05
Jun 16

Clickbait

Εν η ιδέα μου οξά που τον τζαιρό που ανακαλύψαν οι εφημερίδες τζαι οι επίδοξοι «δημοσιογράφοι» το ίττερνετ, εχάσαν το νόημά τους τα νέα; Κατά κάποιον τρόπο, το νόημα εχάθηκε χρόνια πριν. Δηλαδή έσιει πολύ τζαιρόν που είτε θκιαβάζεις, είτε όχι, η ζωή σου δεν αλλάζει. Τζείνο που άλλαξε τα τελευταία χρόνια, εν το ότι πλέον δεν υπάρχουν σημαντικές τζαι ασήμαντες ειδήσεις, εν ούλλες το ίδιο.
Βασικά οι σελίδες στο ίττερνετ φκάλλουν λεφτά που τες διαφημίσεις που προβάλλουν. Στην ουσία, τζείνους που έχουν τες σελίδες εν τζαι κόφτει τους αν θα θκιαβάσεις την είδηση, φτάννει να μπεις στην σελίδα τους. Τζείνο που τους ωφελεί με λλία λόγια, εν το κλικ που έννα κάμεις στο λινκ της είδησης, τίποτε άλλο.

Για αυτό τον λόγο πλέον, οι εφημερίδες τζαι όσοι διατηρούν σελίδες που στηρίζονται στην ενημέρωση, προσπαθούν να βάλλουν όσο το δυνατόν πιο δυνατούς τίτλους, για ούλλες τες ειδήσεις. Το αποτέλεσμα; Ούλλες οι ειδήσεις περιέχουν τες λέξεις σοκ, δέος, απίστευτο, ταραχή, χαμός, άστραψε και βρόντηξε, τζαι άλλα πολλά παρόμοια.

«Χαμός και ταραχή στο διαδίκτυο με το νέο εξώφυλλο της Αντιγόνης Παπαδοπούλου». Πατάς πας στο λινκ, εν η Αντιγόνη ντυμένη Κυπριοπούλλα μπροστά που ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο. Εγώ άμα ακούω, σοκ, ταραχή, χαμός, έρκουντέ μου στο νουν μάους να πετάσσουνται, κίπορτ να φεύκουν που την πόρτα, ομάδες κομπιουτεράκηδων με κοτσούθκια τζαι μαύρες φανέλλες να φκάλλουν τζαι να βάλλουν σύρματα, κοτζιάκαρες να τες πιάννει η καρδιακή μπροστά που τες οθόνες.

Ούλλες οι ειδήσεις εν συνταρακτικές, τζαι σοκ τζαι δέος τζαι δεν συμμαζεύεται, τζαι έφυεν η φάτσα μου, τζαι έππεσεν η μασέλλα μου. Είνταλως έννα ξεχωρίσεις άμα γίνει τζαι τίποτε σημαντικό; Πέραν τούτου, μπαίνεις σε μια κυπριακή σελίδα τζαι πετάσσουνται παραθυρούθκια που δέκα πλευρές, όι να κάμεις λάικ, όι να κάμεις σιέαρ, όι κουτάλα χοιρινή μόνο τέσσερα ευρώ το κιλό. Ώς τζαι μες στες μισοδαχτυλιές της σελίδας έσιει διαφημίσεις. Οι ειδήσεις εν όπως το δόλωμα που βάλλουμε στα ψάρκα.

Είναι ώσπου να πατήσεις το λινκ. Αν πεις τζαι πατήσεις το, μουντάρουν να σου μπήξουν διαφημίσεις τζαι που τα αφτιά. Γι’ αυτό τζαι στην γλώσσα του ίττερνετ, τούτη την τακτική λέμε την clickbait. Γενικά όμως, στις ξένες σελίδες, το clickbaiting θεωρείται είδος spam τζαι αποφεύγεται που σελίδες / εφημερίδες υψηλού επιπέδου. Στην Κύπρο, εν ο κανόνας πλέον τζαι όχι η εξαίρεση. Ο λόγος; Επειδή είμαστε του ύψους τζαι του βάθους, όποιος προλάβει επρόλαβε, τζαι άμα κάμει ένας την μαλακία βουρούν ούλλοι να κάμουν το ίδιο χωρίς να βάλουν τον νουν τους να δουλέψει.

Ακόμα λλίο οι ειδήσεις στο ίττερνετ έννα είναι, ένα λινκ που έννα γράφει «ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ, ΣΟΚ ΚΑΙ ΔΕΟΣ, ΈΦΥΕΝ ΤΟ ΚΑΦΆΣΙ ΜΑΣ. Ο ΝΙΚΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΣ ΣΕ ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ», τζαι άμα πατάς πάνω έννα σε παίρνει σε μια σελίδα ούλλο διαφημίσεις που μες στην μέση έννα γράφει «Άκυρο, εν έσιει τίποτε, προχώρα με την ζωή σου.» Οξά ήδη έτσι εγίναν;


13
Oct 14

ΛΟΑΤ

Με τη μάνα μου διατηρώ μιαν ιδιαίτερη σχέση. Μέχρι σήμερα νομίζω έν’ ‘που τους λλίους ανθρώπους που μπορώ να κάτσω να μιλήσω, όχι για ούλλα τα θέματα που με απασχολούν, αλλά σίουρα για κάποιες σκέψεις τζαι προβλήματα που μπορεί να προκύψουν.
Η μάνα μου ακούει με. Κάθεται πάντα απέναντί μου, τζαι συνήθως χωρίς να σχολιάζει τζαι να απαντά, ακούει με. Όπως ένας μεγάλος, ανοιχτός φάκελος. Σύρνω μέσα πληροφορίες, κουβέντες, ασυναρτησίες, νεύρα τζαι θεωρίες. Αννοίει την ώρα που εννά κάτσω, λογικά κλείει την ώρα που εννά φύω, τζαι μάλλον ξαναννοίει άμαν εννά κάτσει κανένας αρφός μου. Εξομολογητής, ψυχολόγος, ο ύστατος σταθμός κάθαρσης, το τείχος των δακρύων της οικογένειας.
Αν τζαι για μέναν εν θα έν’ ποττέ κοτζιάκαρη, η μάνα μου έν’ μεγάλη. Εγεννήθηκε σε μιαν εποχή πολλά διαφορετικήν ‘που τη δική μας. Σε μιαν εποχή που οι άνθρωποι ήταν πιο απλοί, που οι πόλεις ήταν πιο φιλικές τζαι η ζωή πιο κατανοητή. Γενικά, ήταν πιο εύκολο να καταλάβεις τα πράματα τότε. Εν υπήρχαν ασύρματα δίκτυα, φωτογραφικές χωρίς φιλμ, τηλεοράσεις με θκιακόσια κανάλια. Έναν τζαι έναν ήταν δύο, αρσενικό, θηλυκό. Άντρας, γεναίκα.
Γι’ αυτό τζαι εξαφνιάστηκα θετικά με την αντίδρασή της όταν της είπα ότι η γυναίκα μου επήρεν το μωρό στη διαδήλωση περηφάνιας των ΛΟΑΤ. «Είντα επήεν;» ερώτησε με συγκρατημένα. «Δηλαδή, με ποιους έν’ που ένι;» εξήγησε στη συνέχεια. Μη μπορώντας να ενώσει τα κομμάθκια μες στον νουν της, ότι μια στρέιτ γυναίκα πάει σε μια εκδήλωση για γκέι, τζαι προσπαθώντας να δώκει νόημα στη γενική εικόνα, ανασηκώθηκε ελαφρά ‘που την καρέκλαν της τζαι έγειρε μπροστά, μάλλον για να μου δείξει ότι έχω την αμέριστη προσοχή της.
«Με ποιους ένι, μάμμα! Έν’ με το δίκαιο! Έν’ μια εκδήλωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο κάθε άνθρωπος, άσχετα με τις σεξουαλικές του προτιμήσεις, πρέπει να έσιει την ίδια θέση στην κοινωνία όπως ο καθένας μας.»
«Δηλαδή τι ζητούν τζαι διαδηλώνουν;» εσυνέχισε να με ρωτά, ξαφνιάζοντάς με για δεύτερη φορά με το πόσο διατεθειμένη ήταν να με ακούσει.
«Τουλάχιστον νομική κατοχύρωση. Μέχρι πρόσφατα τούτοι οι άνθρωποι εθεωρούνταν εγκληματίες. Η Εκκλησία προσβάλλει τους, τα ΜΜΕ χλευάζουν τους, η κοινωνία περιθωριοποιεί τους. Βασικά ζητούν να μεν έσιει σχέση το τι κάμνουν στην προσωπική τους ζωή με το πώς αντιμετωπίζονται ‘που το κράτος.»
«Εν τζαι ζητούν τίποτε παράλογο» απάντησε η μάνα μου. «Ο καθένας κάμνει ό,τι θέλει έσσω του. Έχουν δίκαιον τα πλάσματα. Εμέναν εν με ενόχλησαν ποττέ. Έν’ η Εκκλησία που εν τους χωνεύκει.»
«Τζαι του μωρού πώς του το εξηγήσετε τούτο;»
«Ακόμα εν εχρειάστηκε να της εξηγήσω τίποτε. Τζιαμαί που εννά χρειαστεί να της εξηγήσουμε οτιδήποτε, το μόνο που χρειάζεται να ξέρει έν’ ότι μπορεί να αγαπήσει όποιον την αγαπά. Ασχέτως του τι ράτσα είναι, του τι φύλον έσιει τζαι του τι γεύση παγωτό του αρέσκει.»


13
Oct 14

Οι Αμερικανοί

Εν ενεκατώθηκα στη συζήτηση. Εσυνέχισα να τρώω τες φατζιές μου τζαι να ακούω τάχα αδιάφορα, αλλά προσεχτικά την συζήτηση. «Οι Αμερικάνοι εν μαννοί» είπε, τζαι εγύρισε την καρέκλα προς τον συνομιλητή του.
Ο άλλος εγέμωσεν το ποτήρι του νερό που το ψυγείο τζαι έδισε τα σιέρκα του. «Πως εν μαννοί εν δεδομένο, εσύ γιατί το λαλείς με τόση σιουρκά όμως;»
«Άκου να δεις λεβέντη μου. Εγώ επήα στην Αμερική πριν τέσσερα χρόνια με την δουλειά. Εμπήκαμε μέσα σε ένα πουτζείνα τα τεράστια τα μολ με τους συναδέλφους μου για να ψουμνίσουμε. Άμα τζαι εγοράσαμεν καμπόσα μασκαραλλίκια τζαι εβαρήσαμεν που τες τσέντες, εκάτσαμε σε ένα τραπέζι να φάμε. Τι να φάμε; Μόνο πουτούντες πελλάρες είσεν. Κάτι χάμπουρκερ, κάτι τηανητά κοτόπουλλα, κάτι παγωτά.»
«Ε, αφού τζειμέσα μόνο πουτούτα τρων» εδιέκοψεν τον ο άλλος τζαι εγέλασε ειρωνικά.
«Ακριβώς ρε, έπιασες το που το στόμα μου. Το λοιπόν, είπα να ρωτήσω τζαμέ γυρώ αν είσιεν κάτι νάκκο πιο σόι να φάμε. Είσιεν μια γεναίκα τζαι εκάθετουν με τα κοπελλούθκια της. Κοντεύκω της, θωρεί με, τζαι ρωτώ την στα εγγλέζικα αν έσιει υπόψην της πούποτε τζαμέ κοντά που να κάμνει καμιά μπριζόλα, κανένα κρεατικό, άτε κανένα μακαρόνι.»
«Πέρκι να ήταν μπουκκωμένη τα χάμπουρκερ» είπε κάποιος που μια γωνιά γελώντας.
«Ου, καλά να είσαι» εσυνέχισε πλέον με φόρα τζαι παραπάνω πάθος, αφού είσιεν τζι άλλους ακροατές. «Ήταν βουττημένη μες τες κέτσιαπ τζαι τζείνη τζαι τα κοπελλούθκια της. Είπε μου ότι εν ήξερε κάτι τζιαμέ κοντά τζαι ότι έπρεπε να πιάμεν ταξί να πάμε προς το κέντρο να έβρουμε κανένα εστιατόριο.»
«Όπως έκαμα να φύω ερώτησε με πόθθεν είμαστεν. Που την Κύπρο, είπα της.»
«Γουέαρ ις Σάιπρους, λαλεί μου.»
Ο παρέας με το νερό, αποφάσισε να προσθέσει ότι είδε ένα βίτεο στο ίντερνετ στο οποίο οι Αμερικάνοι εν ήξεραν να έβρουν που εν η χώρα τους πας τον χάρτη, όι να ξέρουν που εν η Κύπρος.
«Εξήγησα της ότι είμαστε Έλληνες τζαι ότι ζούμε σε ένα νησί. Γιου νόου σούβλα; λαλώ της»
«Εν είσιεν ιδέα μάλλον η Αμερικάνα ρε φίλε έννε;» ερώτησε ένας τρίτος.
«Εν γι’ αυτό που σας λαλώ ρε. Οι Αμερικάνοι εν μαννοί, συντυχάννεις τους τζαι καταλάβεις τους ότι εν αχάπαροι. Τούτος ο Μπάιτεν που ήρτεν σήμερα, πρέπει να εν ο πιο αμπάλατος που ούλλους. Εν υπάρχει λόγος να γίνεται τούτο το καρκασιαλλίκκι ούλλο.»
Τόση ιστορία, τόσο κακό, τόσα διασταυρωμένα στερεότυπα, για να στηρίξουμε μια παλαβή τζαι ανούσια άποψη. Μια που τες πολλές συζητήσεις που οι Κυπραίοι θάφκουν ούλλους τους υπόλοιπους για να υποστηρίξουν ότι ζουν στο κέντρο της γης τζαι ότι ακόμα τζαι η Αμερικάνα που τρώει πατάτες τηανιτές στο Λούιβιλ, έπρεπε να τους ξέρει.
Εγύρισα τζαι είπα «Αν μέννεν άλλο οι Αμερικάνοι εκαταφέραν να στείλουν πλάσματα στο φεγγάρι. Εμείς τι εκαταφέραμε; Να πέψουμε την Αντιγόνη στην Ευρώπη;». Εκοιτάξαν με για λίο με απορία, τζαι αγνοήσαν με για το υπόλοιπο της μέρας.


02
Aug 14

Υδραυλικοί

«Ξέρω ότι περνάτε δύσκολους τζαιρούς. Το ίδιο ισχύει τζαι για την εταιρεία», είπε τζαι εσηκώθηκεν που την καρέκλα. Έβαλεν τα σιέρκα πίσω που την πλάτην του τζαι επερπάτησε σε κύκλο γύρω που το γραφείο του. Θέλοντας να δώσει παραπάνω έμφαση στην ανακοίνωσή του, εσταμάτησε τζαι ακούμπησε με τον πισινό του μπροστά που το γραφείο. Οι υπάλληλοι αμίλητοι επεριμέναν, όπως τους διψασμένους που καρτερούν νερό, τες λέξεις που το στόμαν του. «Εν τζαι εν για καλό που μας θέλει ρε τούτος», είσιεν πει στον δρόμο για το γραφείο ο Πέτρος.
«Σιωπή ρε εσού. Ό,τι ακούσεις πάει ο νους σου στο κακό. Είσαι τέλεια ματαιόδοξος», απάντησε ο Πανίκκος, φίλος του, συνάδελφός του. Πιο κοντά του ακόμα τζαι που την γεναίκαν του.
«Απαισιόδοξος…», είπεν ο Πέτρος.
«Τι απαισιόδοξος;», απάντησεν ο Πανίκκος.
«Η λέξη που ήθελες να πεις εν απαισιόδοξος. Μα είσαι τέλεια αχάπαρος ώρες-ώρες. Άνοιξε κανέναν βιβλίο», απάντησε πίσω ο Πέτρος, νευριασμένα, λλίο πριν χτυπήσει την πόρτα του γραφείου.
Εκάθουνταν δίπλα-δίπλα στες πολυτελείς καρέκλες συνεδριάσεων του διευθυντή, περιμένοντας την ανακοίνωση. Ο Πανίκκος, όσο επέρναν η ώρα, τόσο παραπάνω έχτερνε τες παρανυχίδες του που την αγωνία. Ενώ ο Πέτρος έβλεπέν τον συνέχεια, με ύφος που έκρουζε χαρτιά. «Είχα δίκαιο!», ελάλεν του. «Ξέρω το ότι είσιες δίκαιο», ελάλεν με τη σειράν του ο Πανίκκος.
«Πανίκκο, Πέτρο. Είσαστεν μαζί μας 15 χρόνια. Η εταιρεία όμως δεν μπορεί πλέον να συντηρήσει δύο υδραυλικούς», εσήκωσεν το βλέμμα τζαι επροσπάθησεν να δείξει λυπημένος.
«Επροσπάθησα πολλά να έβρω λύσεις. Έχω να σας προτείνω δύο επιλογές», εσυνέχισε.
«Επιλογές…», είπε ο Πέτρος.
«Κρύψε να ακούσουμε ρε!», είπε ο Πανίκκος τζαι έσπρωξε με το πόδιν του την καρέκλα του φίλου του.
«Είτε θα θκιώξω τον έναν τζαι να κρατήσω τον άλλο είτε θα σας κρατήσω τζαι τους θκυο υπό όρους», εσήκωσεν το βάρος του κορμιού του με τα σιέρκα τζαι έκατσε πάνω στο γραφείον του. Εσυνέχισε: «Θα σας κρατήσω τζαι τους θκυο, αλλά θα δηλώσουμε ότι απέλυσά σας. Θα πιάννετε κανονικά το ανεργειακό σας, θα σας μειώσω βέβαια τους μισθούς τζαι θα σας τηλεφωνώ όποτε έσιει δουλειά να έρκεστε μέσα να δουλεύκετε εναλλάξ». Εσούρωσε τα μάθκια του. «Πώς σας ακούεται;».
«Μάστρε, σκοτώνεις μας», είπε ο Πανίκκος.
«Τίποτε εν σας κάμνω, Πανίκκο. Με τα ριάλλια που σας διώ πιάννω πέντε Ρουμάνους με τα μισά σας χρόνια τζαι κάμνω την δουλειά μου», υποστήριξε ο μάστρος.
«Δουλειά ποιος να σε πιάει στα σαρανταπέντε; Άμα το μόνο που ξέρεις είναι να αλλάσσεις σωλήνες».
«Εντάξει, μάστρε», απαντήσαν τζαι οι θκυο σχεδόν ταυτόχρονα. «Να μείνουμε τζαι οι θκυο τζαι όποτε μας χρειαστείς, τηλεφωνάς».
«Ωραία», είπε ο μάστρος τους. «Πίσω στη δουλειά».


20
Jul 14

Φοιτητής

Η αίθουσα που εκάμναμεν το μάθημα ήταν αποπνιχτικά ζεστή. Τούτον το πράμα με την Κύπρο, που το μισώ τζαι άμα λείπω πεθυμώ το. Μόλις ξεμουττίσει ο Μάρτης, αρκέφκουν οι πυράες. Ο κόσμος τζαι οι διαδικασίες συνεχίζουν να λειτουργούν σαν να τζαι εν έφυεν ποττέ ο Γεννάρης. Θερμάνσεις, θερμαντικές τζαι θέρμιτρον δουλεύκουν κανονικά, ενώ ο ήλιος έξω ξεκινά να δείχνει τα δόντια του. Κάποιος εννά ενόμιζε ότι μετά που τόσα χρόνια σε τούτον το νησί εννά εμαθθαίνναμε τα χούγια του τζαιρού τζαι εννά είμαστε έτοιμοι να προσαρμοστούμε χωρίς προειδοποίηση.

Εφκήκα έξω τζαι εκοντοστάθηκα δίπλα στην είσοδο. Ο ήλιος εκέντρισε το ένα μου μάτι τζαι ανάγκασέ με να το κλείσω. Εδίκλησα που τη δεξιά μου πλευρά τζαι είδα τον εαυτό μου στη γυάλινη τζαμαρία. «Άμα κλείω τα μμάθκια μου σφιχτά, φαίνουνται οι ρυτίδες μου» εσκέφτηκα τζαι έκαμα να χαμογελάσω, όι που χαρά, αλλά για να νιώσω τες βούτσιες μου που αρκέψαν να σκλερινίσκουν.

Εφύσαν έναν αερούι δροσερό. Ποτζείνα που τα εξέχασεν ο σιειμώνας πίσω του τζαι περιφέρουνται ανάμεσά μας απεγνωσμένα προσπαθώντας να τον έβρουν. Όπως τα στρουφούθκια που εχάσαν τη μάναν τους. Ετσουλλόκατσα τζαι εκούμπησα τη ράσιη μου στον τοίχο. Οι φοιτητές τζαι οι φοιτήτριες να μπαίννουν τζαι να φκαίννουν στην είσοδο μπροστά μου. Φωνές, αστεία, παράπονα. Μια συνεχής ροή ανθρώπων να μπαιννοφκαίννει, σαν να τζαι εν εσταμάτησε ποττέ που τον τζαιρό που ήμουν εγώ δαμαί.
«Αλλάξαν οι φοιτητές, οι συνήθειές τους. Έν’ άλλα πλάσματα τούτα που παν τζαι έρκουνται. Ο φοιτητής του σήμερα δεν είναι καν που το ίδιο σύμπαν με τον φοιτητή που ήμουν εγώ», εσκέφτηκα τζαι εμελαγχόλησα λλίο.

Έχουν μια περίεργη γοητεία τα κολλέγια τζαι τα πανεπιστήμια. Όσον χρονών τζαι να γίνεις, πάλε άμα μπεις μέσα νιώθεις φοιτητής. Βασικά έρκουνται στον νου σου ξανά οι ανασφάλειες που ένιωθες τότε, τα συναισθήματα άμα θωρείς τους διάφορους χαρακτήρες γυρώ σου. Οι ωραίες γκόμενες που εν θα τους μιλήσεις ποττέ, οι νέρντουλλες σε μια γωνιά να μιλούν για την τεχνολογία, η παρέα που παίζει πιλόττα όπως τον πίνακα με τους σιύλλους που παίζουν χαρτιά τζαι κάποιοι που μαλλώννουν για την μάππα.

Μια άλλη διάσταση της ζωής, που ξεχάννεις όσο μεγαλώνεις. Τζαι άμα βρεθείς τζιαμαί ζηλεύκεις τους φοιτητές. Επειδή είτε εν πολλά αφελείς για να καταλάβουν τι τους περιμένει έξω που το πανεπιστήμιο είτε εν πολλά εγωιστές για να το δεχτούν.Θυμάσαι που εκάθεσουν στον ήλιο τζαι ελάλες ότι εννά πάεις, εννά γυρίσεις, εννά κάμεις, εννά φκιάσεις. Εννά πιάεις τον κόσμο που τα μαλλιά τζαι να γονατίσεις πάνω του για να τον γυρίσεις, να τον κάμεις όπως θέλεις. Τριανταρίζεις, ο ήλιος έν’ ο ίδιος τζαι εσύ ακόμα κάθεσαι που κάτω τζαι καρτεράς. Τζιαι γι’ αυτό ζηλεύκεις τους φοιτητές. Επειδή νομίζεις ότι αν εξαναείσιες την ευκαιρία, μπορεί να το έκαμνες διαφορετικά.