17
Jul 16

Μέρα 14η

Αγαπημένη μου Ρέα,

Εθκιάβασα σε ένα βιβλίο ότι το μόνο που χρειάζεται είναι μια κακή στιγμή. Μια κακή στιγμή, μπορεί να εκτροχιάσει ολόκληρη την ζωή σου. Μπορεί να αλλάξει τα πάντα, να σε μεταμορφώσει σε κάτι που δεν έσιει καμιά σχέση με οτιδήποτε ήσουν παλιά. Μια κακή στιγμή, που τελικά μπορεί να είναι μια καλή στιγμή αν το δεις που μια διαφορετική οπτική.
Ένιωθα πάντα ότι κάτι πολλά λάθος συμβαίνει με την κοινωνία που ζούμε. Είχα ένα ανήσυχο αίσθημα, ότι ο κόσμος που ζούμε εν παράλογος, ότι κάποια πράματα που γίνουνται γυρό μας δεν κοστερκάζουν τζαι έννεν δυνατό να μεν τα αμφισβητεί κανένας. Είχα μια πέτρα κάτω που στρώμα μου, τζαι δεν με άφηνε να τζοιμηθώ, για πάρα πολλά χρόνια.

Επροσπάθησα αγάπη μου, αλήθκεια, επροσπάθησα. Να προσαρμοστώ, να αλλάξω, να μεν το σκέφτουμαι. Έπαιξα το παιγνίδι που παίζουμε ούλλοι μας.

Έγραψα τα άρθρα μου στο ίντερνετ, αντιμετώπισα τζείνους που εδιαφωνούσαν μαζί μου είτε με έξυπνα τζαι σαρκαστικά σχόλια, είτε με απλές βρισιές. Εμοιράστηκα με τους φίλους μου βίντεο τζαι φωτογραφίες που επροωθούσαν τζείνο που κάποιος άλλος εσκέφτηκε για μένα. Μετά έκατσα τζαι επερίμενα να δω τα likes τζαι τα share, για να ικανοποιήσω το εγώ μου. Βαθκιά μέσα μου ήξερα όμως ότι δεν εβοηθούσα κανένα, παρά τον εαυτό μου. Εχόρτασε κανένα μωρό που τα likes Ρέα μου; Σιγά-σιγά εκατάλαβα ότι ζούμε σε ένα πίνακα. Ζούμε σε μια ταινία, που ούλλα δουλεύκουν όπως τα θέλουμε ή όπως θέλουμε να τα θωρούμε. Ψευδαισθήσεις. Ούλλοι οι τρόποι για να αγνοήσουμε την πραγματικότητα, διαθέσιμοι, ένα πάτημα της οθόνης μακριά. Δεν ήταν αρκετό για μένα. Ούτε για σένα θέλω να είναι ποττέ. Να θυμάσαι πάντα, να μεν αρκείσαι που τούτη την μετριότητα που υπάρχει γυρό μας.

Την πρώτη φορά που τον είδα ήταν έξω που την τράπεζα. Εκρατούσα στο ένα χέρι μια σακκούλα νάυλον. Μέσα είχα μιαν ελιόπιττα, πέταλο που τον Ζορπά. Στο άλλο χέρι, ένα παγωμένο αμερικάνο. Είχα τραβήσει λεφτά που την μηχανή τζαι επροχώρησα κάτω που τον λάλλαρο για να επιστρέψω πίσω στο γραφείο.

Είδα τον που απόσταση 20 περίπου μέτρων. Εφορούσε ένα ριχτό, αέρινο, γαλάζιο πουκάμισο. Άσπρο λεπτό παντελόνι τζαι παπούτσια, γοβάκι καφέ ανοιχτό. Είσιεν μαύρα μαλλιά, με κάποιες καλά τοποθετημένες άσπρες τούφες, σαν ‘να τζαι εσυμφώνησε με την φύση για το πού θα του επηαίνναν παραπάνω. Κάπως έτσι πρέπει να μυρίζουν τα μοντέλα μες τα περιοδικά, εσκέφτηκα. Τζιαι πίσω του είδα το Mercedes παρκαρισμένο πας στο πεζοδρόμιο.

Τζαι ξέρεις, τζείνη την στιγμή, εν εγύρισα να φύω να πάω πίσω στο γραφείο. Εν τον αγνόησα τζαι να σκεφτώ ότι μια μέρα έννα γινώ τζαι εγώ έτσι. Ήταν τζείνη η στιγμή που σου είπα πριν. Τζείνη η στιγμή, που επέταξα τον αμερικάνο τζαι έκαμα τον ολόσκατο. Έπρεπε να εθώρες το ύφος του. «Μαλάκα, τα βάσανα σου εν πίσω!» είπα του, τζαι έπιασα τον δρόμο να στραφώ πίσω στην δουλειά, χαμογελαστός. Αλλαγμένος.

Ως την άλλη φορά,
Ουρανός


14
Jul 16

Μέρα 13η

Αγαπημένη μου Ρέα,

Την τελευταίαν φορά που σε είδα, ήσουν κουβαρωμένη κάτω που έναν τραπέζιν τζαι εκράτας αγκαλιά το κουνέλιν σου. Εννά έθελα να σε θυμούμαι διαφορετικά. Να ππηδάς κουτσόν στα πλακάκια της κουζίνας ή να βουράς μες στην αυλήν πίσω που τον σσύλλον.

Έχω τζαι τούτες τες αναμνήσεις, αλλά για κάπκοιον περίεργον λόγον η τελευταία σκηνή έμεινεν χαραγμένη μέσα στο μυαλόν μου. Φτηνή ταπετσαρία, μπροστά στα μμάθκια μου, που όσο τζαι να προσπαθώ να την αλλάξω δεν ξικολλά η μαυρογέρημη. Σάννα τζαι έν’ επίτηδες τζιαμαί για να μου θυμίζει τον φόβον στα δικά σου τα μμάθκια, την αγωνίαν που έζησες τζείνον το απόγευμαν.

Θέλω να ξέρεις, ό,τι έκαμα έκαμα το για μένα. Τίποτε που όσα έκαμα δεν θα επροκαλούσεν την παραμικρήν θετικήν εξέλιξην στην ζωήν σου. Μέσα μου ήξερα ότι δεν θα ένιωθες ποττέ περήφανη για τον παπάν σου. Υπήρξαν μάλιστα περιπτώσεις που ένα αθθρωπούιν καθισμένο στο δεξίν μου ζινίσιιν εφώναζε ότι μιαν μέραν θα μεταννιώσω για τες πράξεις μου. Δεν εμετάννιωσα για τίποτε ακόμα.

Θα εξαναέκαμνα κακόν σε ούλλους τούτους τους αθθρώπους, που την αρχήν αν είχα την ευκαιρίαν. Αν για την κοινωνίαν είμαι εγκληματίας, ας είναι, μπορούν να προσπαθήσουν να με κρατήσουν μέσα στην φυλακήν για όσον τζαιρόν τα καταφέρουν.

Με τον δικό μου κώδικα ηθικής ήμουν σωστός. Ίσως με τον κώδικα των πολλών να είμαι λάθος. Αλλά απάντα μου το εξής, αν μπορέσεις. Πκοιος δημιουργεί τζαι πκοιος διατυπώννει τες παραμέτρους του κώδικα ηθικής; Δηλαδή, πκοιος ρε κουμπάρε λαλεί έν’ σωστό να σφάξεις τούτον το πλάσμαν αλλά έννεν σωστό να σφάξεις το άλλον;
Τζαι αν πράγματι υπάρχει μια συμπαντική αρχή που λαλεί τι έν’ το σωστό τζαι τι έν’ το λάθος, σε πκοιον το λαλεί; Γιατί τούτη η συμπαντική αρχή να μεν το λαλεί σε εμέναν τζαι να το λαλεί σε ούλλους τους άλλους; Πκοιος κρίνει, δηλαδή, πκοια ηθική αρχή έν’ η πκιο σωστή;

Ένας πολιτισμός που αφήνει μωρά να πνίουνται μες στες θάλασσες τζαι οικογένειες να περιμένουν μήνες ολόκληρους μέσα σε σκηνές στην μέσην ενός βάλτου, πώς μπορεί να κρίνει την δικήν μου ηθικήν; Έν’ πκιο σωστόν δηλαδή να βομβαρδίζεις νοσοκομεία τζαι να γλυτώννεις με έναν «Συγγνώμην, λάθος»;

Μια κοινωνία που έσιει σύγχρονους σκλάβους, που φορτώννει τες δουλειές της σε μετανάστες για να έρτει μετά να τους κατηγορήσει ότι φταίουν για την κατάντιαν της, έσιει δικαίωμαν να με καταδικάσει εμέναν; Την ώραν που τον εθώρουν να κρούζει μες στο αυτοκίνητον του. Να φακκά τα τζάμια, προσπαθώντας μάταια να τα σπάσει, ενώ ήξερεν ότι δεν έσιει καμιάν ελπίδαν να το πετύχει, σε μιαν θωρακισμένη BMW. Τζείνην την στιγμήν εκατάλαβα πώς είναι να νιώθεις δικαιωμένος. Τούτον έν’ μπορεί να το κρίνει κανένας.


11
Jul 16

Μέρα 12η

Αγαπημένη μου Ρέα

Οι μέρες κινούνται με αβάσταχτα αργούς ρυθμούς. Κάθε λεπτό, κάθε ώρα, εν σαν τούβλο φορτωμένο στα ζινίσια μου. Νιώθω σταματημένος, σαν άγαλμα σε πλατεία που τα πάντα γυρόν του βουρούν ασταμάτητα τζαι τζείνο εν ακίνητο στη μέση σαν κάτι να σκέφτεται. Σαν κάτι να περιμένει.

Ίσως τζείνο που μου εδιούσε δύναμη τόσο τζαιρό ήταν η αναμονή μου. [Τζαι το ότι γράφω σου τούτα τα γράμματα, ξέροντας ότι μια μέρα έννα τα θκιαβάσεις τζαι έννα καταλάβεις γιατί έκαμα ό,τι έκαμα.]
Επερίμενα να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες για να εφαρμόσω το σχέδιο μου. Τούτη η ελπίδα εβοηθούσε με να ανέχουμαι ούλλες τες μαλακίες που γίνουνται δαμέσα. Λαλώ σου, το σιειρόττερο ναρκωτικό, εν η ελπίδα. Τζαι επιβεβαιώνω σου ότι το σύνδρομο στέρησης της ελπίδας εν σιειρόττερο που οτιδήποτε άλλο μπορείς να νιώσεις.

Έπαιξε πολλύ ρόλο το ότι εμίλησα με τον Μπέντζυ. Ήμουν σίουρος ότι τούτος ο άνθρωπος ήταν το κατάλληλο πρόσωπο, η επέκταση της λογικής μου. Ακόμα νιώθω ότι για κάποιο λόγο το σύμπαν έβαλε μας μαζί σε τούτη τη φυλακή. Απλά μετά που την κουβέντα μας, είμαι χαμένος. Εν ξέρω πώς να διαχειριστώ την συνύπαρξη μας.

Επλησίασα τον μια μέρα στο πρόγευμα. Έκατσα δίπλα του. Εν εγύρισε να με κοιτάξει, εσυνέχισε συγκεντρωμένος να διαβάζει το βιβλίο του. «Ο Καπετάν Μιχάλης» εθκιάβασα στο εξώφυλλο. Εμπήκα ολόισια στο θέμα τζαι είπα «Έχω ένα σχέδιο που έννα μας φκάλει που δαμέσα. Μόνος μου εν είμαι σίουρος ότι έννα τα καταφέρω. Αν με βοηθήσεις όμως, θα είμαστε έξω που τούτον τον γουμά μέσα σε μια εβδομάδα.»
«Τι σε κάμνει να νομίζεις ότι έννα σε βοηθήσω;» απάντησε με μια φωνή, που έμοιαζε να ταξιδεύκει πάνω που ήσυχο ρυάκι στο δάσος. «Έσιει κανένα που θέλει να μείνει δαμέσα;»
«Εν μπορώ να σου απαντήσω για ούλλο τον κόσμο. Μπορώ να σου πω όμως ότι η φυλακή ίσως να εν το μέρος που μας αξίζει. Ότι η κοινωνία, με το δίκιο της μας έκλεισε πίσω που τα κάγκελα. Ότι ίσως, να μεν μπορούμε ποττέ να ζήσουμε τζιαμέ έξω, να προσαρμοστούμε. Ότι η αγωνία μας για να φύουμε που δαμέ, να γλυτώσουμε τάχα, γεννιέται που καθαρό εγωισμό.» Εσήκωσε την κκελλέ του που το βιβλίο τζαι εκοίταξε με στα μάτια. Εν θα ξεχάσω τούτο το βλέμμα. Τα λόγια του ερέσσαν μέσα που τα μάθκια του τζαι εχαράσσαν την ψυσιή μου.
«Πριν με ρωτήσεις εμένα αν θα σε βοηθήσω να δραπετεύσεις. Ρώτα τον εαυτό σου πρώτα. Αξίζει σου να είσαι έξω που την φυλακή;»

Έσιει που τζείνο το πρωί που το σκέφτουμαι. Ο νους μου εν μια νεκατωσιά τζιαι ακόμα εν έχω απάντηση. Σιγά-σιγά έννα σου γράψω τι έγινε τες μέρες πριν να με κλείσουν δαμέσα τζαι ίσως να με βοηθήσεις εσύ.

Με αγάπη,
Ουρανός


08
Jul 16

Μέρα 11η

Αγαπητή Ρέα,

Τωρά που σου γράφω, ο Βενιαμίν κάθεται στο απέναντι κελί τζιαι θκιαβάζει. Καθισμένος σταυροπόδι, όπως τον βούδα, έσιει στην χωρισιά των ποθκιών του ένα χοντρό, καφέ βιβλίο με δερμάτινη πλάτη. Φαίνεται να εθκιάβασε ως το μισό. Κρατά το συνέχεια μαζί του τζιαι θκιαβάζει που ό,τι επρόσεξα.

Αρέσκει μου ο τρόπος που περιφέρεται μες την φυλακή. Εν ενοχλεί κανένα, μόνο συγκεντρώνεται τζιαι περιμένει να περάσει ο τζιαιρός. Λεπτό προς λεπτό. Σαν να μάσιεσαι να γεμώσεις μια πισίνα, σταγόνα, σταγόνα. Εγώ έτσι νιώθω. Έτσι πρέπει να νιώθει τζιαι τζείνος.

Εν ενοχλεί κανένα όπως σου είπα. Χωρίς να σημαίνει ότι τζείνον εν τον ενοχλούν. Πριν κάποιες μέρες, εκάθετουν το πρωί στην τραπεζαρία τζιαι εθκιάβαζε. Επέρασε που τζιαμέ ένας άγριος τζιαι ερώτησεν τον τι θκιαβάζει.
«Καζαντζάκη» απάντησεν ο Μπέντζυς, Καζαντζίδη άκουσε ο άλλος ή μάλλον έκαμε πως έτσι άκουσε. Ακολούθησε μια λογομαχία. Ο άγριος επροσπάθησε να του πιάσει το βιβλίο, για να έβρει τους στίχους του «Ένας σκύλος και μια γυναίκα», ο Μπέντζυς ετράβησε το πίσω, ο άγριος έπιασεν τον που τον γιακκά, ο Μπέντζυς εκλώτσησε του τα αρχίδια του τζιαι μετά εμπήκε μες την μέση ένας δεσμοφύλακας.

Ο άγριος άρχισε να απειλεί τζιαι να φωνάζει. «Εννα σε κάμω να καταραστείς την ώρα που εγεννήθηκες», «Εννα σου δώκω ώσπου να έρτει η άμπουλα» τζιαι τες συναφείς κυπριακές απειλές, όπως τες ξέρεις τζιαι εσύ. Ο Μπέντζυς έμεινε να τον θωρεί χαμογελώντας. Με τζείνα τα μάθκια τα γκριζογάλανα, όπως τους λάκκους χωρίς πατό. «Εν που σένα που εξαρτάται αν θα γίνω ο εφιάλτης σου, αδελφέ» είπε του.

Εν ξέρω τι εννοούσε, αλλά άρεσε μου πολλά η αντίδραση του. Εν φοάται κανένα. Η τζιαι να φοάται εν το δείχνει. Όπως εγώ. Έβαλε τα όρια του που την αρκή τζιαι προκαλεί τον κόσμο γυρόν του να τα περάσει.

Επροσπάθησα να τον πιάσω κουβέντα κάποιες φορές αλλά εν λλιομίλητος. Έκατσα δίπλα του, εμίλησα του αλλά οι απαντήσεις του περιορίζονται στο «Ναι», «Όχι», «Μπορεί». Ερώτησα τον αν θέλει να φκει μια μέρα που δαμέσα. Είπε μου «Εν ξέρω».

Έσιει κανένα που να θέλει να πεθάνει σε τούτη τη βρομότρυπα; Αποφάσισα ότι θα του μιλήσω σοβαρά για το σχέδιο μου. Να του πω να με βοηθήσει. Νομίζω ότι μπορώ να τον εμπιστευτώ. Επίσης φαίνεται έξυπνος άνθρωπος τζιαι θα μπορέσει να με διαφωτίσει σε διάφορα θέματα που έχω. Στο κάτω-κάτω έσιει να κερδίσει τζιαι τζείνος που τούτη την ιστορία, όχι μόνο εγώ.

Είμαι σίουρος ότι έστειλε τον μια ανώτερη δύναμη δαμε, στο απέναντι κελί. Ελπίζω να μεν έχω λάθος.

Λείπεις μου.
Ουρανός


05
Jul 16

Μέρα 10η

Αγαπητή Ρέα,

Πριν μερικά γράμματα είχα σου πει ότι ανησυχώ για τον κύριον Αντώνην. Εξαφανίστηκεν μέσα σε μιαν νύχτα τζαι ακόμα λείπει. Δεν έσιει κανένας ιδέαν πού είναι τζαι οι φήμες οργιάζουν.

Οι παραπάνω λαλούν ότι επέθανεν, αλλά εγώ δεν είμαι τόσον σίουρος. Αν επεθάνισκεν θα το εμαθαίνναμεν ‘που τους φρουρούς την επόμενην μέραν. Επίσης θα εμαζεύκαν τα πράματα του την ίδιαν μέραν τζαι θα εστέλναν κάπκοιον να απολυμάνει το κελλίν του. Για εβδομάδες όμως το κελλί ήταν έρημον, κλειστόν τζαι δεν το επλησιάζαν οι φρουροί. Σαν τάφος σε στοισειωμένον νεκροταφείον. Προψές την νύχταν, μετά ‘που τρεις σχεδόν εβδομάδες, ήρτεν το συνεργείον να καθαρίσει. Ανοίξαν το κελλίν, εσυνάξαν ούλλα τα προσωπικά του αντικείμενα τζαι απολυμάναν το αποχωρητήριο τζαι τον νιπτήρα. Όταν ερώτησα τι συμβαίνει τζαι πού έν’ ο κύριος Αντώνης, είπαν μου να θωρώ την δουλειάν μου τζαι να μεν ρωτώ πολλά πολλά.

Τα πράματα εγινήκαν ακόμα πκιο περίεργα, όταν εχτές το πρωίν εφέραν κάπκοιον καινούργιον στο κελλίν του κυρίου Αντώνη. Σάννα τζαι εβουρήσαν ππάσα, ππάσα να καθαρίσουν το κελλίν, ειδικά για να φέρουν τζείνον τον άνθρωπον μέσα. Κελλιά υπάρχουν πολλά, γιατί συγκεκριμένα να θέλουν να τον βάλουν στο κελλίν του κυρίου Αντώνη;

Ο τύπος τούτος έν’ λεπτός, όχι πολλά ψηλός, τζαι έσιει γκρίζα μαλλιά ώς τον ώμον του. Έσιει ένα βαθύν, γαλανόν βλέμμαν, τζαι την πρώτην φοράν που εδίκλησεν πάνω μου ένιωσα ότι έν’ όπως την ρουφήχτραν που θα με ετραβούσεν μέσα. Σάννα τζαι επλησίαζα στην άκρην ενός γκρεμμού τζαι θα έππεφτα μέσα. Ξέρω, ακούεται φοϊτσιάρικον, αλλά το θέμα έν’ ότι δεν εφοήθηκα καθόλου. Η παρουσία του διά μου μιαν ηρεμίαν, αλλά την ίδιαν στιγμήν τρομάζει με. Έτσι ένιωθα μιτσής κάποιες νύχτες που ενόμιζα ότι παρακολουθεί με ο Χριστός τζαι ότι εννά αννοίξω τα μμάθκια μου τζαι να στέκεται που πάνω μου.
Πριν τζοιμηθούμεν εψές, εφώναξεν μου με το όνομαν μου. Έσιε υπόψην ότι δεν είχαμε συστηθεί ακόμα. Όταν τον ερώτησα πού ξέρει το όνομαν μου, είπεν μου ότι το όνομαν μου ξέρουν το ακόμα τζαι οι πέτρες μες στην φυλακήν. Το δικόν του είναι Βενιαμίν. Οι φίλοι του φωνάζουν τον Μπέντζυ. Είπα του ότι το όνομαν του θυμίζει μου σσύλλο. Εγέλασεν τζαι είπεν μου «Καληνύχτα, αδελφέ. Τα όνειρα εν μπαίνουν φυλακή».

Το ίδιον πράμαν μου ελάλεν τζαι ο κύριος Αντώνης πριν τζοιμηθεί.

Υπάρχουν πολλά πράματα ανεξήγητα τζαι προσπαθώ να φκάλω άκρην. Είμαι σίουρος ότι τούτα τα γεγονότα έχουν να κάμουν μαζίν μου. Κάτι ετοιμάζεται τζαι εν πρέπει να μάθω τι. Θα σε κρατώ ενήμερη.

Με αγάπη,
Ουρανός