22
Oct 09

Το δυστύχημα

Προχτές το μεσημέρι, οδηγούσα την μοτοσυκλέτα μου που τα φώτα του Μιλάνο με κατεύθηνση τα φώτα του Κύκκου.

Πολλή κίνηση ως συνήθως τζιαι εκνευριστική ζέστη.

Στα φώτα, στημένα σπιτούθκια του Ραδιομαραθώνιου. "Μόνο η αγάπη μπορεί".

Νεαροί με πορτοκαλιές φανέλες, κρατώντας μπλοκ με λαχνούς, απαλλάσσουν τον καθένα μας που τες τύψεις του ότι, δεν φακκούμε πενία για το ποιός ζει τζιαι ποιός πεθανίσκει δίπλα μας. Το βάλσαμο στην συνείδηση μας.

Ούλλοι ανοίαν το παράθυρο να γοράσουν λαχνό, να προσφέρουν για τον συνάνθρωπο τους τζιαι στην απέναντι πλευρά του δρόμου, ένα ποδήλατο πεσμένο στην άσφαλτο, ένας χαμένος γέρος ξυπόλυτος τζιαι ένα αυτοκίνητο σταματημένο λλίο πιο πίσω του.

Στο έδαφος, πεταμένα δίπλα που το ποδήλατο, διάφορα αντικείμενα. Ένας κκεσές του γιαουρτιού, λλία κομμάτια αντίδωρο της εκκλησίας, μια σακούλα πλαστική με κονσέρβα τόνο τζιαι ντομάτες τζιαι άλλα πολλά.

Εκατάλαβα ότι κάτι έγινε τζιαι εσταμάτησα. Επήα κοντά στον γέρο. "Θείε είσαι καλά;" ερώτησα τον. Χαμένος ο γέρος απαντά μου "Εκτύπησε μου ένας με το αυτοκίνητο τζιαι έφυε". Ο γέρος εν ήξερε πού ήταν, τί έγινε καλά, καλά. Εν ήξερε τί να πρωτοκάμει, να μαζέψει τα πράματα του που σκορπίστηκαν σε ολόκληρο τον δρόμο, το ποδήλατο του που σχεδόν εδιαλύθηκε, τα παπούτσια του, να κάτσει να δει τις πληγές του, να γυρέψει να καταλάβει ποιός του εκτύπησε.

Πίσω του ήταν σταματημένο ένα αυτοκίνητο. Εκόντεψα του τζιαι έσιυψα να μιλήσω με τον οδηγό. Ο οδηγός, ένας ανάπηρος με αναπνευστήρα σε κατάσταση σοκ. Άρκεψα να τηλεφωνώ αστυνομία, τίποτε. Εδοκίμασα το νοσοκομείο, ξανά τίποτε. Ο κόσμος επερνούσε που την απέναντι πλευρά, επροσπερνούσε που την δική μας πλευρά τζιαι η μόνη του αντίδραση ήταν να γυρίσει να μας δει με περιέργεια.

Έβαλα τον γέρο τζιαι έκατσε στο πεζοδρόμιο τζιαι εμάζεψα τα πράματα του που το έδαφος. Λαλώ του "Θείε έσιεις κανένα να πιάσω να έρτει να δαμέ;" έδωσε μου το τηλέφωνο κάποιου φίλου του που δουλέφκει μαζί του στην Αρχιεπισκοπή. Ο "φίλος" του γέρου ενημέρωσε με ότι έσιει δουλεία τζιαι ότι "έννα δει" αν θα έρτει. Έκλεισε μου το. Τελικά έδωσε μου το τηλέφωνο της αδερφότεχνης του η οποία έπιασε ασθενοφόρο τζιαι εξεκίνησε να έρτει στην σκηνή.

Επήα στο αυτοκίνητο του ανάπηρου, ο άνθρωπος ήταν να πεθάνει που το άγχος του. Απολογήθηκε χίλιες φορές, έδωσε μου το τηλέφωνο του, της ασφάλειας του, υπόγραψε μου χαρτί ότι παραδέχεται ότι έφταιε για το δυστύχημα τζιαι ότι θα επλέρωνε ούλλα τα έξοδα του γέρου.

Μόλις ηρεμήσαν τζιαι οι δύο, εσταμάτησε ένας αστυνομικός να δει τι εσυνέβηκε (ναι έσιει τζιαι καλούς μπάτσους). Έφτασε τζιαι η άμπουλα (ομολογώ σε ελάχιστο χρόνο) τζιαι μετά που λλίο η αρφότεχνη του παππού. Έδωκα τους τα στοιχεία μου, εβεβαιώθηκα ότι ήταν όλα υπό έλεγχο τζιαι ετράβησα τον δρόμο μου.

Εγώ εν εγόρασα λαχνό του Ραδιομαραθώνιου. Αφιέρωσα όμως μισή ώρα που την ζωή μου να βοηθήσω ένα ανάπηρο τζιαι ένα γέρο που είχαν δυστύχημα.

Λυπούμαι που έσιει κόσμο που πραγματικά πιστεύκει ότι η καλοσύνη τζιαι ανθρωπιά, μετρούνται με το πόσα χαρτούθκια εννα γοράσεις, μια φορά τον χρόνο.


16
Oct 09

Η ανεράδα

Εκάθετουν χαμέ, μπροστά που το στρώμα στο πάτωμα. Το κρεβάτι της. Πάντα ελάλε ότι τα κρεβάτια εν πολλά ψηλά, τζιαι καθόλου συναρπαστικά. Το στρώμα στο πάτωμα μοιάζει πιο ελεύθερο. Έστω τζιαι αν ήταν κρυάδα άμα εξάπλωνες πάνω. Έστω τζιαι αν ήταν εύκολος στόχος για τις κατσαρίδες που τόσο εμισούσε.

Τζείνη, ακουμπισμένη στην ανοιχτή πόρτα. Στην μικρή βεράντα με τον κάλαθο των σκουπιδιών τζιαι το τασάκι με τα ξεραμένα αποτσίγαρα. Ο ήλιος είσιεν δύσει που ώρα τζιαι κάτω που το μικρό διαμέρισμα, η Λευκωσία απλώνετουν σαν πάπλωμα κεντημένο με μικρά φωτάκια.

Τζιαι τζείνου άρεσκεν του να στέκεται τζιαμέ. Άμα είσιεν αέρα, ένιωθε ότι εμπορούσε να ανοίξει τα χέρια τζιαι να πετάσει, να τον πάρει το ρεύμα τζιαι να ταξιδέψει πάνω που τα φώτα.

Άναψε ακόμα ένα τσιγάρο. Ακόμα εν είσιεν προλάβει να σβήσει το προηγούμενο. Μια συνήθεια που είσιεν με το κάπνισμα. Να καπνίζει τα τσιγάρα μισά τζιαι να τα σβήνει. Εν την ερώτησε ποττέ γιατί. Ήταν σίουρος όμως ότι η απάντηση θα ήταν βγαλμένη που παραμύθι. Όπως ούλλες της οι απαντήσεις.

Να ισορροπούν στην μέση πραγματικότητας τζιαι ονείρου. Όπως μια νεράιδα που αποφάσισε να φκάλει το φόρεμα της τζιαι να φορέσει τζίν τζιαι στενό μπλουζάκι.

Τα χρώματα της παρανοϊκά, αταίριαστα. Τζιαι η αύρα της, μαγική. Σαν το αερικό. Να τον μαγεύκει, να τον συνεπαίρνει. Όπως το ρεύμα, να τον πιάνει που τους ώμους, να κατευθύνεται προς τα γόνατα του τζιαι να του τα κόφκει. Τζι’ άλλες φορές να τον σηκώνει που χαμέ τζιαι να τον κατευθύνει μακριά που την πραγματικότητα.

Έμοιαζε να αναδύεται μέσα που τον καπνό. Μια σκοτεινή Αφροδίτη. Σαν τον άγγελο που έκοψε τα φτερά του. Λυπημένος αλλά την ίδια ώρα τόσο όμορφος.

Τα μάθκια της εγεμώσαν. Κάθε φορά που έκλαιε, ήταν σάννα τζιαι κάποιος επλήγωνε κάθε πράγμα όμορφο στον κόσμο. Σάννα τζιαι εμπήαν του μασίερι.

Σιωπηλά τα δάκρυα ετρέχαν που τα μάθκια της. Έτσι έκλαιε, χωρίς λυγμούς. Ούλλο της το πρόσωπο εμετατρέπετουν σε μια μεγάλη, μαύρη πεδιάδα. Τζιαι τα μελιά της μάτια, θκύο πηγές, που τρέχουν ασταμάτητα νερό.

Εσκέφτετουν ότι εν είδε ποττέ του κάτι πιο λυπητερό. Σάννα τζιαι ούλλα τα μαράζια του κόσμου, εκουβαρώνναν μες την καρδία της. Τζιαι τζείνη έσφιγγε τα μέσα της.

Χωρίς λυγμούς. Σαν πίνακας της αναγέννησης. Χρωματιστός, σιωπηλός, θλιμμένος.

Εσηκώθηκε πάνω τζιαι ακούμπησε την στον λαιμό. Εχάιδεψε τα μαλλιά της τζιαι εφίλησε την στα μάτια.

Με την αλμύρα του προσώπου της στο στόμα του. Εγύρισε την πλάτη του τζιαι άνοιξε την πόρτα. Φεύγοντας είπε της “Οι νεράιδες εννεν για τους θνητούς”. Κατεβαίνοντας τες σκάλες, εσταμάτησε στην μέση. Έκατσε σε ένα σκαλί τζιαι έκλαψε με λυγμούς.

Όϊ όπως κλαίν οι ανεράδες.


14
Oct 09

Δεν νιώθω πιον Κυπραίος (Aceras Anthropophorum)

…Ανίκανοι να αποφασίσετε τι εθνικήν πορείαν θέλετε για τον τόπον πον να αφήκετε στα παιθκιά σας,

ανίκανοι να κάμετε μιαν διοίκησην που να μήν τρώει ή να σπαταλά τα μισά πριν να κάμει μιαν δημόσιαν δαπάνην,

ανίκανοι να διοικήσετε χωρίς βίαν, χωρίς αδικίαν,

ανίκανοι να αναγιώσετε τα παιθκιά σας με το μέτρον, ανίκανοι να περιθάλψετε τους αρρώστους σας,

ανίκανοι να δώκετε μιαν αξιοπρεπή στέγην τζιαι ζωήν στα μωρά σας τα ανάπηρα, τα καθυστερημένα τα αυτίστικά,

ανίκανοι να κρατήσετε με αξιοπρέπειαν τους εγγληματίες που παράγει η βία τζιαι η βρώμα της κοινωνίας σας,

ανίκανοι να διαχειριστείτε τον ναρκισσισμό σας, το εγώ σας, την επιδειξιομανία σας,

ανίκανοι να εκτιμήσετε την ζωή τζιαι το ζωντανόν,

νάγωγοι που δεν σέβεσται με φύσην, με νόμους, με θεούς με αθρώπους,

αγεωμέτρητοι που δεν ξέρετε να λοαρκάσετε ούτε καν πόσον νερόν σας έμεινεν να φκάλεται τον χρόνον τζιαι μεινήσκετε άλουτοι, άξεστοι που ξητιμάζετε τον κόσμον τον ξένον λες τζιαι εν δούλοι σας,

γαουρόσποροι που επήρατε την ράτσαν σας για πριγκηπικήν τζιαι υποτιμάτε τους φτωχούς, τους αρκάτες, τους αδύνατους, κοτσιρόσσιύλλοι που δεν σέβεσται τους γονιούς σας ή τα παιθκιά σας….

Ολόκληρο Δαμε


12
Oct 09

Ο Ντελιβεράς

Επειδή κυκλοφορώ με την μοτόρα ως επι το πλείστον, η κίνηση της πόλης εν με επιρεάζει πολλά. Έχω το πλεονέκτημα να κινούμαι πιο γλήορα που τα αυτοκίνητα. Όσο παραπάνω τα αυτοκίνητα όμως, τόσο πιο μεγάλος τζιαι ο κίνδυνος να σε πατήσει κανένας αφηρημένος τζιαι βιαστικός οδηγός.

Ειδικά το πρωί που ούλλοι μουντάρουν να προλάβουν να παν δουλεία, οι δρόμοι της Λευκωσίας γίνουνται παλαίστρα. Όπως τζιαι να έσιει, η μοτόρα εν πάντα πιο βολική που το αυτοκίνητο, ειδικά μέσα στην πόλη. Δέκα λεπτά πάω δουλεία με την μοτόρα, ενώ με το αυτοκίνητο χρειάζουμαι τουλάχιστον εικοσιπέντε. Εξάλλου, τζιαι γνωριμίες πας την μοτόρα.

Εν αξιοσημείωτο το τι μπορεί να συμβεί μέσα στα δύο λεπτά που έσιεις στην διάθεση σου, ώσπου να ανάψει το πράσινο πας τα φώτα. Φτάννει να έσιεις έννοια να το δείς.

Ενα πρωί, λοιπόν είμουν πας τα φώτα του Γαβριηλίδη τζιαι επίεννα δουλεία.

Καλοκαίρι, κατα τις εννιά το πρωί. Την ώρα που αρκέφκει ο ήλιος να φκαίννει για τα καλά που την κρυψώνα του τζιαι η ζέστη της Λευκωσίας ξεκινά να δείχνει τα δόντια της. Η ώρα της ημέρας που μέσα σε δέκα λεπτά, η πρωινή δροσία γίνεται αφόρητος καύσωνας.

Στην διάβαση πεζών, εστάθηκε μια κοπέλλα.

Σάννα τζιαι εφκήκε που ταινία του Κουστουρίτσα.

Την ώρα που εξεκίνησε να διασταυρώνει, ούλλα αρκέψαν να κινούνται σε αργή κίνηση τζιαι που μακριά ακούετουν ένα σαξόφωνο σαννα τζιαι είμασταν σε μπάρ της Νέας Ορλεάνης. Το μόνο που εμίνησκε ήταν να σταματήσει στην μέση της διάβασης, να σάσει το τακκούνι της τζιαι να γυρίσει να κοιτάξει με νόημα, τον αρσενικό πλυθησμό της περιοχής που εσάστησε πάνω της.

Κάτι τέτοιο εν έγινε φυσικά. Άναψε πράσινο τζιαι αμέσως η μουσική εσταμάτησε, όπως το πικαπ που του τραβάς απότομα τον οδηγό. Οι οδηγοί, εθυμηθήκαν ότι πρέπει να παν δουλεία τζιαι αρκέψαν να μουγκρίζουν τες μηχανές τζιαι να παίζουν τες πουρούες για να βιαστεί.

Που να βουρήσει όμως η καημένη με το τακκούνι τζιαι το στενό το φόρεμα. Έκαμε ένα – δυο βιαστικά, φοιτσιασμένα τζιαι βιαστικά βήματα, τζιαι λλίο πριν να φτάσει στο άλλο πεζοδρόμιο εκουτσούφλησε τζιαι λλίο έλειψε να ξαπλώσει φαρδία, πλατία στον άσφαλτο.

Πριν να ξεκολλήσω που την σκηνή, τζιαι να παλάρω προς ολοταχώς στην καθημερινότητα μου, ακούω μια φωνή δίπλα μου. "Ήντα πράματα κάμνει ο θεός αμα έσιει όρεξη α;"

Ένας ντελιβεράς, με το τσιάρο στο στόμα τζιαι ένα χαμόγελο αλληλοκατανόησης, εκοίταζε με τζιαι επερίμενε απάντηση.

Στα επόμενα φώτα, εσταμάτησε δίπλα μου. Λαλεί μου "Εν τέλια πέλλοι ρε μες τουντη χώρα. Λλίο έλειψε να πατήσουν την κοπελλούα. Σκέφτου εμάς". Εχαμογέλασα τζιαι εσυμφώνησα.

Που τζείνη την μέρα, εγινήκαμε φίλοι. Όποτε ανταμωθούν τα φανάρκα μας, σιερεθκιούμαστε τζιαι χαμογελούμε σάννα τζιαι είμαστε παλιοί γνωστοί.

Σήμερα το πρωί, είδε με στα απέναντι φώτα τζιαι εφώναξε μου να γυρίσω να με σιερετήσει. Εν ξέρω καν το όνομα του. Απλά έτυχε να μοιραστούμε μια καθημερινή στιγμή στην πόλη που ζούμε.

Ζείς έτσι καταστάσεις μες το αυτοκίνητο σου; Εν ζεις. Έννε;


08
Oct 09

Electric Eye – Judas Priest

I’m made of metal

My circuits gleam

I am perpetual, I keep the country clean..