20
Jul 10

Καλοκαίρι 2010

Εχάζεψα να θωρώ τον τοίχο. Εν ξέρω για πόση ώρα αφαιρέθηκα. Εκόλλησα το κεφάλι μου στο ακουμπηστήρι της καρέκλας τζιαι άπλωσα τα πόδια μου κάτω που το γραφείο, ανάμεσα στα σύρματα του υπολογιστή. Όπως τον κατάδικο που του δείννουν την μάππα πας τα πόθκια τζιαι εν μπορεί να κινηθεί, μόνο που στα πόθκια μου εμένα έσιει μπλεγμένα σύρματα της οθόνης τζιαι εξτένσιον του πολύπριζου.

Νιώθω σαν ένα κομμάτι άμορφου, ακανόνιστου υλικού που το εξαπωλήσαν που ψιλά τζιαι έππεσε με ένα πολλά άτσαλο τρόπο πάνω στην πλαστική καρέκλα του γραφείου. Προσπαθώ να νιώσω άνετα, αλλά εν μπορώ.

Εγύρισα το βλέμμα προς το τηλέφωνο, 4 χαμένες κλήσεις λαλεί. «Εν θα σε ρωτήσω ποιος ήταν!» είπα του που μέσα μου τζιαι εδύκλισα αλλού.

Τίκκι, τόκκο τα σιέρκα του συναδέλφου πάνω στο πληκτρολόγιο του.  Ο ρυθμός του γραφείου. Πλήκτρα, κουμπία τζιαι ο υπόκωφος θόρυβος της τουρπίνας του έαρκοντισιον. Το σάουντρακ της μέρας μου.

Εσηκώθηκα που την καρέκλα τζιαι άνοιξα την πόρτα της τζαμαρίας για να φκώ έξω.

Σάννα περπατάς μέσα σε φούρνο. Η διαφορά στην θερμοκρασία εν αισθητή.

Έκλεισα τα μάτια μου τζιαι ένιωσα τα βλέφαρα μου να δρώννουν. Άνοιξα το στόμα μου τζιαι αντικατέστησα τον κρύο αέρα του γραφείου με τον βραστό της ατμόσφαιρας έξω. Η πυρά ένωσε τα σιείλη της με τα δικά μου, τζιαι έβαλε την γλώσσα της στο στόμα μου. Σάννα τζιαι εφίλησε με γλυκά, παθιασμένα ο ουρανός. Η μέρα αγκάλιασε με τζιαι τα σιέρκα της βραστά, απαλά, αόρατα αρκέψαν να χαιδεύκουν το κορμί μου.

Καλοκαίρι.

Απέναντι μου ένα χωράφι καμένο που τον ήλιο. Τα χόρτα ξερά, κίτρινα τζιαι το χώμα καφέ ανοιχτό, όπως το δέρμα της καμήλας. Ένας κάττος κάθετε στην σκιά μια πολυκατοικίας.

Θυμούμαι τα γόνατα μου άσπρα, σκονισμένα τζιαι τα σιέρκα μου να μπήουνται, να πληγώνουν την γή. Το ζεστό χώμα, τα μεσημέρκα του καλοτζιερκού που εκλείαν τα σχολεία. Πριν να αρχίσω να φοούμε το χώμα. Που εγυρέφκα οσιο να κάτσω που κάτω να γλυτώσω που τον λάλλαρο.

Η γιαγιά μου να φωνάζει να μπώ σπίτι, ότι εννα μου φατσίσει ο ήλιος πας την κκελλέ τζιαι εννα λυποθημήσω. Τζιαι εγώ, να κάθουμε κάτω που την ακακία, στην κορυφή της καφκάλλας, να ακούω τον ζίζηρο να τραουδά τζιαι να σύρνω πέτρες στον γκρεμμό.

Ο ζίζηρος, που γεμώνει τον αέρα το καλοτζιέρι. Εστίασα την προσοχή μου στο μονότονο τραούδι του τζιαι ηρέμησα. Για πέντε λεπτά ούλλες μου αισθήσεις ήταν σε ένα χωράφι στην γειτονιά που εμεγάλωσα. Εδραπέτευσα που το μπαλκόνι του γραφείου.

Η φύση γυρώ μου να μου λαλεί «Αγαπώ σε» τζιαι εγώ δαμέ, διμμένος σε χρονοδιαγράμματα τζιαι αρχεία του υπολογιστή. Θέλω να σταθώ στο πεζούλι τζιαι να ανοίξω τα σιέρκα μου να ππέσω στην αγκαλία του καιρού. Να κουρνιάσω στην ζεστασιά του, άνενοιας, χωρίς προβλήματα τζιαι προθεσμίες.

Χριστέ μου, πόσο όμορφος εν ο ήλιος το καλοκαίρι. Πόσο οικίος είναι τζιαι πόσο άπιαστος φαίνεται έτσι ώρες.

Νιώθω σαν το παπαγαλούι που το αφήνουν νάκκο έξω που το κλουβί του τζιαι νιώθει ελεύθερο για λλίο. Ώσπου να τραβήσουν το σιοινί τζιαι να το χώσουν μέσα πάλε, να τραουδά για να ικανοποιεί τους ιδιοκτήτες του.

Κάποτε οι εποχές αλλάζαν πάνω μου. Αλλάζα εγώ, άλλαζα ούλλος. Εγίνουμουν καλοτζιαίρι, σιειμώνας, βροσίη, χώμα, νερό κρυό, βραστό, δρώμα τζιαι αέρας. Ελευθερία.

Τωρά απλά αλλάζω μπάκραουντ στο κομπιούτερ. Τζιαι θωρώ τους αριθμούς του ημερολογίου να προχωρούν. Σκλάβος, του συστήματος. Σκλάβος, του εαυτού μου.

Άνοιξα τες παλάμες μου να νιώσω την ζέστη του γρανίτη πιο έντονα. Ένιωσα την πρώτη σταγόνα ιδρώτα να κατατρακυλά που τον λαιμό μου, μέσα που το πουκάμισο, να περνά που το στήθος μου τζιαι να κατευθήνεται προς την κοιλιά μου. Σαν ένα κρυό, δροσιστικό φίδι που ξυπνά ούλλες μου τες αισθήσεις.

Πόσοι μισθοί εννα μου ξωφλήσουν τα καλοκαίρια που χάννω. Πόσα λεφτά γοράζουν τα παιχνίθκια που χάννω στο χώμα, στην θάλασσα. Την ηρεμία, την ξεγνοιασιά, την αυτάρκεια. Πουλιέται έτσι μέρα; Εγώ γιατί την πουλώ;

Αχ..μέρα μ’ ηλιο σαν κι αυτό, να την τρώει τ’ αφεντικό…


17
Jul 10

Original


14
Jul 10

The Papabat Returns


09
Jul 10

Papabat

Κοίταξε κύριε μου τι βρίσκεις μες το ίττερνετ α…


07
Jul 10

Οι μαννοί

Εσιει τζιαιρό να γράψω. Πολλά σπάνια κάμνω τόσο τζιαιρό να γράψω κάτι.

Αν τζιαι έχω πολλά να πώ, τελευταία εμπήκα μες το κανάλι της αναποφασιστικότητας τζιαι της αδιαφορίας.

Κάθουνται πας τους ώμους μου τα θκιαολούθκια της συνείδησης μου τζιαι σουξουλούν με συνέχεια.

Ναι, εγώ έχω θκυο θκιαολούθκια, εν έχω αγγελούι να κάθετε πάνω στους ώμους μου. Εν χρειάζεται να με σκουντρέψει κάτι για να κάμω κάτι κοινωνικά αποδεκτό, την μαλακία κάμνω την τζιαι μόνος μου. Τα θκιαολούθκια σκουντρούν με να αντιδράσω, απλά διαφωνούν στους τρόπους τζιαι τες μεθοδολογίες.

Μάχουνται μου που λέτε να σηκώσω κκελλέ. Να ανοίξω το στόμα μου. Αλλά εγώ εβαρέθηκα. Εβαρέθηκα να μιλώ, να λαλώ του κόσμου την γνώμη μου, να φορήσω τα γυαλιά τα δικά μου σε κάποιους, τζιαι να τους κουντήσω να δούν που την δική μου οπτική γωνιά.

Ο κόσμος όσον πάει μαννουτζιάζεται παραπάνω. Άρκεψα να καταλαβαίνω ότι εν ανίατη τούτη η ασθένια. Η μαννουτζίαση.

Ούλλοι γενιούμαστε κενοί. Χωρίς σκέψεις τακτικής, χωρίς γνώμη. Tabula rasa όπως μου απαντά η φιλενάδα μου αμα με ρωτά “Τι σκέφτεσαι;” τζιαι εγώ λαλώ τις “Τίποτε..”

Κάποιοι που μας εν δεχούμαστε την ζωή όπως μας την επιβάλλουν. Θκιαβάζουμε, ρωτούμε, προβληματιζούμαστε, ψάχνουμε, διαμορφώνουμε γνώμη.

Άλλοι εξελίσσουνται σε κόπιες ο ένας του άλλου. Ίδιες απόψεις, ίδιες απαράλλαχτες γνώμες ο ένας με τον άλλο. Ντύνουνται, λειτουργούν, αντιδρούν με ακριβώς τον ίδιο τρόπο, ο ένας όπως τον άλλο. Φοούνται να ξωκίλουν, να ταράξουν λλίο που το μονοπάτι, άμπα τζιαι μετά εν τους θέλει η αγέλη. Άμπα τζιαι δακτυλοδείξουν τους τζιαι αποφασίσουν ότι εν ανοίκουν στο σύνολο.

Για τούτο φυσικά υπεύθηνο εν το πολιτιστικό τζιαι κοινωνικό υπόβαθρο που μεγαλώνουμε. Η θρησκεία πάνω που ούλλα, η πατρίδα μετά. Τούτα επιβάλλουν τα κόμματα τζιαι οι παπάες για τον απούστατο λόγο. Να κρατούν τον κόσμο μαννουτζιασμένο τζιαι αδιάφορο.

Δέτε γυρώ σας. Έσιει κανένα που φακκά πέννα για οτιδήποτε, χωρίς να του πούν; Έσιει κανένα που αντιδρά χωρίς να του εξηγήσουν πως πρέπει να αντιδράσει τζιαι πότε;

Αντιδράτε μόνο αμα εν η επέτειος της εισβολής, που η ώρα 12:00 το μεσημέρι ως η ώρα 12:45, στο προαύλιο μπροστά που το διευθηντήριο. Αντιδράτε μόνο αμα έσιει δημοψήφισμα που εν συφφέρει τους πολιτικούς μας, που η ώρα 08:00 το πρωί ως η ώρα 18:00 το δείλις. Ελάτε πρωί όμως για να προλάβετε ύστερα να πάτε θάλασσα τζιαι να γλυτώσετε την κίνηση.

Ψηφίστε ότι εψήφιζεν ο τζιήρης σας. Στο γήπεδο φωνάξτε μόνο ότι φωνάζουν οι υπόλοιποι. Τζιαι άμα γίνει κάτι που δεν είναι προς το συμφέρον του συνόλου, κλείστε τα μάθκια σας.

Όπως τα γραφικά μες το κομπιούτερ. Οι παραπάνω ππιούν αμα τους πουν, φωνάζουν αμα τους πουν τζιαι λειτουργούν μόνο αμα τους πουν. Ότι πουν τα νέα, ότι πει η τηλεόραση. Σάννα τζιαι έχουν σύρματα πιντωμένα, ακόμα τζιαι στις πιο ζωτικές τους λειτουργίες, τζιαι το κοντρόλ κρατούν το στα κανάλια. Πατούν κουμπιά τζιαι ότι θέλουν να γίνει γίνεται. Τζιαι εμείς ενομίζαμε ότι το Matrix εν έργο.

Ο κόσμος εν μαννός.

Προχτές είδα κάτι φυλλάδια για ενα μωρό που έσιει πρόβλημα. Εννα γίνουν εκδηλώσεις για να το βοηθήσουν. Πολλά καλά κάμνουν. Οι χορηγοί όμως τι γυρεύκουν; Τζιαι γιατί μόνο για τζείνο το μωρό; Τα άλλα μωρά που έχουν προβλήματα γιατι εν βοηθά κανένας; Γιατι το μομέντουμ να κτίζεται μόνο αμα μας πουν ότι πρέπει να κτιστεί;

Γιατί είμαστεν ανθρώποι μόνο αμα μας πούν τζιαι μόνο όποτε τζιαι για όποιον μας πούν;

Αρνιά, αρνιά πασιά. Τρων ούλλη μέρα χόρτο τζιαι ο βοσκός φωνάζει τους τζιαι κάμνει τα να πιστεύκουν ότι προστατεύκει τα που τον λύκο. Ενώ ο ίδιος κάθεται στην άκρα, παίζει πιθκιάβλι τζιαι ξεκουράζεται. Άμα γουστάρει κάτι, πέμπει τα σιηλλούθκια του τζιαι επιβάλλουν το. Αρνιά παέννεται ποτζεί, αρνιά ελάτε δαμέ.

Αρνιά δώστε λεφτά για τον ραδιομαραθώνιο, αρνιά ψηφίστε όχι, αρνιά γοράστε κρέας με το κιλό που τον Ορφανίδη, αρνιά γοράστε πρώτοι πριν να γοράσουν οι άλλοι. Αρνιά μεν διαμαρτήρεστε. “Να θυμάστε ότι όλα έχουν φτιαχτεί για σας, μόνο για σας”.

Τζιαι τα αρνιά βουρούν να βοηθήσουν, να ψουμνήσουν, να υπακούσουν. Για να τα αφήνουν ήσυχα να μασούν το χόρτο τους.

Έτσι λοιπόν, η απογοήτευση μες την καρδία μου, εν σιείλη, σιείλη τζιαι μάσιεται να ξεσιειλίσει. Πνίουμαι. Ακόμα τζιαι ανθρώποι που επίστευκα ότι κόφτει τους, ότι θέλουν να δούν μιαν αλλαγή, απογοητεύκουν με.

“Σιγά να μεν αλλάξει ο κόσμος ρε πελλέ. Έτω να κάμνουμε την καύλα μας να περάσουμε ως πάρακατω. Ηντα που σε κόφτει τωρά.”

Εν ξέρω γιατί με κόφτει. Εν έπρεπε να με κόφτει. Εν έπρεπε να μαραζώνω. Έπρεπε να εν στ’ αρχίδια μου. Αλλά έννεν έτσι. Κόφτει με.

Αλήθκεια εν θέλω τα πράματα να εν όπως τα θέλω εγώ. Να έχουν ούλλοι τες ίδιες απόψεις με εμένα. Το μόνο που θέλω είναι να σταματήσω να θωρώ γυρώ μου μαννούς, να ξεκινήσω να θωρώ πλάσματα με άποψη. Πλάσματα που να θκιαλέουν.

Ανθρώπους που να τρών, όι να τους ταίζουν.

Τζιαι ναι θεωρώ ότι εν είμαι μαννός. Κάθουμαι δαμέ τζιαι να γράφω ασυνάρτητες σκέψεις τζιαι κομμάθκια του εαυτού μου, σε ένα πληκτρολόγιο, προσπαθώντας να φτάσω στην άλλη μερκά, άμπα τζιαι ακούει με κανένας. Ξέρω ότι εν είμαι μαννός.

Έννεν αλαζονία ούτε υπεροψία να λαλείς ότι έν είσαι μαννός. Στες μέρες μας εν αντίδραση.

Έτσι μας θέλουν, ανασφαλή τζιαι ταπεινά ανθρωπούθκια που φοούνται να πουν, “Να πα να γαμηθείτε. Τούτο που κάμνετε εν μου αρέσκει!!”

Τελευταία μπαλασαρίσκω ανάμεσα σε σταρχιδισμό τζιαι αντίδραση. Τζιαι εν εντάξει να είσαι έτσι. Αναποφάσιστος αλλά σκεπτόμενος. Επειδή σημαίνει ότι εν σου είπαν τι ακριβώς πρέπει να σκέφτεσαι τζιαι λαλείς. Ακόμα, η απόφαση εν δική σου.

Τζιαι αποφάσισα να μεν κάτσω που κάτω. Να μεν σιωπήσω.

Εβαρέθηκα να ακούω “‘Ετσι ένει ρε πελλέ, έτσι ήταν πάντα, έτσι εννα ένει πάντα”. Έν ήταν έτσι πάντα, τζιαι εν θα ένει έτσι πάντα, τζιαι αν περνά που το σίερι να αλλάξει έστω τζιαι κάτι, εννα προσπαθήσω να το αλλάξω.

Αν τζείνο ένει να συζητήσω με ένα άνθρωπο τζιαι να του χαλάσω την μέρα του, ας ένει. Άν τζείνο ένει, να πω την γνώμη μου χωρίς να κολώσω, ας ένει. Ότι ένει ρε κουμπάρε, έννεν ανάγκη να εν η Γαλλική επανάσταση, αλλά πάλε αν θα καταλήξει ως τζιαμέ, ας ένει.

Όσον είμαστε ξέμπαρκοι, ξεκάρφωτοι ποτζεί ποδά τζιαι εν τα λαλούμε, έτσι εννα εν ο κόσμος. Εννα κτίζουν εκκλησιές, ενώ έσιει ζευκάρκα που εν έχουν σπίτι να μείνουν, εννα γοράζουν λιμουζίνες τζιαι να τες πιερώνουμεν εμείς, εννα μας χωρίζουν σε κότσινους τζιαι μπλέ, πράσινους τζιαι κίτρινους, μαύρους τζιαι άσπρους, άντρες τζιαι γενέτζιες, πούστιες τζιαι άντρακλες. Όσον είμαστε μονάδες είμαστε ασήμαντοι. Άμα γίνουμε ομάδα, μπορεί πάλε να είμαστε ασήμαντοι, αλλά τουλάχιστον εννα ξέρουμε ότι εν είμαστε μόνοι μας.

Αποφάσισα που λέτε να κάμω κάτι.

Έννεν οργάνωση, ούτε κίνημα, ούτε σύλλογος, ούτε ίδρυμα.

Εν απλά μια ομάδα ανθρώπων. Ένας πυρήνας.

Όσοι συναχτούμε.

Εννα ρωτήσω ποτζεί ποδά, όσοι σκέφτουνται το ίδιο ας έρτουν μαζί μου να μου δώκουν ενα σιέρι.

Εν φιλοδοξώ να αλλάξω τον κόσμο. Θέλω να δείξω των ανθρώπων ότι μπορούν να κάμουν την αλλαγή μόνοι τους, συλλογικά, σιγά, σιγά. Να σταματήσουν να μαννουτζιάζουνται τζιαι να ξεκινήσουν να σκέφτουνται. Να σταματήσουν να λαλούν “Έτσι ένει, εν πειράζει”.

Έχω μες το νού μου ένα πλάνο, ένα υπόβαθρο. Εννα το συσταρίσω νάκκο τζιαι αν χρειάζεται, εννα ανακοινώσω τζιαι δαμέ ότι είναι να γίνει, αν γίνει.

Μπορεί να σηκωθώ αύριο το πρωί τζιαι να πώ “Εν βαρκέσε να νεκατώννεις κουβέντες τωρά. Πάεννε δουλειά τζιαι κρύψε.”

Ελπιζω να μεν το κάμω όμως…