Μπροστά μου στο ταμείο είσιεν δύο Κινέζουες.
Εγώ επήα να αγοράσω ζάχαρη τζιαι μέλι για την δουλεία, ήταν πρωί κατά τις 8:30. Στην μεγάλη υπεραγορά εν είσιεν πολλή κόσμο, ένα μόλις ταμείο ήταν ανοιχτό για να εξυπηρετεί τους πελάτες.
Η ταμίας, μια ξανθή γύρω στα 35, μάλλον ξένη τζιαι τζείνη. Εμιλούσε Ελληνικά με μια ιδιαίτερη τζιαι σπαστή προφορά, πρέπει να ήταν που χώρα του πρώην Ανατολικού μπλοκ.
Η ταμίας έδειχνε να βαρκέτε, που την ώρα που εκοντέψαν οι μιτσίες για να πλερώσουν. Μάλιστα εφώναζε της μαστόρισσας της, αστειώντας τζιαι κολλώντας, ότι έσιει που το πρωί που εν στο ταμείο τζιαι ότι θέλει διάλειμμα. Εφύσαν, εποφύσαν, ειδικά άμα με είδε εμένα που επήα τζιαι εστάθηκα πίσω που τες Κινέζες τζιαι στην συνέχεια τους υπόλοιπους που εσταθήκαν πίσω μου, λλίο έλειψε να μας πετάξει κανένα καλάθι πας την κκελλέ.
Τελειώνει το μέτρημα τον πραμάτων, «25 Ευρώ» λαλεί των Κινέζων. Έτυχε όμως να ξεχάσει στο καλάθι των κοπέλλων, ένα φακελλάκι με σούπα. Λαλεί της η Κινέζα «Φοργκότ δίς».
Ίντα έθελε η μαύρη τζιαι η σκοτεινή να της πει έτσι.
Γυρίζει θωρεί το φακελλάκι, θωρεί την Κινέζα, ξαναθωρεί το φακελλάκι, τσουτσουρίζει. Πιάννει το, χτυπά το στην ταμειακή τζιαι σύρνει της το μπροστά της.
Ολόισια το χαμόγελο της Κινέζας εχάθηκε.
«27.50» λαλεί η ταμίας. Φκάλλει τζιαι η Κινέζα ένα πενηνταεύρω να της δώσει.
Η ταμίας κλώθει την κκελλέ της με ειρωνεία τζιαι θωρεί την Κινεζού με ύφος, «Είσαι εσού πλάσμα να κραείς τζιαι πενηντάευρω;».
Λαλεί της «Γιού τόντ χάβ τζείντζ;», «Νόου» λαλεί της η μιτσία.
Άρκεψε να φωνάζει κάποιας Κυρίας Ευρούλλας, να έρτει να της ανοίξει το ταμείο για να αλλάξει το πενηντάευρω. Μόνο να την δέρει την Κινέζα έμεινε.
Η ουρά εν τω μεταξύ εμεγάλωνε τζιαι εγώ ήμουν ο επόμενος που θα ενευρίαζε μαζί του η ταμίας. Η διάθεση μου είσιεν χαλάσει που πολλά ποιο πριν όμως.
Ένας άνθρωπος εκατάφερε να χαλάσει την ημέρα των υπόλοιπων, είτε επειδή εβαρκέτουν να δουλέψει είτε επειδή εν του αρέσκει η δουλεία που κάμνει.
Εν κάτι που το κάμνουμε ούλλοι μας.
Κάτι πάει στραβά στην ζωή μας τζιαι φκάλλουμε το σε ούλλον τον υπόλοιπο κόσμο.
Σάννα τζιαι για κάποιο παράξενο λόγο, φταίει το σύμπαν που εμείς εν είμαστε ευχαριστημένοι με όσα έχουμε. Που αντί να θωρούμε τζείνους που εν σε σιειρόττερη μοίρα, θωρούμε μόνο όσους την έχουν καλύτερα που εμάς.
Πίσω που την ταμία, ούλλη την ώρα είσιεν ένα μεσήλικα, που εγέμωνε τις τσέντες. Ο μεσήλικας τούτος, είσιεν νοητική υστέρηση.
Μόλις επλέρωσα, έπιασε τα πράματα μου να τα βάλει στην τσέντα. Κατά λάθος έπιασε τζιαι ένα πράμα που του επόμενου. Ετράβησα το τζιαι έβαλα το πίσω.
Εγύρισε τζιαι είδε με μες τα μάθκια τζιαι εξαπόλυσε μου ένα που τα ποιο καλοσυνάτα τζιαι ποιο γλυτζία χαμόγελα που είδα ποττέ. Άπλωσε το σίερι του να σφίξει το δικό μου τζιαι εψέλλισε «Φιλούι μου». Εχαμογέλασα πίσω τζιαι συνειδητοποίησα ότι, ένα χαμόγελο, μια καλή κουβέντα, μπορεί να αλλάξει την ημέρα μου.
Κάποιοι άνθρωποι που εμείς θεωρούμε λιότερο ικανούς που εμάς, δείχνουν να εκτιμούν παραπάνω τζείνο που έχουν. Τζιαι να χαμογελούν ,την ώρα που εμείς νευριάζουμε.
Η ζωή μας είσιεν να εν ποιο όμορφη τζιαι ποιο εύκολη, αν εχαμογελούσαμε λλίο παραπάνω.