Μόλις είχα φύει που το σπίτι κάποιου φίλου στο Newcastle, την πόλη που εσπούδασα για ένα περίπου χρόνο. Ήταν κατά η ώρα δύο το πρωί. Καθημερινή, οι δρόμοι της πόλης όφκιεροι.
Κανένας δεν κυκλοφορεί έτσι ώρες στην Αγγλία, πόσο μάλλον στο Newcastle που το κλίμα εν λλίο καλύτερο που τον Βόρειο Πόλο. Έννεν ακριβώς πολλή κρυάδα, οι θερμοκρασίες εν στην σιειρόττερη περίπτωση λλίο πιο πάνω που το μηδέν. Εν το ότι φυσά πάντα ένας παγωμένος αέρας που τρυπά τα κόκκαλα σου, όπως μια καυτή σμίλα εννα ετρυπούσε ένα κομμάτι βούτυρο.
Επερπατούσα στην κεντρική πλατεία της πόλης. Λλίο παρακάτω, δυο υπάλληλοι του δήμου εσυνοδεύκαν ένα φορτηγό τζιαι εσκορπίζαν άλας στους δρόμους για να μεν παγώσουν τζιαι να εν επικίνδυνοι.
«Χαράς την κράση τους», είπα τζιαι εκούρνιασα όσο πιο μέσα στο σακκάκι μου εμπορούσα.
Λλίο πριν το σπίτι μου, υπάρχει μια στοά δίπλα που μια γέφυρα. Εν συντόμι τζιαι συνήθως χρησιμοποιούν το φοιτητές για να διασταυρώνουν την λεωφόρο που περνά κάτω που την γέφυρα.
Τες νύχτες, η στοά δεν φοτίζεται. Υπάρχει ένα φώς στην αρχή της στοάς τζιαι ένα στο τέλος, τζιαμέ που ξεκινά η γέφυρα πάνω που τον δρόμο. Για να φτάσει κάποιος στην στοά, πρέπει να ανεβεί μια γυριστή, πέτρινη σκάλα που καταλήγει σε ένα διάδρομο.
Εν ξέρω εν επικίνδυνη η στοά τζείνη. Εν σίουρα φοιτσιάρικη. Τα δεκαπέντε σκοτεινά μέτρα που χρειάζεται να περπατήσει κάποιος για να φτάσει στην απέναντι πλευρά του διαδρόμου τζιαι στο φώς του δρόμου, μοιάζουν ατέλειωτα.
Ανέβηκα την σκάλα βιαστικά τζιαι επερπάτησα γλίορα για να φτάσω στην απέναντι πλευρά του διαδρόμου. Στην μέση της διαδρομής εκοντοστάθηκα τζιαι εγύρισα να δώ μέσα στην στοά. Ο ήχος των βημάτων μου εσταμάτησε τζιαι ο ήχος της πόλης που έπαιζε στο φόντο τόση ώρα, εγέμωσε την ατμόσφαιρα γυρώ μου.
Αριστερά, ένα παλιό κτήριο, γεμάτο γκράφιτι τζιαι δεξιά η στοά. Σκοτεινή, μυστήρια, όφκιερη. Τζιαι τα αυτοκίνητα να περνούν μανιασμένα κάτω που την γέφυρα λλίο παρακάτω. Τα πρωινά που επερνούσα που μέσα για να πάω πανεπιστήμιο, έβρισκα πλαστικές μπουκάλες μιλίτη τζιαι μισοτελειωμένα κεμπάμπ που το γυράδικο του Τούρκου λλίο πιο κάτω.
Σίουρα, έννεν τέρατα που εφουλιάζαν τες νύχτες μέσα στην στοά. Για καλό τζιαι για κακό όμως, ελάλουν της συγκάτοικου μου, της Έλενας, να προσέχει να μεν χρησιμοποιεί τζείνο τον δρόμο αμα ενύχτωνε τζιαι μετά.
Απορροφήθηκα για λλίο στο σκοτάδι της στοάς. Είχα ξεθαρρέψει τζιαι συνηθίσει το σκοτάδι της, ως τζείνη την στιγμή. Εν με φοίτσιαζε πλέον, ήδη ήμουν μπροστά της για δύο λεπτά τζιαι εν είχα πάθει απολύτως τίποτε. Επερίμενα να δώ τέρατα να κάθουνται στα σκαλιά τζιαι να ρουφούν μιλίτη. Να γελούν μεθυσμένα τζιαι να περιμένουν κάποιον να περάσει για να τον καταβροχθίσουν.
Τίποτε όμως.
Ώσπου τζιαι άκουσα μια φωνή πίσω μου. “Hey, mate!”.
Εκοπήκαν τα πόθκια μου τζιαι η καρδιά μου εφάκκαν σαν του λαού που περιμένει τον τζινηό να τον χτάρει. Εγύρισα να δώ. Θκύο μεθυσμένοι Εγγλέζοι που εμισοπερπατούσαν τζιαι εμισοκουτσουφλούσαν. Εσταματήσαν μπροστά μου τζιαι ερωτήσαν με αν ξέρω που μπορούν να έβρουν πουτάνες.
“I’ve no idea mate”, είπα τζιαι επροχώρησα να φύω.
“Wanker, foreigner”, είπε ο ένας. Εγύρισα τζιαι είδα τον. Κάτι εφώναξε σε ακαταλαβίστικη, μεθυσμένη, αργκό διάλεκτο τζιαι εκλώτσησε ένα γυάλινο μπουκάλι προς το μέρος μου.
Εγύρισα που την άλλη, τζιαι ετράβησε ο καθένας τον δρόμο του.