Ήσουν νάκκον άρρωστη. Πριν να ππέσεις, εδώκαμε σου καλπόλ. Λιλά, ποτζείνο που σου αρέσκει. Ο πυρετός έκατσε λλίο τζαι είπες μας το παραμύθι του ποντικού που ήθελε να παντρέψει την κόρη του με τον ήλιο. Άκουσα έναν περίεργο θόρυβο στο δωμάτιο σου, λλίο μετά τες έντεκα τη νύχτα. Επετάχτηκα τζαι εβρέθηκα που πάνω σου χωρίς δεύτερη σκέψη.
Όπως το ψάρι έξω που το νερό, έτρεμες τζαι ανοιγόκλεινες το στόμα σου. Άναψα το φως τζαι εφώναζα σου «Άντρεα, Άντρεα». Τα μάθκια σου γουρλωμένα. Τα μάθκια σου χαμένα.
Τα επόμενα 10 λεπτά έν’ θολά μες στον νου μου. Τα σιειρόττερα 10 λεπτά της ζωής μου. Θυμούμαι τα όσον απελπιστικά αργά τα έζησα. Τη μάνα σου να σε κρατά μες τον διάδρομο τζαι να φωνάζει «Το μωρό! Το μωρό! Κάμε κάτι!». Εσένα, χωρίς κανένα έλεγχο του σώματος σου. Τα μάθκια σου όφκιαιρα, το πρόσωπο σου σβησμένο, η αναπνοή σου σχεδόν ανύπαρκτη. Σαν να τζαι μια αόρατη δύναμη ετράβησε την ψυσιή σου, την ύπαρξη σου τζαι εκωλώσυρνε την να την πάρει μαζί της αφήνοντας το σώμα σου κενό. Ο νους μου ένα χάος. Επροσπαθούσα να μαζέψω κομμάθκια λογικής που επετούσαν μακριά μου σαν τα πουλιά. Κομμάθκια παζλ, έβαλλα το ένα, έλειπε το άλλο. Πανικός, απελπισία. «Θυμήθου, θυμήθου. Ξέρεις πρώτες βοήθειες. Ηρέμησε. Βάλ’ την στο πάτωμα. Φώναξε βοήθεια. Πίασε άμπουλα».
Ήσουν μπροστά μου ξαπλωμένη. Το σπίτι ανοιχτό, γείτονες να προσπαθούν να βοηθήσουν. Η μάμμα να πιάνει το 112 τζαι να μεν απαντά. Εσύ ακόμα αλλού. Εγώ να σου φωνάζω.
Σαν το βραστό το αερούι του καλοτζιαιρκού, εμφανίστηκες απότομα. Σαν να τζαι επήες επίσκεψη κάπου τζαι εστράφης. Είδες το σπίτι γεμάτο κόσμο, εμάς κλαμουρισμένους τζαι αντί να πανικοβληθείς άρκεψες να μας λαλείς για το σχολείο τζαι την φίλη σου τη Μαριλένη που θέλεις να την καλέσεις στα γενέθλια σου.
Ελάλες τραούθκια του νοσοκόμου τζαι εκουβέγκιαζες με τους γιατρούς. Με τζείνη την απίστευτα απλή τζαι χρωματιστή σου λογική. «Παπά μεν στεναχωριέσαι τζαι είμαι καλά. Βάλλει μου η μάμμα πετσετούλα με νερό τζαι έννα γιάνω.»
Τρεις νύχτες στο νοσοκομείο. Τρεις νύχτες που ελαοτζοιμήθηκα δίπλα σου. Τρεις μέρες με υπόθετα, σιρόπια τζαι θερμόμετρα. Δίπλα που πίνακες που δείχνουν αν είσαι καλά, αν θα γίνεις καλά, πότε έννα γίνεις καλά. Δίπλα που ξεφτισμένες αναπαυτικές, ποτισμένες με δρώματα τζαι δάκρυα, αμέτρητων γονιών πριν που εμένα. Δίπλα που μισοτελειωμένα κουλλουράκια τζαι τσάντες πλαστικές με ρούχα. Ένιωσα ότι για δέκα λεπτά εκλέψαν μου το πιο πολύτιμο πράμα της ζωής μου. Ακόμα τζαι τωρά χάννω τα πόθκια μου τζαι νεκαλιούμαι, μόνο που το σκέφτουμαι. Τες νύχτες ακόμα σηκώννουμαι τζαι βουρώ να δω αν είσαι καλά με το παραμικρό. Τζαι εσύ τζοιμάσαι σαν τον άγγελο.
Μέσα που τον πόνο, τον συγκρατημένο εφιάλτη ενός νοσοκομείου μωρών, εκράτησε με δυνατό τζαι λογικό ένα πράμα. Εσύ. Οι κουβέντες σου, το γέλιο σου, τα φιλιά σου, τα χάδια σου. Θαυμάζω σε που είσαι γενναία. Ευχαριστώ που είσαι γενναία για ούλλους μας. Ευχαριστώ που είσαι δαμέ, Ρέα.