορές εν η δουλεία του να κρατά στα σιέρκα του την ζωή κάποιου αγνώστου.
Ο μιτσής εκράταν ένα σκουτεράκι, σε μια γειτονία στον Βόρειο Πόλο. Εν είσιεν με φώτα, κράνος εν εφορούσε. Που λάθος, εστραβοτιμόνιασε τζιαι έδωκε πάνω σε ένα πεζοδρόμιο. Η κκελλέ του λλίο έλειψε να ανοίξει θκύο κομμάθκια. Ο μιτσής, έφκαλλεν τζιαι εν έφκαλλεν την νύχτα. Δεκαέξι χρονών.
Την ώρα που τον εβάλλαν μέσα, επροφτάσαν στην πόρτα οι γονιοί του. Η μάνα του, άμα τζιαι είδε τον σε τι κατάσταση ήταν, εφύρτικε. Ο παπάς του, άρκεψε να κλαίει όπως το μωρό. Αναγίωσαν τον δεκαέξι χρόνια, τζιαι τωρά θωρούν τον να ψυχομασίει μες τα σίερκα του κάποιου γιατρού. «Γιατρέ, τον γίο μου..γιατρέ».
Εν είσιεν δύναμη, ούτε συνοχή των σκέψεων να ζητήσει του γιατρού, κάτι συγκεκριμένο. Μες την δουλεία του γιατρού όμως, ήταν τζιαι να καταλαβαίνει τι ζητούν τα μάθκια των ανθρώπων γυρώ του.
Ο γιατρός εμάσιετουν πάνω στον μιτσή ούλλη νύχτα σχεδόν. Έραφκεν, έβαλλεν ενέσεις, ετσιακκάρισκε μηχανήματα. Έκαμε ότι εμπορούσε να κάμει κάποιος γιατρός τζιαι ακόμα παραπάνω.
Ήξερε ότι το ανθρώπινο σώμα, εν ευάλωτο τζιαι ότι κάποιες φορές οι προσπάθειες εν μάταιες τζιαι κάποτε εν καλύτερα να αφήννεις τον ασθενή να φεύκει ήρεμα χωρίς να τον ταλαιπωρείς.
Λλίο το πείσμα του όμως, λλίο το ταλέντο του, λλίο το καθαρό μυαλό του, λλίο το ότι αρνήτουν να τα παρατήσει, ο μιτσής εγλύτωσε.
Η πρώτη κουβέντα της μάνας του ήταν «Εν ο θέος που τον εγλύτωσε τον γίο μου γιατρέ!»
«Οι θεοί εν γλυτώνουν πλάσματα Κυρία μου. Αν ήταν έτσι, εν θα έρκετουν κανένας σε μας..»
Έπιαεν την βαλίτσα του τζιαι εξεκίνησε να πάει σπίτι. Στο τέλος κάθε βάρδιας η ίδια σκέψη.
Οι άνθρωποι εν θα εκτιμήσουν ποττέ την δύναμη που έχουν στα σίερκα τους.