Τζείνο το πρωί, ο τζαιρός έμοιαζε με τα μάθκια ενός μωρού έτοιμου να κλάψει. Γεμάτος με μια γκρίζα λύπη, που σε αναστατώνει επειδή ξέρεις ότι που λεπτό σε λεπτό εννα ξεσπάσει τζαι εν θα ξέρεις πώς εννα αντιδράσεις.
Εμπήκα σε ένα βαγόνι, έβαλα τα ακουστικά στα αυτιά μου τζαι έκατσα να παρακολουθώ τους Εγγλέζους που έμπαιναν τζαι εφκένναν όπως τους λιμπούρους στην φωλιά τους. Εκατέβηκα στο South Kensington, κοντά στο μουσείο Φυσικής Ιστορίας.
Ακολούθησα το τούνελ προς το μουσείο τζαι λλίο πριν το τέλος του, μια μπάντα έπαιζε μουσική. Ένας τύπος με κοντραμπάσο, ένας με μια κιθάρα, ένας με τρομπέτα τζαι μια κορού με περίεργα μαλλιά να τραουδά τζαι να παίζει ντέφι.
Έπαιζαν μια πολλά μαγευτική μουσική. Κάτι χαρούμενες νότες που μόλις τες άκουες ήταν όπως τες ενέσεις γέλιου που επετούσαν που τες χορδές τους τζαι εκαρφώνουνταν πάνω σου. Κάθε φορά που επέρναν το δάκτυλο του μπασίστα που την χορδή, εσηκώνετουν η τρίχα μου τζαι εζεσταίνετουν το πρόσωπο μου που την ευχαρίστηση.
Η μουσική που έπαιζαν ήταν στα χνάρια με την εισαγωγή του μάππετ σόου. Μια πιο τσιγγάνικο-εναλλακτική έκδοση, αλλά πάλε, έπαιζαν με την ίδια χαρά σάννα τζαι ήταν κούκλες τους θεάτρου.
Έκατσα απέναντι τους τζαι άκουσα τους για κανένα τέταρτο. Επέταξα θκυο λίρες στην ανοιχτή θήκη της κιθάρας τους τζαι εξεκίνησα τον περίπατο μου. Ένιωθα σάννα τζαι επέρασε ένα πολύχρωμο κύμα που πάνω μου. Ο μαραζωμένος ουρανός εν με έκοφτεν πλέον. Απολάμβανα την περιπέτεια του να είσαι άγνωστος σε μια ξένη χώρα, με ένα αυθόρμητο χαμόγελο στο στόμα.
Η μουσική, εν φάρμακο, εν αόρατη λύτρωση. Εν ολόκληρα βιβλία, εικόνες, ιστορίες μεταμορφωμένες σε αρπίσματα τζαι συγχορδίες. Μπορεί να σε ανεβάσει στον ουρανό που χαρά τζαι μπορεί να σε τζυλήσει στο χώμα που λύπη. Εν το τι νιώθεις, τι σκέφτεσαι, μέσα που μια γλώσσα κοινή σε ούλλο τον κόσμο. Τον ήχο.
Οι μουσικοί του δρόμου, εν το σάουντρακ της ζωής μας, της καθημερινότητας μας. Εν η νότα που χρειάζεται η μονότονη, λυπημένη μας μέρα, εν η έξοδος που την ρουτίνα τζαι η γλύκα μέσα στους ήχους της πόλης.
Έννεν τζιαμέ για τα λεφτά σου. Εν τζιαμέ, πρώτα επειδή γουστάρουν τζαι μετά για να γουστάρεις εσύ. Μετρά το χαμόγελο σου, η καλή σου η κουβέντα τζαι τελευταίο το σελίνι που εννα σύρεις μες το καππέλο για να τους πεις «Ευχαριστώ».
Έννεν τζείνοι που ζητιανεύκουν που εμάς. Εν εμείς που ζητιανεύκουμε που τζείνους, λλία λεπτά απόδρασης που τες έγνοιες τζαι που την μονότονη ζωούλα μας.