10
May 13

Αχ, Μαρούλλα

«Λοιπόν, Κύριε Γιώργο μου. Θέλω να μου βάλεις, λλία λεμόνια». Προσεκτικά, με τες άκρες των δακτύλων της έπιασε ένα μαντορίνι που την κάσια. «Εν τα Ισραηλίτικα, τούτα οξα εν ποτζείνα τα φτείρικα τα Κυπριακά;»

«Έχω εγώ σκάρτο πράμα , Μαρούλλα μου; Εν Κυπριακά τα μαντορίνια. Καθάρισε ένα, να δοκιμάσεις τζαι αν δεν γλυκάνει το δόντι σου, χαρίζω σου μια τσέντα να κάμεις χυμό». Η Μαρούλλα έσμιξε τα σιείλη της σε ένα χαμόγελο τζαι εδίκλισε πάνω στον Γιώργο όπως την κάττα την καμωματούσα. Του Γιώρκου, εσβήσαν τα μάθκια του για μια στιγμή, η καρκιά του έχασε ένα – θκύο χτύπους τζαι ένωσε την αναπνοή του να φκαίννει κελαριστά, που μέσα στο στομάσιη του.

«Αχ, Μαρούλλα» εσκέφτηκε τζαι άνοιξε την σακκούλλα να την γεμώσει λεμόνια. Που μακριά, είδε την γενέκα του που τον εζαοθώρε. Έκαμε πως εν εκαταλάβε. Που κάτω, που κάτω όμως επαρακολούθαν την που του εκόντεφκε.

«Εν τίποτε κουτσή, οξά στραβή η κοκόνα τζαι εν μπορεί να γεμώσει τες τσέντες μόνη της» είπε του μες το αυτί, σιυφτή που πάνω του με τα σιέρκα στην κόξα, όπως τον πασά του Σαραγιού. «Τωρά ήρτεν που την νυχού ρε Ελένη. Ύνταλως κάμνεις ολάν τζαι εσού, να μαλλώσω με την πελάτισσα σιόρ;»

Εξερόβηξεν η Ελένη «Πάω να σισταρίσω το ψυγείο. Έχω σου δείν, α. Όι να την αφήκεις να φύει χωρίς να πιερώσει πάλε». Ο Γιώρκος έκαμε πως εν άκουσε τζαι με το μισό του μάτι εθώρεν την που απομακρύνετουν. Με το άλλο μισό του, εθώρεν την Μαρούλλα να περιεργάζεται μισο-σιυφτή κάτι καφέδες.

Η Μαρούλλα, μια καλοστεκούμενη σαρανταπεντάρα. Ένα κομμάτι πυλός το κορμί της. Ο χρόνος ρέσσει που πάνω του τζαι χαδεύκει το, πλάθει το, σμιλεύκει του τες καμπύλες τζαι αφήνει το κάθε φορά πιο όμορφο. Μελαχρινή, σαν την κουβερτούραν του γαλάτου τζαι το στήθος της να φαίνεται στο ντεκολτέ του κλαδωτού της φουστανιού.

Ο Γιώρκος, σαν τον σιύλλο που πιάννει μαλαΐν, επροχώρησεν προς το μέρος της. Έπιασε την που την μέση τζαι εγύρισε την πάνω του. Για ένα δευτερόλεπτο, ένωσε την να αφήνεται, να μεν αντιστέκεται τζαι χωρίς να πει κουβέντα εκόλλησε τα σιείλη του πάνω στα δικά της.

Τα λλία δευτερόλεπτα που έμεινε να τον φιλά, ως τα αμματόφυλλα του, το κορμί του ούλλο επετάλλισε. Ώσπου να τον κουντήσει πίσω, να του σφυρίσει τον πάτσο μες τα αυτιά τζαι να τον αφήκει σύξυλο δίπλα που το σταντ με τα τσίπιτος να την θωρεί να ξομακρίζει.

Έκλεισε τα μάθκια του. «Αχ, Μαρούλλα», είπε. Ανοίγοντας τα, είδεν την Ελένη που τον εθώρεν, χασκιασμένη.


08
May 13

Η Λαλέ.

Μόλις είδε το μωρό η κόρη μου, επετάχτηκε κάτω τζαι εβούρησε να την ελέγξει. «Παιδάκι, παιδάκι!» εφώναξε μου, με ύφος συνεπαρμένο τζαι απορημένο, αφού εγώ δεν έδειχνα τον ίδιο ενθουσιασμό με τζείνη. Άλλωστε για μένα, ήταν ακόμα ένα μωρό. Για την κόρη μου, ήταν μια ευκαιρία για παιγνίδι τζαι γνωριμία.

Το άλλο το μωρό ήταν πιο μικρό. Επερπατούσε με την βοήθεια της μάμας του τζαι είσιεν έντονο το ύφος του, ότι ούλλα εν καινούργια τζαι εντυπωσιακά. Το ύφος που όσο περνούν τα χρόνια σβήνει που το πρόσωπο μας. Όσο πιο μικρό εν το μωρό, τόσο πιο χαρακτηριστικό τζαι το ύφος.

Στους δώδεκα μήνες, το μωρό κάμνει ένα βήμα μόνο του τζαι γυρίζει την κκελλέ του ποτζεί, ποδά να δει αν αντιλήφθηκε κανένας άλλος το κοσμογονικό γεγονός. Στους είκοσι μήνες, θωρεί ένα γατάκι τζαι φωνάζει σε ούλλους να το δουν. Μεγαλώνοντας η μαγεία του καινούργιου, χάνεται.

Το άλλο το μωρό, ανταπέδωσε τον ενθουσιασμό της κόρης μου τζαι έλαμψε το προσωπάκι της μόλις της εκόντεψε. «Πως σε λένε παιδάκι;» εφώναζε δυνατά η κόρη μου τζαι ούλλο το καφέ εγύρισε να δει το μεγάλο συναπάντημα. Χωρίς να της απαντά, η καινούργια της γνωριμία, εχαμογελούσε τζαι άνοιε τα σιέρκα της να την αγκαλιάσει.

«Πως την λένε;» ερώτησε με στα εγγλέζικα η μάμα της. «Ρέα» απάντησα. «Εμάς, Λαλέ» είπε μου τζαι ολόισια ήρτεν στο νου μου το βυσσινί αγριολούλουδο που φυτρώνει σε ούλλη τη Κύπρο λλιο πριν την Άνοιξη. Στα Τούρκικα είπε κάτι σαν «Λαλέ μου, δώσε ένα φιλάκι της Ρέας» τζαι ολόισια η κόρη της εμούνταρε την δική μου σάννα τζαι εξέραν η μια την άλλη δέκα χρόνια.

Μια ήρεμη, ευφορία εγέμωσε το μαγαζί. Ούλλοι εθωρούσαν τες κόρες μας να αγκαλιάζονται, να γελούν, να ανεμίζουν τα σιέρκα τους τζαι να φωνάζουν η μια της άλλης, τα λλία λόγια που τους εμάθαμε να λαλούν.

Εσκέφτηκα ότι, τζείνη την ώρα, σε τζείνο ακριβώς το σημείο, είμαστε μάρτυρες σε μια που τις πιο αγνές, τις πιο ξεκάθαρες στιγμές στην ζωή ενός ανθρώπου. Θκύο πλάσματα, άκακα, πριν να τα γεμώσουμε τύψεις τζαι μίσος, τζαι πριν να ξεφορτώσουμε πάνω τους τα σύνδρομα τζαι τες προκαταλήψεις μας, εδείχναν το ένα του άλλου αγάπη. Απλή τζαι ανιδιοτελή αγάπη. Μια Τούρκικη τουλίπα τζαι μια Ελληνίδα θεά, αγκαλιασμένες τζαι χαρούμενες.

Ο φίλος μου ο Μπουράκ επέρασε το σιέρι του πάνω που τον ώμο μου «Έχουμε πολλά να μάθουμε που τα μωρά μας», είπε μου. «Μακάρι να μαθαίνουμε εμείς που τα μωρά μας φίλε, όχι τα μωρά μας που εμάς.» απάντησα.


03
May 13

Ο γέρος ο Πανίκκος

Κάθε κανένα, θκύο μέρες, έρεσσε που το φυλάκιο ο Πανίκκος. Γέρος, τραουλλόγερος που ακούεις. Ψηλός, γεροδεμένος, με κίτρινα μαλλιά τζαι κάτι δάκτυλα χοντρά σαν τα λουκάνικα της Πιτσιλλιάς. Πάντα περιποιημένο, το λεπτό του το μουστάτζιη τζαι η βούκκα του γυαλλισμένη σαν το βερνικωμένο το ξύλο.

Εφόρεν κάτι πουκάμισα με μεγάλο κολλάρο, φαίνεται είχαν του μείνει που τον τζαιρό που ήταν νέος τζαι ήταν της μόδας. Ανοιχτά τα τελευταία πάνω κουμπιά τζαι που μέσα κρεμασμένη μια χοντρή, αλυσιδωτή καδένα με μια φάτσα του Χριστού μισή, τζαι ένα σταυρό. Άμαν σου εκόντευκε, εδίαν σου μια χαρακτηριστική μυρωθκιά. Μια ανάμιξη, τραντάνας, μπρίλκριμ τζαι κολόνιας Αττίκα.

Εκράταν μια πατερυμήν τζαι έπαιζε με το ένα σιέρι. «Που τον τζαιρό που έκοψα το τσιάρο ρε κοπέλλια, πρέπει να κραώ κάτι στα σιέρκα μου να ποσκολιούμαι», ελάλεν μας τζαι εχαμογελούσε με νόημα.

Όσο εβρώμεν η αύρα του άλλο τόσο ξιμαρισμένη ήταν η γλώσσα του τζαι το βλέμμα του. Είχαμε ένα σειρά, εφκάλαμεν τον Λάβλι. Ήταν ομορφόπαιδο, σιονάτος τζαι βουκκαρέτινος. Ο γέρος ο Πανίκκος, εθώρεν τον τζαι εσυναγλύφετουν όπως τον κάττο κάτω που το τραπέζι του φαγιού. Θυμούμαι χαρακτηριστικά, να ‘κουμπά δίπλα μου, έξω που την σκοπιά τζαι να με ρωτά αν «έρεξε καμιά λουμένη» θωρώντας τον Λάβλι τζαι κλώθοντας το μουστάτζιη του.

Που το φυλάκιο, έρκετουν για να κάμνει κουνουσμάν. Ήταν νάκκο λαφαζάνης τζαι έβρισκεν μας εμάς μιτσιούς τζαι διμμένους μες τα άρβυλα να μας λαλεί ιστορίες. Εν τζαι ήταν κακό πλάσμα, μέσα σε ούλλα του τα αΐπια, είσιεν χάζιν ο γέρος τζαι ελάλεν έξυπνες κουβέντες κάποτε.

Έρκετουν συνήθως μεσημέρι, που εσκολάνναν οι φοιτήτριες, τζαι εκάθετουν μαζί μας να κόψουμε κίνηση. Επαίζαμε τάβλι τζαι ετζιερνούσαμεν τον που το φαί της υπηρεσίας. «Εσείς οι μιτσιοί εν εκτιμάτε. Πετάσσετε το φαί του στρατού τζαι παραγγέλλετε ποτούντα ξιμαρισμένα τα σουβλάκια. Που ξέρετε που έβαλλε το σιέρι του ο σουβλιτζίης πριν να τυλίξει τες σιεφταλιές;» έτσι μας ελάλεν τζαι έφκαλλεν που το στήθος του ένα δυνατό γέλιο σμιχτό με βήχα.

Μια μέρα αρωτήσαμεν τον αν εν παντρεμένος. «Ήμουν πριν χρόνια, αλλά επολόγιασε με επειδή αζούλεφκε μου» απάντησε. Είπε του ένας σειράς, «Τζαι εν εγύρεψες να ξαναπαντρευτείς που τότε θκειέ;». «Παίζε το τσιουλλί σου ρε μιτσή» απάντησε ο γέρος «τζαι αν ήταν η γενεκα καλό πράμα, είσιεν να έσιει τζαι ο θεός μιαν.»

Λλίο πριν να απολυθώ, αραίωσεν τες επισκέψεις τζαι τελικά έκοψεν τες τέλειως. Ρωτώντας ποτζεί ποδά, ακούσαμε τη φήμη ότι επαντρεύτηκε μια Φιλιππινεζού που τον έσαζεν τζαι έδεσε τον έσσω.


03
Apr 13

Το κοντραμπάντο

Για ένα διάστημα στο στρατό, έκαμα καψιμιτζιής. Ήμουν νέος τζαι αναθέσαν μου την θέση μαζί με ένα σειρά μου. Το οργανόγραμμα του καψιμί μονάδος, εν απλό, υπάρχουν συνήθως θκυό καψιμιτζίες τζαι ένας αξιωματικός καψιμί που ελέγχει το τι μπαίνει, το τι φκαίννει που το καψιμί τζαι τα κέρδη ή τες ζημιές.

Όταν αναλάβαμε, το καψιμί ήταν ελλειμματικό. Δηλαδή, εχρωστούσε λεφτά σε προμηθευτές τζαι κάθε μήνα έφκαλλε πιο λλία κέρδη παρά πωλήσεις. Υπήρχαν κάποια βερεσιέ γραμμένα αλλά δεν εδικαιολογούσαν το έλλειμμα.

Ώσπου τζαι ανακάλυψα το εξής. Υπήρχε μια τρύπα στην άκρη του ττελιού, μπροστά που το καψιμί. Που τζιαμέ κάποιοι ερέσσαν ένα σκουπόξυλο το οποίο είσιε τυλιγμένο ένα πιρούνι τζαι επροτσιάζαν πράματα την ώρα που το καψιμί ήταν κλειστό.

Η επινόηση τούτη, ήταν που τους παλιούς του στρατοπέδου τζαι είσιεν γίνει κάτι σαν κατεστημένο. Κάτι σαν παράδοση. Όποτε έκλεια την τρύπα, κάποιος την εξανάνοιγε.

Έτσι άλλαξα τακτική, άφηκα την τρύπα ανοιχτή τζαι έβαλα σε ούλλα τα πράματα του καψιμί, ένα σελίνι πάνω. Υπήρξαν κάποιες διαμαρτυρίες στην αρκή, αλλά επειδή εδέχουμουν τζαι επουλούσα αρκετά βερεσιέ, εν εδημιουργήθηκε μεγάλο θέμα. Το καψιμί έγινε ένα μεγάλο, διεφθαρμένο, κέντρο συναλλαγών.

Εγώ υπερχρέωνα τα πράματα, έγραφα καπάλι βερεσιέ, όποιου εν εκρατούσε τζαι εχρέωννα καφέδες παραπάνω τους μόνιμους για να καλύφκω ελλείμματα. Οι παλιοί εκρατήσαν το κατεστημένο τους τζαι επροτσιάζαν σάντουιτς τζαι τσιάρα τες νύχτες που ήμουν κλειστός. Είχα επίσης την δυνατότητα, να τζερνώ τους παρέες μου χωρίς να επιβαρύνω τον προϋπολογισμό μου.

Τα κέρδη αυξηθήκαν, άρκεψα να μπορώ να φέρνω παραπάνω ποικιλία πραμάτων τζαι γενικά είμαστε ούλλοι ευχαριστημένοι. Ο μικρός μας, νομότυπος παράδεισος κοντραμπάντου, ευημερούσε. Κάποιοι ετρώαν παραπάνω, κάποιοι επλερώναν παραπάνω, γενικά ούλλα όμως ελειτουργούσαν ρολόι.

‘Ώσπου μια μέρα ο διοικητής, εψυλιάστηκε ότι του χρεώνουμε καφέδες παραπάνω. Έκατσε μας εμάς τους καψιμιτζίες 10 μέρες κράτηση τζαι αμέσως εδιόρησε κάποιο πιο έμπιστο, ο οποίος αποφάσισε να δουλέφκει το καψιμί ακολουθώντας πιστά τους κανόνες.

Η τρύπα ηλεκτροκολλήθηκε με λαμαρίνα έτσι κανένας δεν εμπορούσε να κλέψει. Τα βερεσιέ εκοπήκαν, ο κόσμος αγόραζε μόνο ότι εμπορούσε να αγοράζει με τα λεφτά που είσιεν. Οι μόνιμοι αρκέψαν να πλερώνουν μετρητά τους καφέδες τους τζαι τίποτε δεν έφευκε δωρεάν που το καψιμί.

Με τούτη τη καταπίεση του κατεστημένου, υπήρξαν πολλές αντιδράσεις, ακόμα τζαι απειλές εναντίον των καινούργιων καψιμιτζίδων. Το καψιμί όμως στο τέλος, ανάκαμψε. Έφερνε στοκ πιο λλίη ποικιλία, έφκαλλε ελάχιστο κέρδος αλλά τουλάχιστον εδούλεφκε σωστά τζαι προβλεπόμενα.

Δεν υπάρχουν απαραίτητα σωστές τζαι λάθος διαδικασίες. Υπάρχει σίουρα σωστή τζαι λάθος αντιμετώπιση μιας κατάστασης. Πάνω που ούλλα όμως υπάρχουν κατάλληλοι τζαι ακατάλληλοι ανθρώποι.


03
Mar 13

Μαντορίνια

Εσταμάτησα στο φούρνο, αργά το απόγευμα πριν λλίες μέρες. Όπως εκατέβηκα τζιαι επογύρισα το αυτοκίνητο για να πάω να πιάσω το μωρό που το πίσω κάθισμα, είδα που μακριά να κοντέυκει μια φιγούρα φορτωμένη τσέντες. Εκατάλαβα ότι όποιος τζιαι αν ήταν κάτι έθελε να μου πουλήσει.

Αμέσως, ενεργοποιήθηκε η Σκρούτζ πλευρά του εαυτού μου. «Ποιος εν τούτος; Τι θέλει τωρά; Πόσα εννα μου ζητήσει;»

Λαλεί μου, «Κύριε, βοήθα με. Γόρασε μια τσέντα μαντορίνια.». «Εν θέλω φίλε μου» απάντησα ευγενικά τζιαι επροσπάθησα να τον αγνοήσω. Επιμένοντας, έβαλλε μου τες τσέντες μες τα μούτρα. «Βοήθα λλίο κύριε, εν τζιαι εν ακριβά, τρία Ευρώ είναι».

Συνήθως αποφεύγω να γοράζω πράματα που το δρόμο. Γενικά εν έχω κανένα πρόβλημα να βάλλω λεφτά, εν με πειράζει να δώσω λεφτά σε κάποιον που παίζει μουσική στο δρόμο, έστω τζιαι χάλια. Βάλλει με σε υποψίες να με βουρούν με ανοιχτό το σιέρι τζιαι να θκιακονούν, είτε κρατώντας παραμάσχαλα ένα μωρό είτε μια δήλωση που γιατρό, ότι εν ανίκανοι να δουλέψουν. Προσπαθώ να φιλτράρω τους απατεώνες αλλά εν τζιαι μπορείς να είσαι ποττέ εντελώς σίουρος.

Ο συγκεκριμένος εφάτσαρε μου περίεργα. Εσκέφτηκα ότι συγκριτικά στην κοινωνία, είμαι σε πολλά καλύτερη θέση που αρκετούς. Έχω δουλειά, τζιαι μια κάποια πολυτέλεια να φέρνω το κοπελλούι μου στο φούρνο για να του γοράσω λιξιό. Τζείνος, για οποιοδήποτε λόγο, κάθετε μες την κρυάδα τζιαι προσπαθεί να πουλήσει θκυο τσέντες μαντορίνια.

Φκάλλω τέσσερα Ευρώ τζιαι θκιώ του. Λαλεί μου «Έ, κύριε θέλω άλλο θκυό Ευρώ». Λαλώ του, «Αφού είπες μου τρία Ευρώ πριν λλίο». «Τρία Ευρώ το κιλό!», λαλεί μου. Θωρώ την σακκούλα, θωρώ τον τζιαι τζείνο, σκέφτουμαι «Τωρά τούτος νομίζει ότι αχάπαρος;» η σακκούλα πρέπει να εζύγιζε ένα κιλό, με το ζόρι.

Διώ του ακόμα πέντε Ευρώ. Θωρώ τον που τα πουντζιάζει τζιαι κάμνει να φύει. «Έ, μάστρε. Θέλω ρέστα» φωνάζω του. Λαλεί μου, «Τωρά κάμνεις έτσι για ένα ευρώ;». «Κουμπάρε δώσμου θκυο Ευρώ πίσω τζιαι λάμνε στο καλό» είπα του.

Εν τον εκάνε που επήε να μου γελάσει, ενευρίασε τζιόλας τζιαι έσυρε μου το δύευρω μες το σιέρι σάννα τζιαι έφταια εγώ που εν τα εκατάφερε. «Τέλοσπαντων» είπα «εφτά ευρώ, με είχα τα, με έχασα τα. Εννα σφίξω ένα ποτήρι χυμό του μωρού να πάει πάσα κακό».

Πάω έσσω τζιαι αννοίω την τσέντα να δω τι μου εκόττησε ο παρέας. Η τσέντα είσιεν μέσα έξι μαντορίνια ούλλα τζι ούλλα, τζιαι τζείνα σαχνιασμένα. Έβαλα τα μες τον κάλαθο όπως ήταν με την τσέντα τζιαι εμαράζωσα που ως τζιαι τούτες οι συναλλαγές, εκαταντήσαν άτιμες.