05
Nov 12

Ο Παναγιώτης

Είχα δει τον Παναγιώτη να αράζει έξω που το σουβλιτζίδικο του τζαι να χαζεύκει. Μεσημέρι, τζιαμέ που άλλοτε ήταν πνιμένος της δουλειάς, τζείνη τη μέρα απλά εκάθετουν τζαι εθώρεν τα αυτοκίνητα που ερέσσαν.

Την ώρα που επερνούσα, εκούμπαν πίσω τζαι εχάζευκε τον ουρανό. Εν με είσιεν δει.

Εκοντοστάθηκα, «Γεια σου γείτο!», είπα. «Γεια σου αγόρι μου» απάντησε χαμογελαστός. Σαν να  τζαι εν ήθελε να ανοίξει κουβέντα μαζί μου, έπιασε το κινητό του τζαι άρκεψε να ποσκολιέται. Οι κινήσεις του νευρικές. Εφάνηκε μου βιαστικός τζιαι λλίο απότομος. Εν έδωσα σημασία.

Το σουβλιτζίδικο άνοιξε πριν 2 χρόνια, τζαι κάθε μεσημέρι εγίνετουν πανζουρλισμός. Κόσμος που τα γραφεία γύρω επερίμενε να πιάσει σουβλάκια τζαι άλλοι τόσοι εκάθουνταν στα τραπέζια να τους σερβίρει. Το πιο σύντομο που σου ελαλέν για να σου ετοιμάσει την παραγγελία, ήταν 40 λεπτά. Ούτε λόγος για ντελίβερι, «Τα σουβλάκια πρέπει να τα τρώεις την ώρα που τα φκάλλω που το σουγλί», ελάλεν.

Τα σουβλάκια του Παναγιώτη, εφκάλαν γλήορα καλό όνομα στην περιοχή. Εβουττούσεν τα σε μια σάλτσα, δικής του επινόησης, τις οποίας τα υλικά δεν ελάλεν. Εσύγκοψα ότι πρέπει να είσιεν μέσα τομάτα τζαι γιαούρτι. Ότι τζαι να είσιεν μέσα πάντως, τα σουβλάκια του ήταν λουκούμι τα μαυρογέριμα.

Την πρώτη φορά που τον εγνώρισα, ερώτησε με τι δουλειά κάμνω. «Ασχολούμαι με υπολογιστές» είπα. «Μα κκοπιούτερ τζαι πελλάρες;» απάντησε «ύστερα που λλία χρόνια εν θα βρίσκετε δουλειά, αφού πλέον ούλλα εν μες το ίττερνετ, ποιος εννα σας έσιει ανάγκη εσάς;».

Εντζίστηκα λλίο για να είμαι ειλικρινής τζαι ήταν στην άκρα της γλώσσας μου να του πω άσιημη κουβέντα. Έδωκα πάντα στον θυμό όμως, εχαμογέλασα τζαι επήρα το σαν αστείο. Όντως αποδείχτηκε καλή κίνηση. Αναπτύξαμε την καθαρά Κυπριακή σχέση πελάτη/σουβλιτζιή τζαι  όποτε επάεενα τζιαμέ ετζιέρνα μου μπύρα τζαι έβαλλε μου καμιά μιλλού παραπάνω μες την πίττα μου.

«Άμα σταματήσει η γη να γυρίζει, εννα σταματήσει τζαι ο Κυπραίος να τρώει σουβλάκια» είπε μου μόλις άρκεψε η κρίση «εμείς εν φοούμαστε». Όσο εμεγάλωνε η κρίση όμως, τόσο ελλιάνισκεν ο κόσμος στο σουβλιτζίδικο. Τζιαμέ που ετρώαν θκυό τζαι τρείς φορές την εβδομάδα, τωρά τρων μια, θκυό φορές τον μήνα.

Τον περασμένο μήνα έθκιωξε τους υπαλλήλους του. Την περασμένη εβδομάδα είδα τον να μοιράζει διαφημιστικά φυλλάδια στον δρόμο. Εχτές η περιπτερού, είπε μου ότι επούλησε τον εξοπλισμό του τζαι ψάχνει δουλειά.

Τζείνη τη μέρα που τον είδα εφοάτουν μήπως τζιαι ρωτήσω τον, τι κάμνει τζιαμέ, πως παν οι δουλειές. Τι να μου ελάλεν, ότι η κοινωνία πλέον, αντί να τρώει σουβλάκια, τρώει ανθρώπους;


02
Nov 12

Ο τραυματίας

Με κατεύθυνση το κέντρο της Λευκωσίας, στα φώτα της διασταύρωσης του Βαρδάρη με το ΌΧΙ, επρόσεξα ένα άνθρωπο στην άκρη του δρόμου ξαπλωμένο. Έκπληκτος, είδα τα αυτοκίνητα δίπλα μου να απομακρύνονται, βουρώντας να προλάβουν το πράσινο. Άνοιξα το παράθυρο τζαι εφώναξα, «Φίλε είσαι καλά, χρειάζεσαι βοήθεια;».

Ο άνθρωπος εδίκλησε πάνω τζαι είδε με χωρίς να απαντήσει. Έπιασα πάντα τζαι εκατέβηκα.

Ετηλεφώνησα ασθενοφόρο τζαι κοντεύκοντας εκαταλάβα ότι η κατάσταση του ήταν σιειρόττερη από ότι εφαίνετουν που το αυτοκίνητο. Τα μάθκια του ήταν πρησμένα τζαι η κκελλέ του ήταν γεμάτη ξεραμένα αίματα τζαι μαυρίλες.

Τα ρούχα του ήταν σχισμένα τζαι τα σιέρκα του χταρμένα άσιημα. Έμοιαζε να τον έδερε κάποιος τζαι να τον εκολώσυρε στο παγκέττο. Μισά ελληνικά, μισά εγγλέζικα ερώτησα τι εσυνέβηκε.

Χρησιμοποιώντας την ίδια μισοδότζιη γλώσσα επικοινωνίας, απάντησε μου ότι κάποιος του εκτύπησε με το αυτοκίνητο τζαι ότι ηταν τζιαμέ κανένα μισάωρο.

Κάποιοι ξένοι, επεράσαν τζαι εσταματήσαν  να δουν τι έγινε. Ερωτήσαν τον διάφορα, έμοιαζε να τους εμπιστεύκεται παραπάνω που μένα. Που τα λλία που εκατάλαβα, ήταν που την Συρία. Επέμενε στην ίδια ιστορία ότι κάποιο μερσεντές του εκτύπησε τζαι άφησε τον αιμόφυρτο.

Ήμουν λλίο καχύποπτος για το πώς μπορεί να είσιεν συμβεί το περιστατικό. Εν είμαι γιατρός, ούτε ντετέκτιβ, αλλά οι φατσιές που είσιεν εμοιάζαν μου παραπάνω να επροκληθήκαν που ξύλο παρά που ατύχημα. Εν υπήρχε λόγος να τον αμφισβητήσω. Εξάλλου το πώς εσυνέβηκε ήταν άσχετο.

Σημασία είσιεν ότι ένας άνθρωπος κτυπημένος, αιματωμένος, ήταν μέσα σε ένα αυλάτζι για ώρα τζαι κανένας δεν εσταμάτησε να τον βοηθήσει. Λλιο μετά το τηλεφώνημα μου εφτάσαν αστυνομικοί με μοτόρες. Επροσπαθήσαν να του μιλήσουν αλλά αντιμετώπισε τους το ίδιο αδιάφορα όπως εμένα.

Αθόρυβα, εδιαλύθηκε σιγα, σιγα τζαι το πλήθος που είσιεν συναχτεί γυρώ μας. Η άμπουλα έφτασε λλίο αργότερα.

Εκατέβηκε που μέσα μια νοσοκόμα. Εν μας ερώτησε τίποτε, εβούρησε, έπιασε του την κκελλέ του τζαι άρκεψε να τον εξετάζει. Τζείνος, μόλις του εκόντεψε η νοσοκόμα, εξέσπασε. Ελυτρώθηκε μόνο με την παρουσία της.

Μια γλυτζιά, κοκκινομάλλα, νοσοκόμα, εχάδευκε του τα μαλλιά  τζαι επροσπάθαν να τον καθησυχάσει. «Μην κλαίς καλέ μου, όλα θα παν καλά» ελάλεν του τζαι τζείνος ούλλο πιο έντονα εμουγκάριζε όπως το μωρό. Τα άσπρα της τα σιερούθκια ήταν όπως τους κρίνους πας το μαυρισμένο του το πρόσωπο.

Εμπήκα στο αυτοκίνητο τζαι έφυα. Ούλλη μέρα εσκέφτουμουν πόσο ανεπαίσθητα συνυπάρχει στην εποχή μας η αδιαφορία τζαι η σκληράδα, με την τρυφερότητα τζαι την συμπόνια. Ευτυχώς υπάρχει μια δόση λογικής τζαι καλοσύνης να αντισταθμίζει τούτη ούλλη την παράνοια που ζούμε.


30
Oct 12

Ρατσισμός

Τις προάλλες έδωκα πάνω σε ένα βίντεο του Αρχιεπισκόπου, σε μια συνέντευξη που έδωσε στο ΡΙΚ. Σε ελεύθερη μετάφραση, ο δημοσιογράφος ερώτησεν τον «Θα ψηφίζατε ποτέ αριστερό υποψήφιο;». Με βροντερή, γεμάτη σιουρκά τζαι αυτοπεποίθηση φωνή, ο προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κύπρου απάντησε «Μέχρι και μαύρο θα εψήφιζα αν με αντιπροσώπευε»

Δώσε χρόνο του εγκεφάλου σου να επεξεργαστεί τούτη τη κουβέντα. Μια που τες πιο γνωστές προσωπικότητες της Κύπρου, ο άνθρωπος που διαχειρίζεται την περιουσία ενός που τους πιο πλούσιους οργανισμούς του νησιού, ο υπεύθυνος του ιδρύματος που επηρεάζει τζαι κατευθύνει τη συλλογική συνείδηση μιας τεράστιας μάζας λαού εφκήκε στην κρατική τηλεόραση τζαι έκαμε ένα εντελώς ρατσιστικό τζαι κοινωνικά λάθος σχόλιο.

Δεν ετάραξε φύλλο. Δεν ασχολήθηκε κανένας. Ακόμα τζαι ο δημοσιογράφος, εχαμογέλασε ευγενικά τζαι συνέχισε με τις ερωτήσεις του. Ούτε πως ο Αρχιεπίσκοπος εμίλησε υποτιμητικά για μια ομάδα ανθρώπων με διαφορετικά χαρακτηριστικά που τον κυρίαρχο πληθυσμό της Κύπρου.

Τούτη η ανοχή που έχουμε σαν λαός αλλά τζαι τούτη η κοινωνική λογική του ότι μπορείς να χρησιμοποιήσεις την λέξη «μαύρος» σε μια πρόταση, για να παρουσιάσεις μια σύγκριση με υποτιμητικό χαρακτηρισμό δεν ενοχλεί κανένα τελικά. Πάρε για παράδειγμα την κοινωνική ρήση «Είμαι τίποτε μαύρος;» που χρησιμοποιούμε συχνά για να δείξουμε ότι μια κατάσταση αξίζει μόνο σε κατηγορία ανθρώπων που είναι υποδεέστερη που εμάς.

Ο ρατσισμός εν μες την κοινωνία, κληρονομάς τον που προηγούμενες γενιές τζαι εν τέλει καταλήγεις να τον ανέχεσαι. Ίσως παλιά να έμοιαζε ακίνδυνος, αδιάφορος. Σήμερα όμως εν επικίνδυνος τζαι καταστροφικός.

Το παράλογο εν ότι εμείς σαν κοινωνία ανεχούμαστε το τζαι πολλές φορές επικροτούμεν το. Σάννα τζαι εν είμαστε ποττέ μας πρόσφυγες τζαι μετανάστες. Παραδόξως, την ίδια στιγμή διαμαρτυρόμαστε για τα ρατσιστικά σχέδια λύσης του Κυπριακού τζαι την ρατσιστική αλλαγή στους όρους εισδοχής των πανεπιστημίων στην Ελλάδα.

Ενώ η λέξη ρατσισμός εν μες το λεξιλόγιο μας τζαι μες την ζωή μας τζαι χρησιμοποιούμε την με την κάθε ευκαιρία, ποττέ δεν εμάθαμε την πραγματική της σημασία. Ρατσισμός στην Κύπρο, εν μόνο άμα κάποιος αδικεί τους Κυπραίους, ποττέ άμα οι Κυπραίοι αδικούν κάποιον άλλο.

Τούτες οι αντιλήψεις που μας σφηνώνουν μες το μυαλό μας που τον τζαιρό που μαθαίνουμε να σκεφτούμαστε, φκαίννουν έξω σήμερα, τζαι βρίσκουν σαν αιτίες των προβλημάτων μας, τους αλλοδαπούς. Έτσι, κατά συνέπεια, δημιουργούνται παρατάξεις που στην ουσία σκοπό έχουν να δέρνουν μετανάστες τζαι πρόσφυγες. Έτσι, ο απλός κόσμος φωνάζει τζαι ξιτιμάζει τους ξένους, αντί τους πραγματικούς υπεύθυνους για την κατάντια του τόπου.

Έτσι τζαι τζείνοι που έχουν ευθύνες, έχουν το θράσος να φκαίννουν στα κανάλια τζαι να λαλούν ότι λαλούν, για τους «μαύρους».


07
Jul 10

Οι μαννοί

Εσιει τζιαιρό να γράψω. Πολλά σπάνια κάμνω τόσο τζιαιρό να γράψω κάτι.

Αν τζιαι έχω πολλά να πώ, τελευταία εμπήκα μες το κανάλι της αναποφασιστικότητας τζιαι της αδιαφορίας.

Κάθουνται πας τους ώμους μου τα θκιαολούθκια της συνείδησης μου τζιαι σουξουλούν με συνέχεια.

Ναι, εγώ έχω θκυο θκιαολούθκια, εν έχω αγγελούι να κάθετε πάνω στους ώμους μου. Εν χρειάζεται να με σκουντρέψει κάτι για να κάμω κάτι κοινωνικά αποδεκτό, την μαλακία κάμνω την τζιαι μόνος μου. Τα θκιαολούθκια σκουντρούν με να αντιδράσω, απλά διαφωνούν στους τρόπους τζιαι τες μεθοδολογίες.

Μάχουνται μου που λέτε να σηκώσω κκελλέ. Να ανοίξω το στόμα μου. Αλλά εγώ εβαρέθηκα. Εβαρέθηκα να μιλώ, να λαλώ του κόσμου την γνώμη μου, να φορήσω τα γυαλιά τα δικά μου σε κάποιους, τζιαι να τους κουντήσω να δούν που την δική μου οπτική γωνιά.

Ο κόσμος όσον πάει μαννουτζιάζεται παραπάνω. Άρκεψα να καταλαβαίνω ότι εν ανίατη τούτη η ασθένια. Η μαννουτζίαση.

Ούλλοι γενιούμαστε κενοί. Χωρίς σκέψεις τακτικής, χωρίς γνώμη. Tabula rasa όπως μου απαντά η φιλενάδα μου αμα με ρωτά “Τι σκέφτεσαι;” τζιαι εγώ λαλώ τις “Τίποτε..”

Κάποιοι που μας εν δεχούμαστε την ζωή όπως μας την επιβάλλουν. Θκιαβάζουμε, ρωτούμε, προβληματιζούμαστε, ψάχνουμε, διαμορφώνουμε γνώμη.

Άλλοι εξελίσσουνται σε κόπιες ο ένας του άλλου. Ίδιες απόψεις, ίδιες απαράλλαχτες γνώμες ο ένας με τον άλλο. Ντύνουνται, λειτουργούν, αντιδρούν με ακριβώς τον ίδιο τρόπο, ο ένας όπως τον άλλο. Φοούνται να ξωκίλουν, να ταράξουν λλίο που το μονοπάτι, άμπα τζιαι μετά εν τους θέλει η αγέλη. Άμπα τζιαι δακτυλοδείξουν τους τζιαι αποφασίσουν ότι εν ανοίκουν στο σύνολο.

Για τούτο φυσικά υπεύθηνο εν το πολιτιστικό τζιαι κοινωνικό υπόβαθρο που μεγαλώνουμε. Η θρησκεία πάνω που ούλλα, η πατρίδα μετά. Τούτα επιβάλλουν τα κόμματα τζιαι οι παπάες για τον απούστατο λόγο. Να κρατούν τον κόσμο μαννουτζιασμένο τζιαι αδιάφορο.

Δέτε γυρώ σας. Έσιει κανένα που φακκά πέννα για οτιδήποτε, χωρίς να του πούν; Έσιει κανένα που αντιδρά χωρίς να του εξηγήσουν πως πρέπει να αντιδράσει τζιαι πότε;

Αντιδράτε μόνο αμα εν η επέτειος της εισβολής, που η ώρα 12:00 το μεσημέρι ως η ώρα 12:45, στο προαύλιο μπροστά που το διευθηντήριο. Αντιδράτε μόνο αμα έσιει δημοψήφισμα που εν συφφέρει τους πολιτικούς μας, που η ώρα 08:00 το πρωί ως η ώρα 18:00 το δείλις. Ελάτε πρωί όμως για να προλάβετε ύστερα να πάτε θάλασσα τζιαι να γλυτώσετε την κίνηση.

Ψηφίστε ότι εψήφιζεν ο τζιήρης σας. Στο γήπεδο φωνάξτε μόνο ότι φωνάζουν οι υπόλοιποι. Τζιαι άμα γίνει κάτι που δεν είναι προς το συμφέρον του συνόλου, κλείστε τα μάθκια σας.

Όπως τα γραφικά μες το κομπιούτερ. Οι παραπάνω ππιούν αμα τους πουν, φωνάζουν αμα τους πουν τζιαι λειτουργούν μόνο αμα τους πουν. Ότι πουν τα νέα, ότι πει η τηλεόραση. Σάννα τζιαι έχουν σύρματα πιντωμένα, ακόμα τζιαι στις πιο ζωτικές τους λειτουργίες, τζιαι το κοντρόλ κρατούν το στα κανάλια. Πατούν κουμπιά τζιαι ότι θέλουν να γίνει γίνεται. Τζιαι εμείς ενομίζαμε ότι το Matrix εν έργο.

Ο κόσμος εν μαννός.

Προχτές είδα κάτι φυλλάδια για ενα μωρό που έσιει πρόβλημα. Εννα γίνουν εκδηλώσεις για να το βοηθήσουν. Πολλά καλά κάμνουν. Οι χορηγοί όμως τι γυρεύκουν; Τζιαι γιατί μόνο για τζείνο το μωρό; Τα άλλα μωρά που έχουν προβλήματα γιατι εν βοηθά κανένας; Γιατι το μομέντουμ να κτίζεται μόνο αμα μας πουν ότι πρέπει να κτιστεί;

Γιατί είμαστεν ανθρώποι μόνο αμα μας πούν τζιαι μόνο όποτε τζιαι για όποιον μας πούν;

Αρνιά, αρνιά πασιά. Τρων ούλλη μέρα χόρτο τζιαι ο βοσκός φωνάζει τους τζιαι κάμνει τα να πιστεύκουν ότι προστατεύκει τα που τον λύκο. Ενώ ο ίδιος κάθεται στην άκρα, παίζει πιθκιάβλι τζιαι ξεκουράζεται. Άμα γουστάρει κάτι, πέμπει τα σιηλλούθκια του τζιαι επιβάλλουν το. Αρνιά παέννεται ποτζεί, αρνιά ελάτε δαμέ.

Αρνιά δώστε λεφτά για τον ραδιομαραθώνιο, αρνιά ψηφίστε όχι, αρνιά γοράστε κρέας με το κιλό που τον Ορφανίδη, αρνιά γοράστε πρώτοι πριν να γοράσουν οι άλλοι. Αρνιά μεν διαμαρτήρεστε. “Να θυμάστε ότι όλα έχουν φτιαχτεί για σας, μόνο για σας”.

Τζιαι τα αρνιά βουρούν να βοηθήσουν, να ψουμνήσουν, να υπακούσουν. Για να τα αφήνουν ήσυχα να μασούν το χόρτο τους.

Έτσι λοιπόν, η απογοήτευση μες την καρδία μου, εν σιείλη, σιείλη τζιαι μάσιεται να ξεσιειλίσει. Πνίουμαι. Ακόμα τζιαι ανθρώποι που επίστευκα ότι κόφτει τους, ότι θέλουν να δούν μιαν αλλαγή, απογοητεύκουν με.

“Σιγά να μεν αλλάξει ο κόσμος ρε πελλέ. Έτω να κάμνουμε την καύλα μας να περάσουμε ως πάρακατω. Ηντα που σε κόφτει τωρά.”

Εν ξέρω γιατί με κόφτει. Εν έπρεπε να με κόφτει. Εν έπρεπε να μαραζώνω. Έπρεπε να εν στ’ αρχίδια μου. Αλλά έννεν έτσι. Κόφτει με.

Αλήθκεια εν θέλω τα πράματα να εν όπως τα θέλω εγώ. Να έχουν ούλλοι τες ίδιες απόψεις με εμένα. Το μόνο που θέλω είναι να σταματήσω να θωρώ γυρώ μου μαννούς, να ξεκινήσω να θωρώ πλάσματα με άποψη. Πλάσματα που να θκιαλέουν.

Ανθρώπους που να τρών, όι να τους ταίζουν.

Τζιαι ναι θεωρώ ότι εν είμαι μαννός. Κάθουμαι δαμέ τζιαι να γράφω ασυνάρτητες σκέψεις τζιαι κομμάθκια του εαυτού μου, σε ένα πληκτρολόγιο, προσπαθώντας να φτάσω στην άλλη μερκά, άμπα τζιαι ακούει με κανένας. Ξέρω ότι εν είμαι μαννός.

Έννεν αλαζονία ούτε υπεροψία να λαλείς ότι έν είσαι μαννός. Στες μέρες μας εν αντίδραση.

Έτσι μας θέλουν, ανασφαλή τζιαι ταπεινά ανθρωπούθκια που φοούνται να πουν, “Να πα να γαμηθείτε. Τούτο που κάμνετε εν μου αρέσκει!!”

Τελευταία μπαλασαρίσκω ανάμεσα σε σταρχιδισμό τζιαι αντίδραση. Τζιαι εν εντάξει να είσαι έτσι. Αναποφάσιστος αλλά σκεπτόμενος. Επειδή σημαίνει ότι εν σου είπαν τι ακριβώς πρέπει να σκέφτεσαι τζιαι λαλείς. Ακόμα, η απόφαση εν δική σου.

Τζιαι αποφάσισα να μεν κάτσω που κάτω. Να μεν σιωπήσω.

Εβαρέθηκα να ακούω “‘Ετσι ένει ρε πελλέ, έτσι ήταν πάντα, έτσι εννα ένει πάντα”. Έν ήταν έτσι πάντα, τζιαι εν θα ένει έτσι πάντα, τζιαι αν περνά που το σίερι να αλλάξει έστω τζιαι κάτι, εννα προσπαθήσω να το αλλάξω.

Αν τζείνο ένει να συζητήσω με ένα άνθρωπο τζιαι να του χαλάσω την μέρα του, ας ένει. Άν τζείνο ένει, να πω την γνώμη μου χωρίς να κολώσω, ας ένει. Ότι ένει ρε κουμπάρε, έννεν ανάγκη να εν η Γαλλική επανάσταση, αλλά πάλε αν θα καταλήξει ως τζιαμέ, ας ένει.

Όσον είμαστε ξέμπαρκοι, ξεκάρφωτοι ποτζεί ποδά τζιαι εν τα λαλούμε, έτσι εννα εν ο κόσμος. Εννα κτίζουν εκκλησιές, ενώ έσιει ζευκάρκα που εν έχουν σπίτι να μείνουν, εννα γοράζουν λιμουζίνες τζιαι να τες πιερώνουμεν εμείς, εννα μας χωρίζουν σε κότσινους τζιαι μπλέ, πράσινους τζιαι κίτρινους, μαύρους τζιαι άσπρους, άντρες τζιαι γενέτζιες, πούστιες τζιαι άντρακλες. Όσον είμαστε μονάδες είμαστε ασήμαντοι. Άμα γίνουμε ομάδα, μπορεί πάλε να είμαστε ασήμαντοι, αλλά τουλάχιστον εννα ξέρουμε ότι εν είμαστε μόνοι μας.

Αποφάσισα που λέτε να κάμω κάτι.

Έννεν οργάνωση, ούτε κίνημα, ούτε σύλλογος, ούτε ίδρυμα.

Εν απλά μια ομάδα ανθρώπων. Ένας πυρήνας.

Όσοι συναχτούμε.

Εννα ρωτήσω ποτζεί ποδά, όσοι σκέφτουνται το ίδιο ας έρτουν μαζί μου να μου δώκουν ενα σιέρι.

Εν φιλοδοξώ να αλλάξω τον κόσμο. Θέλω να δείξω των ανθρώπων ότι μπορούν να κάμουν την αλλαγή μόνοι τους, συλλογικά, σιγά, σιγά. Να σταματήσουν να μαννουτζιάζουνται τζιαι να ξεκινήσουν να σκέφτουνται. Να σταματήσουν να λαλούν “Έτσι ένει, εν πειράζει”.

Έχω μες το νού μου ένα πλάνο, ένα υπόβαθρο. Εννα το συσταρίσω νάκκο τζιαι αν χρειάζεται, εννα ανακοινώσω τζιαι δαμέ ότι είναι να γίνει, αν γίνει.

Μπορεί να σηκωθώ αύριο το πρωί τζιαι να πώ “Εν βαρκέσε να νεκατώννεις κουβέντες τωρά. Πάεννε δουλειά τζιαι κρύψε.”

Ελπιζω να μεν το κάμω όμως…


04
Mar 10

Η Γραμματέας

Η ιστορία που ακολουθεί είναι αληθινή.

Δεν είμουν μάρτυρας εγώ όμως των καταστάσεων που θα περιγράψω πιο κάτω. Την ιστορία την άκουσα απο κάποιο αδελφικό μου φίλο ο οποίος ήταν υπάλληλος στην εταιρεία που περιγράφω.

Τα πρόσωπα και οι τοποθεσίες έχουν τροποποιηθεί. Οι καταστάσεις και τα τεκτενόμενα όμως, δυστηχώς είναι πέρα για πέρα πραγματικά.

Στο διαφημιστικό γραφείο του Μιλτιάδη, ο Βαγγέλης εδούλεφκε βοηθός γραφίστα. Εν ήταν ακριβώς η δουλεία των ονείρων του, αλλά ήταν ένα εισόδημα που τον εσυντηρούσε ώσπου να έβρει τζείνο που πραγματικά ήθελε να κάμνει.

Το καλοκαίρι, η δουλειά εν πεσμένη. Ο παραπάνω κόσμος εν με διακοπές, οπόταν εν θωρεί πολλή τηλεόραση, έτσι τζιαι οι απαιτήσεις για διαφημιστικές υπηρεσίες εν λλίες. Τες παραπάνω ώρες στην δουλεία, το καλοκαίρι, ο Βαγγέλης περνά τες μες το ιντερνετ.

Μια μέρα σαν τες υπόλοιπες του καλοκαιριού, ο Βαγγέλης, εκάθετουν στο γραφείο του τζιαι φτιάχνοντας μπάλες με τες κόλλες του πρίντερ, έπαιζε μπάσκετ, χρησιμοποιώντας τον κάλαθο των αχρήστων που ήταν στον απέναντι τοίχο, για μπασκέτα.

Την ώρα που εκτύπησε το κουδούνι της εισόδου, ο Βαγγέλης ισορροπούσε την καρέκλα του στους δύο πίσω τροχούς τζιαι με το ένα χέρι εδοκίμαζε να σουτάρει. Επροσεδάφισε, άτσαλα την πλαστική καρέκλα με τις ρόδες τζιαι εσυκώθηκε βαριεστημένα να ανοίξει.

Πριν προλάβει να φτάσει στην έξοδο του γραφείου του, ο Μιλτιάδης ήταν ήδη στην κεντρική είσοδο τζιαι εκαλωσόριζε χαμογελώντας μια όμορφη κοπελιά. Ο Βαγγέλης, εντυπωσιάστηκε παραπάνω με την αντίδραση του Μιλτιάδη, παρά με την κοπέλα. Ο Μιλτιάδης, δεν άφηνε το γραφείο του για κανένα τζιαι για τίποτε. Ο βασικόττερος λόγος που έβαλε την αγγελία στην εφημερίδα, για γραμματέα, ήταν επειδή εβαρκέτουν να συκώννετε να κάμνει καφέ το πρωί. Τζιαι φυσικά για να έσιει κάποιο να μπορεί να διατάζει, αφού οι υπαλλήλοι του δεν τον εβάλλαν υπόψη όσο τζιαι αν εφώναζε.

Ήταν όμως τζιαι τζείνη πραγματικά όμορφη. Όχι πολλά ψηλή, μάλλον αλλοδαπή, σίουρα όχι Ρωσσίδα. Γύρω στα 30. Βαμμένα μαύρα μαλλιά, χτενισμένα άφρο. Ανοιχτά χρώματα, του ανατολικού μπλόκ, τζιαι χείλη έντονα κόκκινα, της δεκαετίας του 80. Το πόδια της επροσπαθούσαν να σκίσουν το στενό τζίν που τα εφυλάκιζε, ενώ το στήθος της , εσήκωνε υποδειγματικά την στενή, κοντή μπλούζα της, για να φαίνεται το σκουλαρίκι που είσιεν στον αφαλό. Το άρωμα της, έκαμνε την καρδιά κάθε αρσενικού να χάννει χτύπους ενώ τα τακκούνια της ανοίγαν τρύπες στην αυτοπεποίθηση κάθε γυναίκας που ήταν γυρώ της.

“Περάστε, περάστε”, είπε ο Μιλτιάδης στην κοπέλα, ενώ στον δρόμο για το γραφείο του, εχαμογέλασε με νόημα στον Βαγγέλη τζιαι είπε αυστηρά “Να μεν με ενοχλήσει κανένας, έχω μίτινγκ”. Ο Βαγγέλης εστραβοκοίταξε τον τζιαι αδιάφορα, επέστρεψε στις προηγούμενες του ασχολίες.

Μετά που δέκα λεπτά, ο Μιλτιάδης άνοιξε την πόρτα του γραφείου τζιαι εβούρησε προς τον Βαγγέλη. Πριν προλάβει να σταματήσει εξεκίνησε να του λαλεί “Είδες την τούτη ρε Βαγγέλη; Αμάναμουμάναμου, ήντα πράμα. Έξερα το ότι εν έτσι που την ώρα που την άκουσα στο τηλέφωνο. Όΐ όπως τες Κυπραίες που έρκουνταν ως τωρά. Τούτη δαμέ εννα μας κάμνει ότι θέλουμε. Τζιαι τον κώλο της εννα τον πίαννουμε, τζιαι αμα θέλουμε “τίποτε παραπάνω” εννα μας το κάμνει. Τζιαι εννα μας κάμνει τζιαι καφέ το πρωί.”

Ο Βαγγέλης εχαμογέλασε αμήχανα τζιαι επροσποιήθηκε ότι έσιει δουλειά για να τον ξεφορτωθεί. Ο Μιλτιάδης επέστρεψε με την ίδια ταχύτητα στο γραφείο του. Όΐ για πολλή ώρα όμως.

Μετά που κανένα τέταρτο, ο Μιλτιάδης τζιαι η κοπέλλα εφκήκαν που το γραφείο. Ούτε ο Μιλτιάδης εφαίνετουν ευχαριστημένος αλλά ούτε τζιαι τζείνη επετούσε που την χαρά της. “Ευχαριστούμε, θα σας ειδοποιήσουμε” είπε ο Μιλτιάδης, τζιαι με ύφος μωρού που το εβάλαν τιμωρία, ακούμπησε στην είσοδο του γραφείου του Βαγγέλη.

“Ε, τι έγινε;” ερώτησε ο Βαγγέλης.

Ο Μιλτιάδης, νευριασμένος, απογοητευμένος τζιαι πνιγμένος που το παράπονο, απάντησε “Θέλει μου τζιαι 600 ευρώ εν την κανούν τα άλλα ούλλα.”