Η τηλεόραση έπαιζε στο φόντο, μια μεσημεριανή εκπομπή με πολιτικούς φιλοξενούμενους. Η Σωτηρούλα επλύννησκε τα πιάτα τζαι ο γιός της είσιεν τελειώσει το φαί του τζαι επερίμενε την ώρα να περάσει για να πάει δουλειά.
Άφηκε το πιάτο που επλύννησκε μες την βούρνα, ίσιωσε το κορμί της τζαι έγειρε πίσω την κκελλέ της. Εποφύσισε τζαι για λλίο έκλισε τα μάθκια της σε μια προσπάθεια να δραπετεύσει που την πραγματικότητα. Οι σκέψεις εγεμώναν τον νου της τζαι μια, μια όπως τες βελόνες ετρυπούσαν το εσωτερικό τον μαθκιών της. Με κομμένη την ανάσα, σάννα τζαι εξυπνούσε που ένα κακό όνειρο, εφώναξε.
«Ούφφου, Παναΐα μου Κυριάκο! Βάδωστην τζεινη την τηλεόραση τζαι επέλλανε μας. Εβαρέθηκα να τους ακούω μέρα, νύχτα να μαλλώνουν. Εκάμαν ίντα που εκάμαν τζαι τωρά έχουν μούτρα να φκάιννουν στα νέα να ζητούν τον λόγο ο ένας που τον άλλο.»
Ο Κυριάκος, εχαμήλωσε την τηλεόραση. «Πρέπει να τους ακούμε, μάμμα. Να τους θωρούμε τζαι να καταλαβαίνουμε τι γαδάροι είμαστε τζαι τόσα χρόνια ανεχόμαστε τους.»
«Ήταν παράδεισος η Κύπρος, Κυριάκο. Κανένας εν επερίμενε ότι εννα έρτουν έτσι τα πράματα. Αν εξέραμε, αν υποψιαζούμαστε… Εθέλαμε να καταλήξουμε δαμέ;»
«Μάμμα, αλόπως εν εκατάλαβες τι συμβαίνει γυρώ μας.»
Εσηκώθηκε που την καρέκλα, ο Κυριάκος τζαι έβαλε τα σιέρκα στες τζιέπες. Με ύφος δασκάλου, σάννα τζαι εκατήχε την απόλυτη αλήθκεια, είπε της μάνας του.
«Σε δέκα, δεκαπέντε χρόνια, νομίζεις ότι ο γιος του Αναστασιάδη, ο γιος του Χριστόφκια, η κόρη του Παπαδόπουλου είτε του Κασουλίδη, εννα περνούν διαφορετικά που τωρά; Τούτοι μάμμα, εν έχουν να χάσουν τίποτε, όπως περνούν τωρά, έτσι εννα περνούν πάντα. Τούτοι τζαι οι φίλοι τους μια χαρά την έχουν. Λαλούν ότι εν για να φκούμε που την κρίση που τα κάμνουν. Εννα πατήσουν πάνω μας για να μείνουν στην επιφάνια, να επιβιώσουν. Εννα μας πνίξουν εμάς όμως.»
Έβαλε το ένα του γόνατο στην καρέκλα, έσιηψε που πάνω τζαι επροσποιήθηκε ότι γονατά πάνω στην κκελλέ κάποιου τζαι ότι κρατά τον που τα μαλλιά.
«Εβάλαν μας που κάτω μανά. Θα γονατούν πάνω στην κκελλέ μας τζαι θα μας κλώννουν τα μαλλιά μας ώσπου να φκάλουν που πάνω μας, ότι χρειάζεται για να συνεχίσουν τζείνοι να υπάρχουν.»
Έκατσεν η Σωτηρούλλα κάτω τζαι εκάλυψε το στόμα της, προσπαθώντας να κόψει τον αναστεναγμό της. Είδεν κάτω που το πόδι του γιού της, τα όνειρα της, τα σεντόνια που έραφκε, το περπάτημα στην δουλειά, τα μωρά της, το σπίτι της, τ’ αγγόνια της.
«Αχ…θεέ μου είπε» τζαι τα μάθκια της εγεμώσαν. Χωρίς να κλαίει.