14
Nov 14

Ο εφιάλτης

Ήσουν νάκκον άρρωστη. Πριν να ππέσεις, εδώκαμε σου καλπόλ. Λιλά, ποτζείνο που σου αρέσκει. Ο πυρετός έκατσε λλίο τζαι είπες μας το παραμύθι του ποντικού που ήθελε να παντρέψει την κόρη του με τον ήλιο. Άκουσα έναν περίεργο θόρυβο στο δωμάτιο σου, λλίο μετά τες έντεκα τη νύχτα. Επετάχτηκα τζαι εβρέθηκα που πάνω σου χωρίς δεύτερη σκέψη.
Όπως το ψάρι έξω που το νερό, έτρεμες τζαι ανοιγόκλεινες το στόμα σου. Άναψα το φως τζαι εφώναζα σου «Άντρεα, Άντρεα». Τα μάθκια σου γουρλωμένα. Τα μάθκια σου χαμένα.

Τα επόμενα 10 λεπτά έν’ θολά μες στον νου μου. Τα σιειρόττερα 10 λεπτά της ζωής μου. Θυμούμαι τα όσον απελπιστικά αργά τα έζησα. Τη μάνα σου να σε κρατά μες τον διάδρομο τζαι να φωνάζει «Το μωρό! Το μωρό! Κάμε κάτι!». Εσένα, χωρίς κανένα έλεγχο του σώματος σου. Τα μάθκια σου όφκιαιρα, το πρόσωπο σου σβησμένο, η αναπνοή σου σχεδόν ανύπαρκτη. Σαν να τζαι μια αόρατη δύναμη ετράβησε την ψυσιή σου, την ύπαρξη σου τζαι εκωλώσυρνε την να την πάρει μαζί της αφήνοντας το σώμα σου κενό. Ο νους μου ένα χάος. Επροσπαθούσα να μαζέψω κομμάθκια λογικής που επετούσαν μακριά μου σαν τα πουλιά. Κομμάθκια παζλ, έβαλλα το ένα, έλειπε το άλλο. Πανικός, απελπισία. «Θυμήθου, θυμήθου. Ξέρεις πρώτες βοήθειες. Ηρέμησε. Βάλ’ την στο πάτωμα. Φώναξε βοήθεια. Πίασε άμπουλα».
Ήσουν μπροστά μου ξαπλωμένη. Το σπίτι ανοιχτό, γείτονες να προσπαθούν να βοηθήσουν. Η μάμμα να πιάνει το 112 τζαι να μεν απαντά. Εσύ ακόμα αλλού. Εγώ να σου φωνάζω.

Σαν το βραστό το αερούι του καλοτζιαιρκού, εμφανίστηκες απότομα. Σαν να τζαι επήες επίσκεψη κάπου τζαι εστράφης. Είδες το σπίτι γεμάτο κόσμο, εμάς κλαμουρισμένους τζαι αντί να πανικοβληθείς άρκεψες να μας λαλείς για το σχολείο τζαι την φίλη σου τη Μαριλένη που θέλεις να την καλέσεις στα γενέθλια σου.

Ελάλες τραούθκια του νοσοκόμου τζαι εκουβέγκιαζες με τους γιατρούς. Με τζείνη την απίστευτα απλή τζαι χρωματιστή σου λογική. «Παπά μεν στεναχωριέσαι τζαι είμαι καλά. Βάλλει μου η μάμμα πετσετούλα με νερό τζαι έννα γιάνω.»
Τρεις νύχτες στο νοσοκομείο. Τρεις νύχτες που ελαοτζοιμήθηκα δίπλα σου. Τρεις μέρες με υπόθετα, σιρόπια τζαι θερμόμετρα. Δίπλα που πίνακες που δείχνουν αν είσαι καλά, αν θα γίνεις καλά, πότε έννα γίνεις καλά. Δίπλα που ξεφτισμένες αναπαυτικές, ποτισμένες με δρώματα τζαι δάκρυα, αμέτρητων γονιών πριν που εμένα. Δίπλα που μισοτελειωμένα κουλλουράκια τζαι τσάντες πλαστικές με ρούχα. Ένιωσα ότι για δέκα λεπτά εκλέψαν μου το πιο πολύτιμο πράμα της ζωής μου. Ακόμα τζαι τωρά χάννω τα πόθκια μου τζαι νεκαλιούμαι, μόνο που το σκέφτουμαι. Τες νύχτες ακόμα σηκώννουμαι τζαι βουρώ να δω αν είσαι καλά με το παραμικρό. Τζαι εσύ τζοιμάσαι σαν τον άγγελο.

Μέσα που τον πόνο, τον συγκρατημένο εφιάλτη ενός νοσοκομείου μωρών, εκράτησε με δυνατό τζαι λογικό ένα πράμα. Εσύ. Οι κουβέντες σου, το γέλιο σου, τα φιλιά σου, τα χάδια σου. Θαυμάζω σε που είσαι γενναία. Ευχαριστώ που είσαι γενναία για ούλλους μας. Ευχαριστώ που είσαι δαμέ, Ρέα.


06
Nov 14

Το τέρτιν της Νίκης [Μέρος 14ο – Τέλος]

Ουδέν κρυπτόν υπο τον ήλιο. Πόσο μάλλον σε μια κοινωνία όπως η Κύπρος που ο ένας ξέρει τον άλλο τζαι που οι μισοί εν κουμπάροι με τους άλλους μισούς.

Ο Αντώνης, δεν επικοινώνησε ποττέ με την γενέκα τζαι τα κοπελλουθκια του. Έφυεν τζαι έριξε μαύρη πέτρα πίσω του. Η Νίκη, στις αρχές επερίμενε ο άντρας της να δώκει σημάθκια ζωής. Όσο επέρναν ο τζαιρός όμως τζαι εχώνευκε σιγά, σιγά το τι εσυνέβηκε τόσο πιο πολλά εμεγάλωνε το νεύρο της. Εμπορούσε να τον έβρει, είσιεν τρόπους πολλούς. Εν το έκαμε όμως.

Επροτίμησε να μεγαλώσει τα κοπελλούθκια της μόνη της τζαι να ζήσει την ζωή της σάννα τζαι ο Αντώνης εν πεθαμένος. Εν εμιλούσε ποττέ για τζείνον, εν τον ανάφερνε ποττέ. Μετά που ότι εσυνεβηκε, ο Αντώνης ήταν νεκρός για την οικογένεια του.

Που πάντα ακούουνταν οι φήμες ότι ο Αντώνης έφυεν με την κόρη του ποδηλατά τζαι εμίνησκαν μαζί στην Αγγλία. Τούτη ήταν η αλήθκεια. Οι γονείς της Μαρίνας εξέραν το, κάποιοι γνωστοί τζαι φίλοι εξέραν το. Η Νίκη όμως έκαμνεν ότι εν το ήξερε τζαι έκαμε τα πάντα για να προστατέψει τα κοπελλούθκια της που τούτη τη αλήθκεια.

Τα μωρά εν τζαι εν μαννά όμως, υποψιαστήκαν ότι η αλήθκεια εν χωσμένη. Σε συνδιασμό με το κουτσομπολιό του κόσμου, ούλλα τα κοπελλούθκια του Αντώνη εμάθαν περίπου τι συμβαίνει, εκτός που τον μιτσή.

Ο Φάνος για πολλά χρόνια επίστευκε πραγματικά ότι ο τζύρης του εν χασιμιός τζαι ότι κανένας εν ξερει που ακριβώς είναι. Ίσως επειδή ήταν πολλά μιτσής για να καταλαβαίνει τι έγινε, όταν ουλλοι εμιλούσαν για το θέμα, ίσως επειδή εν ασχολήθηκε ποττέ, ίσως επειδή η οικογένεια του επροστάτεψε τον.

Continue reading →


13
Oct 14

Το τέρτιν της Νίκης [Μέρος 13ο]

«Αφου εννα πεθάνω, που εννα πεθάνω. Ήντα να κόψω το τσιάρο; Εννα αρκέψω να πίννω τζαι παραπάνω τωρά που είμαι άνενοιας.» έτσι ελάλεν η Νίκη στες αρκές που έμαθε ότι έσιει καρκίνο. Όντως έτσι έκαμε. Ως την τελευταία της μέρα, εκάπνιζε όπως το φουγάρο της τσιμινιάς.

Ούτε των κοπελλουθκιών της άκουε, ούτε του γιατρού της. Με τον τρόπο που εσυμπεριφέρετουν ήταν σάννα τζαι είπε της καλά νέα ό γιατρός ότι εν έσιει πολλή τζαιρό ακόμα να ζήσει. «Ως πολλάτε» ελάλεν «να με βάλουν μες τον λούκκο να πνάσω που τούτον τον κόσμο». Απαγόρευσε τον κοπελλουθκιών της να ξοθκιάσουν ριάλλια να την πάρουν γιατρούς. «Παλιόν αυτοκίνητο ήντα να το σάσετε κόρη μου. Αφήστε με να πάω στο καλό.»

Ο γιατρός έππεσε μέσα. Έξι μήνες ζωής της έδωκε. Στους έξη μήνες, εθάψαν την Νίκη. Στην κηδεία, εγέμωσεν η εκκλησιά, δεν είσιε τόπο να θκιαλλάξεις. Συγγενείς, φίλοι που τα παλιά, ήρταν να την ποσιερετήσουν. Τζαι την ώρα που την ελουκκώνναν, εστέκουνταν που πανωθκιόν της τα πέντε της τα κοπελλούθκια. Σαν τους αγγέλους, εθωρούσαν που ψηλά την μάνα τους, να την καταπίννει σιγά, σιγά η γή. Τζαι τζείνη αμίλητη, με κλειστά τα μάθκια, ήρεμη ίσως για πρώτη φορά μετά που χρόνια.

Στο σπίτι, εστραφήκαν οι κοντινοί συγγενείς να πιούν καφέ. Η Ελενίτσα έψηννεν καφέδες, ενώ η Αγγέλα τζαι η Χρυσούλα εσερβήραν χαλλούμι τζαι κουλλούρι. Ο Φάνος, εκάθετουν με τον Γιώρκο έξω στο τραπέζι της αυλής, κάτω που την κλιματαρκά. «Ρε, του τζυρού σου είπε το κανένας;» είπε ο Φάνος. «Ποιού τζυρού μου ρε Φάνο. Έχουμε τζυρη;»

Ο Φάνος ήταν το μόνο κοπελλούι που δεν αθυμάτουν καθόλου τον Αντώνη. Εν τον εγνώρισε ποττέ. Η Χρυσούλλα είσιεν τον σε μια γωνιά του μυαλού της, σαν μια μαυρόασπρη ανάμνηση, θωλή τζαι ξεβαμμένη. Οι άλλοι εθυμούνταν τον καμπόσο. Ο Φάνος, δεν ήξερεν καν πως εν η φάτσα του.

«Έχουμε ρε Γιώρκο. Εν στην Αγγλία. Πως εν εφάνηκεν τόσα χρόνια, εν σημαίνει πως έννεν τζύρης μας.» ο Φάνος εκόμπιασε λλίο. «Εσκέφτουμουν να πάω να τον έβρω.» είπε τζαι εγύρισε το βλέμμα του στον αρφό του.

Είδαν για λλίο ο ένας τον άλλο. «Λαλείς μαλακίες.» είπε ο Γιώρκος στον Φάνο. «Πως εννα τον έβρεις; Που εννα τον έβρεις; Γιατί να τον έβρεις; Τζαι πως δαίμονα σου ήρτε να ανοίξεις έτσι συζήτηση στην κηδεία της μάνας μας;»

«Εν θέλεις να μάθεις ποιος ένει; Εν έσιεις ερωτήσεις; Εν σε τρώει το ότι εν ήταν δαμέ τόσα χρόνια;»

«Ούτε με τρώει η περιέργεια ούτε τζαι θέλω να μάθω ρε Φάνο. Στο κάτω, κάτω εν υπάρχει περίπτωση να τον έβρεις. Μετά που τόσα χρόνια. Δαμέ εν τον ήβρεν η μάνα μας, που έθελεν να τον έβρει. Εννα τον έβρεις εσού που ούτε καν ξέρεις πως μοιάζει;»

«Έσιει τζαιρό που το νεκατώννω ρε Γιώρκο. Ξέρω πώς να τον έβρω.» Εκάτσαν άλλο κανένα μισάωρο ο ένας καρτζιήν του άλλου αμίλητοι. Ο Γιώρκος εσηκώθηκε τζαι επήε μέσα. Ο Φάνος εκούμπησε στην καρέκλα της βεράντας σκεφτικός.


13
Oct 14

Το τέρτιν της Νίκης [Μέρος 7ο – 12ο]

Μέρος 7ο

Κοντά στο οδόφραγμα, εγκαταλελειμμένο που τον τζαιρό των φασαριών του ’63, ήταν το στέκκι που εβρέθετουν ο Αντώνης τζαι η Μαρίνα. Πρώτος πάντα επάεννεν ο Αντώνης, μόλις εσουρούππωννεν. Το φυλάκιο εφαίνετουν που το παράθυρο του δωματίου της Μαρίνας. Με ένα κλεφτοφάναρο τζείνος έφεγγε πας στο παραθυρούι του φυλακίου. Έστελλε της σήμα ότι ήταν τζιαμαί, τζαι τζείνη έβρισκε μια δικαιολογία των γονιών της για να φύει. Το τι τους ελάλεν έν’ άλλου παπά ευαγγέλιο. Ο τζύρης της αγάπαν την πολλά, η μάνα της ήταν νάκκο φτανή στον νου τζαι την Μαρίναν εφόρεν την η τρύπα του βελονιού άμαν έθελε τίποτε. Εν υπήρχε περίπτωση να μεν γινεί το δικό της, εξ ου τζαι εν εδυσκολεύτηκεν πολλά να πείσει τον παπά της να την πέψει στην Αγγλία να σπουδάσει λογίστρια.

Ο Αντώνης εν επόκατσε μετά τον καφκά που του έστησεν η Νίκη. Αποφάσισε να πάει να έβρει την Μαρίνα, απλά θα ήταν πιο προσεκτικός. Γιάλι άλι, έπιασε τους πίσω δρόμους του Καϊμακλιού όπως τον κάττο τζαι εκατάφερε να φτάσει στην ώρα του στο φυλάκιο. Έφεξε με το φανάρι τζαι ύστερα που κανένα μισάωρο εμπήκε της πόρτας η Μαρίνα.

Θαρρείς είσιεν να λείψει ο ένας για ο άλλος, αν τους εθώρες που μια γωνιά με πόση ένταση εφιλιούνταν τζαι εχαδεύκαν ο ένας τον άλλο. Εποσπαστήκαν, εντύθηκε η Μαρίνα τζαι έκαμε να τον ποσιαιρετίσει.
«Μαρίνα, η Νίκη εψυλλιάστηκε ότι κάτι πάει στραβά. Αρκέψαν οι γειτόνισσες τζαι βάλλουν της λόγια. Πρέπει να προσέχουμε νάκκο παραπάνω». Είντα έθελε να της πει έτσι ο Αντώνης της Μαρίνας, ίσια εκοπήκαν τα πόθκια της. Έχασε το χρώμα της, τα μάθκια της εσκοτεινιάσαν τζαι εκούμπησε στον παραστατό της πόρτας.
«Αντώνη, εγιώ εν είμαι αντροχωρίστρα. Τούτο που κάμνουμε εν λάθος, έσιεις μωρά, έσιεις γεναίκα, έσιεις οικογένεια. Καλύτερα να μεν ξαναβρεθούμε.»
«Μα χάννεις σιόρ; Είντα ’ν’ που μου λαλείς; Εγώ έννα πελλάνω αν δεν σε θωρώ. Ε το έννα προσέχουμε νάκκο παραπάνω τζαι τίποτε εν έσιει. Μεν φοάσαι.»
«Που τον άλλο μήνα έννα πάω πισω στην Αγγλία, Αντώνη. Έτσι τζι αλλιώς εν θα με θωρείς.»

Είχαν αποκλείσει που τον νου τους το γεγονός ότι η σχέση τους επηρέαζε άλλα πλάσματα τζαι επηρεάζετουν που τρίτες παραμέτρους. Τζείνες οι κουβέντες αναγκάσαν τους να προσγειωθούν. Τόσο τζαιρό στρακοτταρισμένοι που το πάθος, ήταν σάννα τζαι κάπιοιος εσιώνωσε τους μια σίκλα με νερό πας στα μούτρα τους.
Εμείναν να θωρούν ο ένας τον άλλο. Εχαντακωθήκαν λλία λεπτά, αμίλητοι, χωρίς λύσεις, χωρίς απαντήσεις. Η Μαρίνα άφηκε τα σιέρκα του Αντώνη, εγύρισε την ράσιη της τζαι έκαμε να φύει. Ανάπνευσε βαθκιά τζαι εγεμώσαν τα ρουθούνια του ροδόσταμμα. Όπως το αερικό, εδρόσισε τα μάθκια του η μυρωθκιά. Μια ανεράδα έκαμε του μαγικά, εξήασε τα κοπελλούθκια του, την γεναίκα του. «Εννά έρτω μαζί σου στην Αγγλία» εφώναξε της τζαι έσφιξε της το σιέρι της τραβώντας την πίσω κοντά του.

Continue reading →


13
Oct 14

Το τέρτιν της Νίκης [Μέρος 1ο – 6ο]

Μέρος 1ο

Η πίσω πλευρά της πράσινης ρόπας της εσέρνετουν στα μωσαϊκά μαρμαράκια της βεράντας. Εκοίταξεν αριστερά, μετά δεξιά. Επιβεβαίωσε ότι καμιά γειτόνισσα εν ήταν έξω τζείνην την ώρα τζαι με άτσαλες κινήσεις εσουλούππωσεν τα μαλλιά της, καλού-κακού.
Επερπάτησε γλήορα τζαι χοροπηδηκτά, κουτσουφλώντας παράλληλα πάνω στες ανοιχτές παντόφλες που εφορούσεν. Το κουτί του ταχυδρομείου, όφκαιρο. Επαρατήρησεν καλά μέσα, μετά γυρώ. «Μπορεί να του έππεσεν του ταχυδρόμου το γράμμα», εσκέφτηκεν. Τίποτε όμως. Ένα χαρτί που ήταν πεταμένο νάκκο πάρατζει πάνω στο τσιακκίλι αποδείχτηκε πως ήταν διαφημιστικό πιτσαρίας.
«Ήρτεν κανένα γράμμα, ρα;», άκουσε την τσιριλλιστή φωνή της μάνας της. Είδεν την που το παράθυρο της κουζίνας, που εποσσέπαζε τζαι εσυνέχισεν να φωνάζει. «Ήρτεν ρα; Ήρτεν ο ταχυδρόμος; Έπεψεν σου τίποτε τζείνος ο αχαμάκκης ο άντρας σου;».
«Σωπή μανά!», απάντησεν νευριασμένα. Εφάνηκεν η φάτσα της γειτόνισσας να κροννοίει το φυλλαράκι της τζαμαρίας της. Είδεν την με την άκρα του μμαθκιού της, έκαμεν πως εν τη είδεν όμως τζαι εβιάστηκε να πάει πίσω στο σπίτι.
Στον διάδρομο της αυλής εφκήκεν της η παντόφλα τζαι έκαμε ένα-θκυο βήματα κουτσαντίρι καθώς εδιαπραγματεύετουν το αν θα εστρέφετουν να την πιάσει ή αν θα εσυνέχιζε ξυπόλητη για το σπίτι, να γλυτώσει τες ερωτήσεις τζαι τα λόγια των γειτόνων.
Ο άντρας της έφυεν έξι μήνες πριν για την Αγγλία. «Μεν μαραζώνεις, μάνα μου. Εννά πάω να έβρω νάκκον τα πόθκια μου τζαι να σου κόψω εισιτήριο που τζειμέσα να έρτεις να με έβρεις», ήταν τα λόγια του, πριν να ππέσει στην αγκαλλιά του κλαμένη έξω που την είσοδο των επιβατών στο αεροδρόμιο της Λάρνακας.Έπιασεν την που τους ώμους τζαι έσπρωξεν την ελαφρά. Εφίλησεν την στον λαιμό, το μουστάτζι του εχάδεψε το δέρμα της τζαι ανατρίσιασε. Ήταν μια δόση ελπίδας τζείνον το φιλίν, τζείνη η αγκαλιά. «Εννά σε πάρω μιτά μου, ακούεις; Έσιε έννοια των μωρών. Φεύκω, εννά με αφήκει το αεροπλάνο».Άφηκεν την πίσω του με τέσσερα μωρά τζαι ένα στην τζοιλιά. Είσιεν κάποιες αμφιβολίες μέσα της. Έξερε ότι ήταν τσαλαβούττης, ελαλούσαν της ότι εγύριζεν με την κόρη του ποδηλατά του Άντρου τζαι ότι έτασσεν της ότι εννά την κλέψει να φύουν. «Μεν ακούεις, τζαι δεν έσιει άδρωπο πιστό κόρη μου», ελάλεν της η μάνα της.
Έτσι, λοιπόν, άφηκεν τον να φύει. «Να πάμε μακριά, να γλυτώσει που τούτη τη τσούλλα», εσκέφτετουν. «Ο Αντώνης θέλει να γλυτώσει τον γάμο μας. Αγαπά με».Η Νίκη εξενοικίασεν το σπίτιν τους, επούλησεν τα πράματά τους ούλλα τζαι επήεν να μείνει στην μάνα της με τα μωρά. Επερίμενε γράμμα, να της στείλει το εισιτήριο να πάει να τον έβρει. Επερίμενεν έξι μήνες τωρά. Τίποτε.

Επάτησεν το πόδι της, γυμνό, πάνω στο κρυό μαρμαράκι της βεράντας. Έμεινεν να θωρεί την παντόφλα στον κούγκρενο διάδρομο έξω που το σπίτι. Έκαμε να κλάψει, όταν άκουσε το μωρό να κλαίει, μέσα στο σπίτι. «Έρχομαι, αγάπη μου». Έφκαλε την δεύτερη παντόφλα τζαι εμπήκε μέσα. Continue reading →