Προχτές, επήαμε με τους συναδέλφους μου στα Καμινάρια, να φάμε σε ένα καφενείο – ταβέρνα που ακούσαμε ότι κάμνει ωραίο μεζέ.
Τα Καμινάρια, για όσους δεν γνωρίζουν, είναι ένα γραφικό χωρίο στην Νότια Μαραθάσα. Βρίσκεται στο σταυροδρόμι Λευκωσίας, Λεμεσού τζιαι Πάφου τζιαι είναι σε μια καταπράσινη τοποθεσία κοντά στον ποταμό Διάριζο. Κοντά στα Καμινάρια επίσης βρίσκονται δύο Ενετικά γεφύρια, το γεφύρι της Ελιάς τζιαι το γεφύρι του Τζιελεφού, καθώς τζιαι ένα πανέμορφο μονοπάτι της φύσης.
Σε γενικές γραμμές, εν ένα που τα πολλά Κυπριακά χωρία που επιβάλλετε να επισκεφτεί κάποιος .
Ο Κύριος Λεωνίδας, επήε που το πρωί τζιαι εψούμνησε τα πράματα που εχρειάζετουν. Όταν εφτάσαμε με το καλό κατα τις οκτώ την νύχτα, ήταν έτοιμος για σερβίρισμα.
Η ποικιλία που μας έφερε να φάμε, πραγματικά εν απερίγραπτη. Ούλλα φρέσκα της ώρας τζιαι παραδοσιακά Κυπριακά. Σαλάτα με χόρτα που το περβόλι του, κολοκούθκια με τα αυκά, συκώτι με τα κρομμύθκια, σούβλα χοιρινή, ανθούς γεμιστούς τζιαι πολλά άλλα.
Η ζιβανία του χωρκάτικη τζιαι διπλοκαζανιαστή τζιαι η μπύρα του παγωμένη τσακρί.
Ούλλα εμαήρεψε τα ο Κύριος Λεωνίδας με την γενέκα του.
Στην παρέα μας, έκατσε τζιαι ο Κύριος Γίαννος, θαμώνας του καφενείου.
Μόλις έκατσε, ο Κύριος Λεωνίδας εβούρησε, έφερε του πιάτο τζιαι ποτήρι τζιαι επρόσφερε του φαί.
Εφάαμε ούλλοι παρέα τζιαι στο τέλος του φαγιού ο Κύριος Λεωνίδας επήε μέσα τζιαι έφερε μας ότι μαιρεμένο έμεινε, να τσιμπήσουμε με την ζιβανία μας. Ανάμεσα σε άλλα, έφκαλε τσαμαρέλλα, καππάρι τζιαι μανιτάρκα ξιδάτα, ούλλα δικής του παραγωγής τζιαι έκατσε μαζί μας τζιαι τζείνος.
Ο Κύριος Λεωνίδας τζιαι ο Κύριος Γίαννος είναι που τους τελευταίους κατοίκους του χωρίου.
Εμείναν τζιαι εν εμείναν 60 άτομα, απο ότι μας είπαν, οι υπόλοιποι σιγά, σιγά εμετακινηθήκαν στις πόλεις.
“Είμαστε περήφανοι εμείς οι Καμιναρκώτες. Πρωτύτερα, ούλλη η Κύπρος είσιεν καλάθκια τζιαι αντζία που τα Καμινάρκα. Αν μ’αρωτήσεις εμένα πόθθεν είμαι, εν θα σου πω, με Λευκωσία, με Λεμεσό. Εγίω είμαι Καμιναρκώτης.”
Σχεδόν ξεχασμένοι που τον κόσμο τζιαι στα 73 τους χρόνια, οι δύο ηλικιωμένοι μιλούν με διαύγεια έφηβου για το χωρίο τους τζιαι για τες αλλαγές που πρέπει να γίνουν για να ανθήσει η ύπαιθρος τζιαι να έρτει ζωή πίσω στα χωρία μας.
Ειρωνικά, εμείς για να αντιληφθούμε τες πραγματικότητες πρέπει να πάμε που τζιαμέ τζιαι να κάτσουμε μαζί τους. Μόνο έτσι νιώθουμε την ανάγκη τους για παρέα τζιαι σοκάρει μας η τιμιότητα τζιαι η φιλοξενία τους.
Εν τυχεροί για μένα που εν ζουν τούτο το καρναβάλι τζιαι τούτο το καθημερινό μπάχαλο της πόλης. Που ζουν δίπλα που τους ποταμούς τζιαι τα δέντρα. Όπως είπε τζιαι ο Κύριος Γίαννος όμως, άμα αρρωστήσουν τί γίνεται;
Οι κουβέντες που μου εμείναν παραπάνω ήταν:
“Οι βουλευτές αθθυμούνται μας μόνο άμα έσιει εκλογές. Στα Καμινάρκα έσιει τριάντα χρόνια να ακούσουμε μωρό να κλαίει. Σε λλία χρόνια εν θα έσιει με κανένα να τους ψηφίζει.”
“Παλιά εζητούσαμε να μας κάμουν γήπεδο να κάμνουμε αθλοπαιδιές. Μετά εζητούσαμε γεροκομεία να προσέχουμε τους γέρους μας. Τωρά ζητούμε να πλατύνουν νάκκο το νεκροταφείο να μας χωρέσει ούλλους. Ούτε για τούτο εν μας κρόννουνται όμως.”