Αγαπημένη μου Ρέα,
Εθκιάβασα σε ένα βιβλίο ότι το μόνο που χρειάζεται είναι μια κακή στιγμή. Μια κακή στιγμή, μπορεί να εκτροχιάσει ολόκληρη την ζωή σου. Μπορεί να αλλάξει τα πάντα, να σε μεταμορφώσει σε κάτι που δεν έσιει καμιά σχέση με οτιδήποτε ήσουν παλιά. Μια κακή στιγμή, που τελικά μπορεί να είναι μια καλή στιγμή αν το δεις που μια διαφορετική οπτική.
Ένιωθα πάντα ότι κάτι πολλά λάθος συμβαίνει με την κοινωνία που ζούμε. Είχα ένα ανήσυχο αίσθημα, ότι ο κόσμος που ζούμε εν παράλογος, ότι κάποια πράματα που γίνουνται γυρό μας δεν κοστερκάζουν τζαι έννεν δυνατό να μεν τα αμφισβητεί κανένας. Είχα μια πέτρα κάτω που στρώμα μου, τζαι δεν με άφηνε να τζοιμηθώ, για πάρα πολλά χρόνια.
Επροσπάθησα αγάπη μου, αλήθκεια, επροσπάθησα. Να προσαρμοστώ, να αλλάξω, να μεν το σκέφτουμαι. Έπαιξα το παιγνίδι που παίζουμε ούλλοι μας.
Έγραψα τα άρθρα μου στο ίντερνετ, αντιμετώπισα τζείνους που εδιαφωνούσαν μαζί μου είτε με έξυπνα τζαι σαρκαστικά σχόλια, είτε με απλές βρισιές. Εμοιράστηκα με τους φίλους μου βίντεο τζαι φωτογραφίες που επροωθούσαν τζείνο που κάποιος άλλος εσκέφτηκε για μένα. Μετά έκατσα τζαι επερίμενα να δω τα likes τζαι τα share, για να ικανοποιήσω το εγώ μου. Βαθκιά μέσα μου ήξερα όμως ότι δεν εβοηθούσα κανένα, παρά τον εαυτό μου. Εχόρτασε κανένα μωρό που τα likes Ρέα μου; Σιγά-σιγά εκατάλαβα ότι ζούμε σε ένα πίνακα. Ζούμε σε μια ταινία, που ούλλα δουλεύκουν όπως τα θέλουμε ή όπως θέλουμε να τα θωρούμε. Ψευδαισθήσεις. Ούλλοι οι τρόποι για να αγνοήσουμε την πραγματικότητα, διαθέσιμοι, ένα πάτημα της οθόνης μακριά. Δεν ήταν αρκετό για μένα. Ούτε για σένα θέλω να είναι ποττέ. Να θυμάσαι πάντα, να μεν αρκείσαι που τούτη την μετριότητα που υπάρχει γυρό μας.
Την πρώτη φορά που τον είδα ήταν έξω που την τράπεζα. Εκρατούσα στο ένα χέρι μια σακκούλα νάυλον. Μέσα είχα μιαν ελιόπιττα, πέταλο που τον Ζορπά. Στο άλλο χέρι, ένα παγωμένο αμερικάνο. Είχα τραβήσει λεφτά που την μηχανή τζαι επροχώρησα κάτω που τον λάλλαρο για να επιστρέψω πίσω στο γραφείο.
Είδα τον που απόσταση 20 περίπου μέτρων. Εφορούσε ένα ριχτό, αέρινο, γαλάζιο πουκάμισο. Άσπρο λεπτό παντελόνι τζαι παπούτσια, γοβάκι καφέ ανοιχτό. Είσιεν μαύρα μαλλιά, με κάποιες καλά τοποθετημένες άσπρες τούφες, σαν ‘να τζαι εσυμφώνησε με την φύση για το πού θα του επηαίνναν παραπάνω. Κάπως έτσι πρέπει να μυρίζουν τα μοντέλα μες τα περιοδικά, εσκέφτηκα. Τζιαι πίσω του είδα το Mercedes παρκαρισμένο πας στο πεζοδρόμιο.
Τζαι ξέρεις, τζείνη την στιγμή, εν εγύρισα να φύω να πάω πίσω στο γραφείο. Εν τον αγνόησα τζαι να σκεφτώ ότι μια μέρα έννα γινώ τζαι εγώ έτσι. Ήταν τζείνη η στιγμή που σου είπα πριν. Τζείνη η στιγμή, που επέταξα τον αμερικάνο τζαι έκαμα τον ολόσκατο. Έπρεπε να εθώρες το ύφος του. «Μαλάκα, τα βάσανα σου εν πίσω!» είπα του, τζαι έπιασα τον δρόμο να στραφώ πίσω στην δουλειά, χαμογελαστός. Αλλαγμένος.
Ως την άλλη φορά,
Ουρανός