Εσιει τζιαιρό να γράψω. Πολλά σπάνια κάμνω τόσο τζιαιρό να γράψω κάτι.
Αν τζιαι έχω πολλά να πώ, τελευταία εμπήκα μες το κανάλι της αναποφασιστικότητας τζιαι της αδιαφορίας.
Κάθουνται πας τους ώμους μου τα θκιαολούθκια της συνείδησης μου τζιαι σουξουλούν με συνέχεια.
Ναι, εγώ έχω θκυο θκιαολούθκια, εν έχω αγγελούι να κάθετε πάνω στους ώμους μου. Εν χρειάζεται να με σκουντρέψει κάτι για να κάμω κάτι κοινωνικά αποδεκτό, την μαλακία κάμνω την τζιαι μόνος μου. Τα θκιαολούθκια σκουντρούν με να αντιδράσω, απλά διαφωνούν στους τρόπους τζιαι τες μεθοδολογίες.
Μάχουνται μου που λέτε να σηκώσω κκελλέ. Να ανοίξω το στόμα μου. Αλλά εγώ εβαρέθηκα. Εβαρέθηκα να μιλώ, να λαλώ του κόσμου την γνώμη μου, να φορήσω τα γυαλιά τα δικά μου σε κάποιους, τζιαι να τους κουντήσω να δούν που την δική μου οπτική γωνιά.
Ο κόσμος όσον πάει μαννουτζιάζεται παραπάνω. Άρκεψα να καταλαβαίνω ότι εν ανίατη τούτη η ασθένια. Η μαννουτζίαση.
Ούλλοι γενιούμαστε κενοί. Χωρίς σκέψεις τακτικής, χωρίς γνώμη. Tabula rasa όπως μου απαντά η φιλενάδα μου αμα με ρωτά “Τι σκέφτεσαι;” τζιαι εγώ λαλώ τις “Τίποτε..”
Κάποιοι που μας εν δεχούμαστε την ζωή όπως μας την επιβάλλουν. Θκιαβάζουμε, ρωτούμε, προβληματιζούμαστε, ψάχνουμε, διαμορφώνουμε γνώμη.
Άλλοι εξελίσσουνται σε κόπιες ο ένας του άλλου. Ίδιες απόψεις, ίδιες απαράλλαχτες γνώμες ο ένας με τον άλλο. Ντύνουνται, λειτουργούν, αντιδρούν με ακριβώς τον ίδιο τρόπο, ο ένας όπως τον άλλο. Φοούνται να ξωκίλουν, να ταράξουν λλίο που το μονοπάτι, άμπα τζιαι μετά εν τους θέλει η αγέλη. Άμπα τζιαι δακτυλοδείξουν τους τζιαι αποφασίσουν ότι εν ανοίκουν στο σύνολο.
Για τούτο φυσικά υπεύθηνο εν το πολιτιστικό τζιαι κοινωνικό υπόβαθρο που μεγαλώνουμε. Η θρησκεία πάνω που ούλλα, η πατρίδα μετά. Τούτα επιβάλλουν τα κόμματα τζιαι οι παπάες για τον απούστατο λόγο. Να κρατούν τον κόσμο μαννουτζιασμένο τζιαι αδιάφορο.
Δέτε γυρώ σας. Έσιει κανένα που φακκά πέννα για οτιδήποτε, χωρίς να του πούν; Έσιει κανένα που αντιδρά χωρίς να του εξηγήσουν πως πρέπει να αντιδράσει τζιαι πότε;
Αντιδράτε μόνο αμα εν η επέτειος της εισβολής, που η ώρα 12:00 το μεσημέρι ως η ώρα 12:45, στο προαύλιο μπροστά που το διευθηντήριο. Αντιδράτε μόνο αμα έσιει δημοψήφισμα που εν συφφέρει τους πολιτικούς μας, που η ώρα 08:00 το πρωί ως η ώρα 18:00 το δείλις. Ελάτε πρωί όμως για να προλάβετε ύστερα να πάτε θάλασσα τζιαι να γλυτώσετε την κίνηση.
Ψηφίστε ότι εψήφιζεν ο τζιήρης σας. Στο γήπεδο φωνάξτε μόνο ότι φωνάζουν οι υπόλοιποι. Τζιαι άμα γίνει κάτι που δεν είναι προς το συμφέρον του συνόλου, κλείστε τα μάθκια σας.
Όπως τα γραφικά μες το κομπιούτερ. Οι παραπάνω ππιούν αμα τους πουν, φωνάζουν αμα τους πουν τζιαι λειτουργούν μόνο αμα τους πουν. Ότι πουν τα νέα, ότι πει η τηλεόραση. Σάννα τζιαι έχουν σύρματα πιντωμένα, ακόμα τζιαι στις πιο ζωτικές τους λειτουργίες, τζιαι το κοντρόλ κρατούν το στα κανάλια. Πατούν κουμπιά τζιαι ότι θέλουν να γίνει γίνεται. Τζιαι εμείς ενομίζαμε ότι το Matrix εν έργο.
Ο κόσμος εν μαννός.
Προχτές είδα κάτι φυλλάδια για ενα μωρό που έσιει πρόβλημα. Εννα γίνουν εκδηλώσεις για να το βοηθήσουν. Πολλά καλά κάμνουν. Οι χορηγοί όμως τι γυρεύκουν; Τζιαι γιατί μόνο για τζείνο το μωρό; Τα άλλα μωρά που έχουν προβλήματα γιατι εν βοηθά κανένας; Γιατι το μομέντουμ να κτίζεται μόνο αμα μας πουν ότι πρέπει να κτιστεί;
Γιατί είμαστεν ανθρώποι μόνο αμα μας πούν τζιαι μόνο όποτε τζιαι για όποιον μας πούν;
Αρνιά, αρνιά πασιά. Τρων ούλλη μέρα χόρτο τζιαι ο βοσκός φωνάζει τους τζιαι κάμνει τα να πιστεύκουν ότι προστατεύκει τα που τον λύκο. Ενώ ο ίδιος κάθεται στην άκρα, παίζει πιθκιάβλι τζιαι ξεκουράζεται. Άμα γουστάρει κάτι, πέμπει τα σιηλλούθκια του τζιαι επιβάλλουν το. Αρνιά παέννεται ποτζεί, αρνιά ελάτε δαμέ.
Αρνιά δώστε λεφτά για τον ραδιομαραθώνιο, αρνιά ψηφίστε όχι, αρνιά γοράστε κρέας με το κιλό που τον Ορφανίδη, αρνιά γοράστε πρώτοι πριν να γοράσουν οι άλλοι. Αρνιά μεν διαμαρτήρεστε. “Να θυμάστε ότι όλα έχουν φτιαχτεί για σας, μόνο για σας”.
Τζιαι τα αρνιά βουρούν να βοηθήσουν, να ψουμνήσουν, να υπακούσουν. Για να τα αφήνουν ήσυχα να μασούν το χόρτο τους.
Έτσι λοιπόν, η απογοήτευση μες την καρδία μου, εν σιείλη, σιείλη τζιαι μάσιεται να ξεσιειλίσει. Πνίουμαι. Ακόμα τζιαι ανθρώποι που επίστευκα ότι κόφτει τους, ότι θέλουν να δούν μιαν αλλαγή, απογοητεύκουν με.
“Σιγά να μεν αλλάξει ο κόσμος ρε πελλέ. Έτω να κάμνουμε την καύλα μας να περάσουμε ως πάρακατω. Ηντα που σε κόφτει τωρά.”
Εν ξέρω γιατί με κόφτει. Εν έπρεπε να με κόφτει. Εν έπρεπε να μαραζώνω. Έπρεπε να εν στ’ αρχίδια μου. Αλλά έννεν έτσι. Κόφτει με.
Αλήθκεια εν θέλω τα πράματα να εν όπως τα θέλω εγώ. Να έχουν ούλλοι τες ίδιες απόψεις με εμένα. Το μόνο που θέλω είναι να σταματήσω να θωρώ γυρώ μου μαννούς, να ξεκινήσω να θωρώ πλάσματα με άποψη. Πλάσματα που να θκιαλέουν.
Ανθρώπους που να τρών, όι να τους ταίζουν.
Τζιαι ναι θεωρώ ότι εν είμαι μαννός. Κάθουμαι δαμέ τζιαι να γράφω ασυνάρτητες σκέψεις τζιαι κομμάθκια του εαυτού μου, σε ένα πληκτρολόγιο, προσπαθώντας να φτάσω στην άλλη μερκά, άμπα τζιαι ακούει με κανένας. Ξέρω ότι εν είμαι μαννός.
Έννεν αλαζονία ούτε υπεροψία να λαλείς ότι έν είσαι μαννός. Στες μέρες μας εν αντίδραση.
Έτσι μας θέλουν, ανασφαλή τζιαι ταπεινά ανθρωπούθκια που φοούνται να πουν, “Να πα να γαμηθείτε. Τούτο που κάμνετε εν μου αρέσκει!!”
Τελευταία μπαλασαρίσκω ανάμεσα σε σταρχιδισμό τζιαι αντίδραση. Τζιαι εν εντάξει να είσαι έτσι. Αναποφάσιστος αλλά σκεπτόμενος. Επειδή σημαίνει ότι εν σου είπαν τι ακριβώς πρέπει να σκέφτεσαι τζιαι λαλείς. Ακόμα, η απόφαση εν δική σου.
Τζιαι αποφάσισα να μεν κάτσω που κάτω. Να μεν σιωπήσω.
Εβαρέθηκα να ακούω “‘Ετσι ένει ρε πελλέ, έτσι ήταν πάντα, έτσι εννα ένει πάντα”. Έν ήταν έτσι πάντα, τζιαι εν θα ένει έτσι πάντα, τζιαι αν περνά που το σίερι να αλλάξει έστω τζιαι κάτι, εννα προσπαθήσω να το αλλάξω.
Αν τζείνο ένει να συζητήσω με ένα άνθρωπο τζιαι να του χαλάσω την μέρα του, ας ένει. Άν τζείνο ένει, να πω την γνώμη μου χωρίς να κολώσω, ας ένει. Ότι ένει ρε κουμπάρε, έννεν ανάγκη να εν η Γαλλική επανάσταση, αλλά πάλε αν θα καταλήξει ως τζιαμέ, ας ένει.
Όσον είμαστε ξέμπαρκοι, ξεκάρφωτοι ποτζεί ποδά τζιαι εν τα λαλούμε, έτσι εννα εν ο κόσμος. Εννα κτίζουν εκκλησιές, ενώ έσιει ζευκάρκα που εν έχουν σπίτι να μείνουν, εννα γοράζουν λιμουζίνες τζιαι να τες πιερώνουμεν εμείς, εννα μας χωρίζουν σε κότσινους τζιαι μπλέ, πράσινους τζιαι κίτρινους, μαύρους τζιαι άσπρους, άντρες τζιαι γενέτζιες, πούστιες τζιαι άντρακλες. Όσον είμαστε μονάδες είμαστε ασήμαντοι. Άμα γίνουμε ομάδα, μπορεί πάλε να είμαστε ασήμαντοι, αλλά τουλάχιστον εννα ξέρουμε ότι εν είμαστε μόνοι μας.
Αποφάσισα που λέτε να κάμω κάτι.
Έννεν οργάνωση, ούτε κίνημα, ούτε σύλλογος, ούτε ίδρυμα.
Εν απλά μια ομάδα ανθρώπων. Ένας πυρήνας.
Όσοι συναχτούμε.
Εννα ρωτήσω ποτζεί ποδά, όσοι σκέφτουνται το ίδιο ας έρτουν μαζί μου να μου δώκουν ενα σιέρι.
Εν φιλοδοξώ να αλλάξω τον κόσμο. Θέλω να δείξω των ανθρώπων ότι μπορούν να κάμουν την αλλαγή μόνοι τους, συλλογικά, σιγά, σιγά. Να σταματήσουν να μαννουτζιάζουνται τζιαι να ξεκινήσουν να σκέφτουνται. Να σταματήσουν να λαλούν “Έτσι ένει, εν πειράζει”.
Έχω μες το νού μου ένα πλάνο, ένα υπόβαθρο. Εννα το συσταρίσω νάκκο τζιαι αν χρειάζεται, εννα ανακοινώσω τζιαι δαμέ ότι είναι να γίνει, αν γίνει.
Μπορεί να σηκωθώ αύριο το πρωί τζιαι να πώ “Εν βαρκέσε να νεκατώννεις κουβέντες τωρά. Πάεννε δουλειά τζιαι κρύψε.”
Ελπιζω να μεν το κάμω όμως…