05
Mar 13

Μηχανούα

Για τους αθεράπευτους τζιαι νοσταλγικούς gamer, δώστε το γυρό σας που το καινούργιο μου blog που ασχολείται με την συντήρηση τζιαι την κατασκεύη μιας μηχανούας που θα τρέχει MAME.

Σε γενικές γραμμές, μάχουμε να κάμω κάτι για να παίζω Wonder Boy σπίτι μου όπως τον παλιό καλό καιρό, αλλά χωρίς να την ταίζω διπλοσέλινα.

http://mixanoua.wordpress.com/

IMAG0890


28
Feb 13

Οι Φύκοι

Ήμουν μες το αυτοκίνητο, στα φώτα κοντά στο αλουμίνουμ τάουερ στην Λευκωσία. Ήταν αργά το απόγευμα, εσχόλανα τζαι επήαιννα να πιάσω την κόρη μου. Η κίνηση τζείνες τες ώρες είναι εξαντλητική. Ψυχολογικά γίνεσαι πατσιαούρι. Είσαι φορτωμένος ούλλη την κούραση της ημέρας, Το μόνο που θέλεις να κάμεις είναι πάεις έσσω σου να πνάσεις, τζαι αντί τούτου είσαι βαωμένος μέσα σε τέσσερεις λαμαρίνες τζαι περιμένεις να έρτει η σειρά σου.

Περιμένοντας στην γραμμή λοιπόν τζαι λλίο πριν φτάσω στα όρια να κλαμουριστώ που την αγανάκτηση μου, επρόσεξα τους φίκους που εν φυτεμένοι στα πεζοδρόμια της περιοχής. Εθυμούμουν τους πιο χαμηλούς τζαι αντιλήφθηκα ότι είσιεν χρόνια να περιεργαστώ τον περίγυρο της συγκεκριμένης περιοχή.

Ο νους μου άρκεψε να γεννά τζαι οι σκέψεις μου αρκέψαν να νεκατώνουνται με τα συναισθήματα μου. Σε μια πιο παλιά περίοδο της ζωής μου, εν με ενδιέφερε η κίνηση του δρόμου. Ήμουν περπατητός, στην ίδια περιοχή. Oι φίκοι, ήταν πολλά πιο χαμηλοί. Θυμούμαι τους, επειδή το σιειμώνα, χαρακτηριστική μυρωθκιά τζαι όποτε επερνούσα που κάτω, εκαταρκούμουν τους.

Κάπου στην πορεία της ζωής, εξέχασα τους, εσταμάτησα να περνώ που τζιαμέ τζαι εσταμάτησα τζαι να ασχολούμαι με την απαίσια τους μυρωθκιά. Αγνοώντας με εσυνεχίσαν να μεγαλώνουν ανέμελοι στην πλευρά του δρόμου. Τζαι σήμερα, θωρώντας τους θεόρατους τζειπάνω καταλαβαίνω πόσος τζαιρός επέρασε.

Εκατάλαβα ότι τίποτε δεν είναι ακίνητο, έστω τζαι αν το νιώθουμε έτσι. Ούλλα κινούνται, είτε μας αρέσκει είτε όχι. Ούλλα προχωρούν είτε μαζί μας, είτε χωρίς εμάς. Ίσως να μεν μπορούμε να δούμε την ζωή που τζυλά, αλλά άμα αφήκουμε κάτι, για χρόνια ξεχασμένο, όταν το ξαναδούμε εννα έσιει αλλάξει.. Εφοίτσιασε με τούτη η αποκάλυψη. Τούτη η συνειδητοποίηση, ότι εξεχάστηκα ενώ ο κόσμος προχωρά. ‘Ήμουν πάντα με την ιδέα ότι ο κόσμος εννα με περιμένει.

Σάννα τζαι η ζωή εν ένας ποταμός που σιωνόννεται χωρίς σταματημό, ερμητικός, ασυγκράτητος. Τζαι εγώ, κλεισμένος μέσα σε ένα κουτί επιπλέω τζαι κάθε καμπόσο τζαιρό φκάλλω την κκελλέ μου έξω τζαι θωρώ ότι είμαι σε άλλο σημείο του ποταμού. Αδύναμος να σταματήσω την ροή, ξανακλείουμε μέσα τζαι συνεχίζω να αγνοώ τον ποταμό που με κολοσύρνει μαζί του.

Όπως το αυτοκίνητο μες την κίνηση, περιμένω την σειρά μου μες την ζωή. Τζαι αγανακτώ μέρα με τη μέρα, που εν προχωρά η ζωή να φτάσω στον προορισμό μου. Χωρίς να σκέφτουμαι, να καταλαβαίνω, γιατί βιάζουμε; Χωρίς να κατανοώ ακριβώς ποιος εν ο προορισμός μου. Ίσως να πρέπει να κατεβώ που το αυτοκίνητο τζαι να αρκέψω να περπατώ ξανά.


15
Jan 13

Ο τάφος

Ακόμα τζαι σήμερα, σχεδόν 20 χρόνια μετά, θωρώ την φιγούρα του δίπλα που το ψυγείο των αναψυκτικών. Να κρατά τσιγάρο, Μάλμπορο εκατοστάρι, με άσπρο φίλτρο. Σαν μεγάλη κιμωλία που λαλεί τζαι το τραούδι. Να χαμογελά, τζαι η μεγάλη ελιά που είσιεν στο μάγουλο του, να κουμπά πάνω στο μάτι του.

Την ημέρα που εττούμπαρε, επερίμενα τον να έρτει στο στέκκι που εσυναούμαστε, να μιλήσουμε για μια κασέττα που είχα ακούσει. Επειδή ήταν πιο μεγάλος μου, πολλές φορές επροσπαθούσα να έβρω πράματα να του πω, να του ανοίξω κουβέντα για να μου δώκει σημασία. Εφέρετουν μου καλύτερα που τους υπόλοιπους, έβλεπα τον σαν τον αρφό μου τον μεγάλο μες την παρέα.

Ο θάνατος για μένα τότε, ήταν κάτι που έξερα μόνο που την τηλεόραση. Εν εμπορούσα να αντιληφθώ πως γίνεται κάποιος να εν μαζί σου ένα απόγευμα τζαι το επόμενο να χαθεί για πάντα. Όπως τον καπνό του τσιάρου. Την μια στιγμή να εν τζιαμέ να τον θωρείς, άσπρο, θολό, έντονα να γεμώνει τον χώρο τζαι την άλλη, να διαλύεται τζαι να χάννεται στον αέρα.

Μόλις το άκουσα, θυμούμαι που εκόπηκεν η αναπνοή μου, εγεμώσαν τα μμάθκια μου τζαι που το στόμα μου εφκήκεν μια απαίσια, λυπημένη κραυγή απόγνωσης. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα ότι, κάτι μου έκλεψε το σύμπαν.

Είχα συνήθεια μετά που επέθανε τζιαι επάεννα στον τάφο του να τον δώ. Ένα απόγευμα του σιειμώνα, έμεινε μες το νου μου.

Ήταν πολλή κρυάδα, τζιαι οι πιθανότητες να εσιει κάποιον τζιαμέ ήταν πολλά λλίες. Εκόντεψα στον τάφο τζαι έκατσα κάτω που το δεντρούι που εφυτέψαν απέναντι του.

Ετράβησα το σκουφούι μου κάτω για να ζεστάνω τα μάγουλα μου τζαι άναψα  Lucky Strike. Ένα για μένα, ένα για τζείνον τζαι εσφήνωσα το τζιαμε που ήταν η κκελλέ του. Εθώρουν το που έσβηννεν σιγά, σιγά τζαι ήμουν σίουρος ότι εφουμάρισκεν μαζί μου. Έβαλα το ένα ακουστικό πάνω στο χώμα, τάχα για να ακούει μαζί μου τζαι ακούσαμε το «Χωρίς ντροπή».

Ένιωθα ένα αίσθημα χρέους να με ωθεί. Εγώ ήμουν ακόμα ζωντανός, ενώ τζείνος ήταν βαωμένος κάτω που το χώμα. Μόνος του. Μετά που λλίο τζαιρό, εκατάλαβα ότι εν αλλάσει τίποτε, ότι έπρεπε να το αφήκω πίσω μου τζαι ότι εν ανούσιο να κάθουμαι πάνω που ένα τάφο. Τι θα άλλαζε; Είσιεν να σηκωθεί πάνω;

Εσταμάτησα να πηαίνω. Επεράσαν τα χρόνια. Όποτε περνώ που το νεκροταφείο, ποσσιεπάζω ακόμα να δώ τον τάφο. Τζαι ένας μιτσής Σταυρίνος, εν ακόμα τζιαμέ κουκουλλί τζαι καρτερά τον φίλο του.


22
Nov 12

Αμστερντάμ

Επερπατούσα στα σοκάκια κοντά στην Leidseplein. Εσταμάτησα μπροστά που ένα κατάστημα με σουβενίρ τζαι εχάζευκα τον κόσμο που επερνούσε. Όπως τον παππού μου που άπλωννεν την αναπαυτική του στο παγκέττο του δρόμου τζαι εξάπλωνε να κόψει κίνηση. Νιώθω, ότι αιωρούμαι έξω που το κύκλωμα τζείνη την ώρα τζαι ότι ο κόσμος εν έργο που αλλάσει χρώματα τζαι σκηνές, τζαι εγώ θεατής.

Λλίο πριν να σουρουππώσει, έπιασα το ποδηλατούι μου τζαι εξεκίνησα να πάω πίσω.

Πάρκα τεράστια τζαι μουσεία, κόσμο να κάθεται τζαι να ποσκολιέται, να παίζει μάππα, να καπνίζει, να τρώει ή απλά σκοτώνει την ώρα του. Δέντρα, τζαι γρασίδια, κτήρια παλιά που τα διατηρούν αλλά τζαι αγάλματα, εκθέσεις, πλατείες με ονόματα ζωγράφων τζαι μουσικών.

Ενώ υπάρχουν αυτοκίνητα, ο κόσμος περπατά ή κυκλοφορεί με ποδήλατα. Υπάρχει σεβασμός για τους πεζούς τζαι τα ποδήλατα, ενώ υπάρχουν πεζοδρόμια, ράμπες για ανάπηρους τζαι βοηθητικά σήματα παντού. Άμα έσιεις σίηλλο δικαιούσαι να τον πάρεις όπου θέλεις, σάννα τζαι εν κοπελλούι σου.

Εσταμάτησα στην Museumplein τζαι έκατσα χαμέ στο γρασίδι. Έγειρα πίσω τζαι άφηκα τα χόρτα να μου τρυπήσουν το κορμί μου. Είδα τον ουρανό που εδειλίνωννεν τζαι ένιωσα ότι είμαι όπως την πέτρα που έππεσε μέσα σε ένα ωκεανό. Κόσμος έφευκε, κόσμος έρκετουν, εγώ  ακίνητος.

Εθυμήθηκα που επερπατούσα στο ίδιο πάρκο μια νύχτα πριν χρόνια, με φίλους.

Τούτη η πόλη αφήννει μου ένα περίεργο συναίσθημα. Νιώθω παράξενα, ήρεμος τζαι συγκεντρωμένος. Νιώθω ότι εν βουρώ να φύω που κάτι, νιώθω ότι είμαι δαμέ. Νιώθω ελεύθερος. Ελεύθερος να γυρίσω τζαι να ανακαλύψω ότι υπάρχουν καινούργια πράματα, να κάτσω χαμέ να γράψω, ελεύθερος να ζήσω την πόλη. Νιώθω ότι η πόλη, αγκαλιάζει με. Στην Κύπρο πνίουμαι.

Νιώθω ένα εκνευρισμό, συνέχεια. Μια πίεση, ένα νεύρο, ένα βάρος να κάθεται πας τα ζινίσια μου. Νιώθω ότι εν ζω. Νιώθω ότι βουρώ το πρωί να πάω να δουλειά τζαι ότι το δείλης βουρώ να πάω έσσω. Βιάζουμαι τζιόλας, μπαίνω μες το αυτοκίνητο τζαι παίζω πουρούες, ξιτιμάζω, φωνάζω τζαι προσπαθώ να αποφύγω το έξω, όσο παραπάνω μπορώ. Παίρνω παραπάνω ώρες σε μια καρέκλα αυτοκινήτου ή γραφείου, παρά οπουδήποτε αλλού. Τζιαι προτιμώ το παρά να είμαι έξω στον κόσμο.

Στην Κύπρο, εν θέλω να είμαι έξω που το σπίτι. Στο Άμστερνταμ, εν θέλω να είμαι μέσα στο σπίτι


01
Jun 12

Ο Σάββας

Πρέπει να ήταν καλοκαίρι του 95 που εγνώρισα τον Σάββα. Ο ίδιος λαλεί ότι η φήμη μου έφτασε σε τζείνο χρόνια πριν, λόγο μιας διαμάχης που είχα με κάποιον συμμαθητή του τζιαι ότι κανονικά έπρεπε να τον θυμούμαι μιας τζιαι επαένναμε στο ίδιο σχολείο.  Σημασία για μένα έσιει ότι εν μπορώ να τον θυμηθώ μες την ζωή μου πριν τζείνο το απόγευμα. Ακόμα μεγαλύτερη σημασία έσιει το ότι εν ένας που τους ελάχιστους ανθρώπους που επεράσαν που την ζωή μου, για τους οποίους θυμούμαι την πρώτη φορά που τους εσυνάντησα.

Εκατέβαινα περπατητός τον κατηφορικό δρόμο που ενώνει το πανεπιστήμιο Κύπρου με το γυμνάσιο Αγλαντζιάς. Ήταν γύρω στις 7 το δείλης τζιαι επέστρεφα σπίτι μου. Εν μπορώ να ανακαλέσω ακριβώς που ήμουν πριν, αλλά αν κρίνω που το σημείο που ξεκινά η ανάμνηση, πρέπει να ήμουν στο δημοτικό του Κορνέσιου, στο Λυκαβηττό, τζιαι να έπαιζα μπάσκετ.

Εν θα μπω σε λεπτομέρειες για το πως εν o δρόμος τζιαμέ, νομίζω εν αδύνατο να περιγράψω την ομορφιά τζείνου του δρόμου που περνά μέσα που το πυκνό δάσος. Όσοι εν που την περιοχή, σίουρα ξέρουν τον δρόμο τζείνο, που περνά έξω που το παλιό στρατόπεδο των διαβιβάσεων. Όσοι εν έχουν ιδέα που εν ο τόπος που λαλώ, ας πάν ένα απόγευμα στο δάσος της Αγλαντζιάς για περπάτημα τζιαι να πιάσουν τον δρόμο για να φκούν μέσα στο γυμνάσιο. Αν η Λευκωσία είσιεν Central Park, σίουρα θα ήταν το δάσος της Αγλαντζιάς.

Εσουρούππωνε τζιαι επέστρεφα όπως είπα σπίτι. Με τα ρούχα μου λερωμένα τζιαι δρωμένα τζιαι με την γεύση του παιγνιδιού να γεμώνει το στόμα μου.

Το παιγνίδι έσιει γεύση; Έσιει καλό! Τζιαι μάλιστα διάφορες.

Εν η γεύση χώμα, άμα ππέσεις με τα μούτρα μες τα χώματα για παράδειγμα, ή άμα τρώεις παγωτό τζιαι γλύψεις την κρέμα που έσταξε στο δάκτυλο σου, χωρίς να πλυθείς. Η γεύση γαίμα, ασπούμε, άμα χτάρεις το γόνατο σου τζιαι φιλάς το για να γιάνει πιο γλήορα. Μετά το μπάσκετ στον Κορνέσιο, είχα την γεύση άσφαλτος. Ήμουν ολόμαυρος τζιαι καταχταρμένος, αφού το γήπεδο του μπάσκετ ήταν ασφάλτινο τζιαι σίουρα είχα ππέσει καμια εικοσαρκά φορές χαμέ.

Σε τζείνη την ηλικία μόνο μπορείς να εκτιμήσεις το καλοκαίρι. Τα σούρουππα, άμα ετέλειωνε η μέρα, τζιαι ανυπομονούσες να ξημερώσει η επόμενη μέρα για να συνεχίσεις που τζιαμέ που έμεινες. Όση ώρα είσιεν μέρα, τόση ώρα είσιεν τζιαι παιγνίδι.

Έτσι τζιαι εγώ εκατέβαινα το κατήφορο τζιαι εσκέφτουμουν που θα έπαιζα τζιαι τι θα έπαιζα την επομένη.

Εσταμάτησε δίπλα μου ένα ποδήλατο. Εκαβαλληκούσε το ένας μιτσής με σχετικά μακριά, ξανθά μαλλιά, κουρτινούες. Λεπτός, μισκίνης. Η φάτσα του ήταν γνωστή αλλά εν τον έξερα η αλήθκεια ήταν.

Λαλεί μου, “Είσαι ο Σταυρίνος;”, λαλώ του “Ναι”, “Είμαι ο Σάββας.” λαλεί μου.

Μετά που τόσα χρόνια, ακόμα παραξενεύκει με το γεγονός ότι εμίλησε μου χωρίς να ήμαστε φίλοι. Εντάξει, τότε οι άνθρωποι ήταν πιο φιλικοί απο ότι σήμερα. Επίσης στα δεκαπέντε σου, ακόμα εν σου εφυτεύτηκε η καχυποψία τζιαι η ανθρωποφοβία, οπόταν εν πιο εύκολο σου να μιλήσεις σε κάποιον που εν ξέρεις. Τζιαι όμως, εγώ εν ήμουν τζιαι το πιο φιλικό πρόσωπο στον κόσμο. Πολλές φορές διερωτούμαι πως με ανέχουνταν τότε οι φίλοι μου. Ήμουν νευρικός, είρωνας, ανταγωνιστικός τζιαι αντικοινωνικός. Λόγο του ότι έτρωα πολλή πείραγμα στο σχολείο επειδή ήμουν μικροκαμωμένος, εξέλιξα μια αντικοινωνική συμπεριφορά για να αποπαίρνω οποιονδήποτε είσιεν μες το νου του να με πειράξει. Εξ’ ου τζιαι οι καυγάδες λόγο των οποίων η φήμη μου επροέτρεχε της παρουσίας μου.

Ο Σάββας όμως εμίλησε μου τζιαι εσυνέχισε να πατιθκιάζει σιγά, σιγά δίπλα μου ώσπου τζιαι επρότεινε μου να με κάτσει πας τα τιμόνια για να πάμε σπίτι.

Σάββας: Έσιεις ποδήλατο;

Σταυρίνος: Έχω ένα Kuwahara Scamp. Εν ξηλωμένο όμως. Δουλεύκω με τον παπά μου στα χτίσματα τζιαι φυλάω λεφτά να το βάψω τζιαι να το στήσω.

Σα: Που το ήβρες το Scamp;

Στ: Αντάλλαξα το με ένα άλλο που είχα, ένα Kuwahara Executive. Έδωκα το του Sparrow (γνωστός κοντραμπαδώρος της εποχής μας) τζιαι έδωκε μου το Scamp.

Σα: Είσαι παλαβός, το Executive εν πολλά καλύτερο που το Scamp. Ώστε εν που εσένα που ετσίμπησε το Executive ο Sparrow τζιαι έφερνε το τζιαι εχούμιζε μας το. (το ποδήλατο εν ήταν Executive τελικά, ήταν KE-1, εν ξέρω γιατί το λαλούσαμε Executive. Ήταν όμως εξαιρετικά σπάνιο τζιαι ακριβό.)

Στ: Εσύ που ξέρεις;

Σα: Έφερε το τζιαμέ στον Αγρότη που κάμνουμε ποδηλασία.

Κουβέντα στην κουβέντα, ερώτησε με τι μουσική ακούω. Είπα του ότι αρέσκει μου ο Βασίλης  Παπακωνσταντίνου.

Είπε μου ότι ο Παπακωνσταντίνου εν ένας μαλάκας που έπιασε τα τραούθκια του Άσιμου τζιαι έκαμε τα επιτυχίες τζιαι ότι εν του αξίζει να εν τζιαμέ που ένει. Τζιαι τότε εγώ, ερώτησα ποιός εν τούτος ο Άσιμος;

Μέτα που καμιά εβδομάδα, έφερε μου μια κασέττα γεμάτη με τραούθκια του Άσιμου. Έκατσε τζιαι εζωγράφισε το εξώφυλλο, έγραψε μου λίστα τραγουδιών στο πίσω μέρος τζιαι στο inseam του εξωφύλλου, έγραψε μου μια μικρή βιογραφία του Άσιμου. Έχω την κασέττα μέχρι σήμερα.

Τζιαι ο Σάββας εν δαμέ, μέχρι σήμερα. Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά. Εν πιο πασιής, πίννει παραπάνω μπύρες τζιαι εν βουρά αγώνες με τα κουρσέ. Πιάννει το mountain bike του ενίοτε, τζιαι πουκουππίζεται που τους κρεμμούς κάτω. Αγαπά το ποδήλατο όπως το αγαπούσε πάντα.

Μετά που τόσα χρόνια, θωρώ πίσω μου τζιαι ο Σάββας ήταν τζιαμέ, στες πιο σημαντικές στιγμές της ζωής μου. Στα πιο δύσκολα τζιαι στα πιο εύκολα. Εφάαμεν, ήπιαμε, εγελάσαμε, επιττώσαμε, εκλάψαμε, εχορέψαμε, εγυρίσαμε μαζί. Τούτα ούλλα έκαμα τα τζιαι με άλλους όμως.

Ο Σάββας έμαθε με ότι μπορείς να αγαπάς κάτι τζιαι κάποιον, χωρίς περιορισμούς τζιαι όρους. Ότι μπορείς να δώκεις τα πάντα, χωρίς να σκεφτείς, για να αποκτήσεις κάτι που θέλεις. Ότι μπορείς να είσαι ειλικρινής, φιλικός, καλοσυνάτος τζιαι ήρεμος, τζιαι ότι ο κόσμος, εννα το εκτιμήσει.

Πολλές φορές, εσκέφτηκα ότι εν αφελής, ότι εν επιπόλαιος. Έννεν έτσι όμως. Ο Σάββας εξέφυγε που τες σκέψεις-δεσμά που κατακλύζουν τους υπόλοιπους μας, την ώρα που ξεκινούμε να κάμουμε κάτι.

Την ώρα που εννα ππέσει που τον κρεμμό, εννα ππέσει τζιαι μετά εννα σκεφτεί ότι ίσως να έπρεπε να το σκεφτεί λλίο καλύτερα. Εγώ εννα κάτσω στην άκρη τζιαι να σκέφτουμε ακόμα τες συνέπειες του αν δεν τα καταφέρω.

Εν τα καταφέρνει πάντα, εν η αλήθκεια. Αλλά πάντα έρκετε πίσω που κάθε χτύπημα, με την ίδια ευδιαθεσία τζιαι την ίδια αισιοδοξία. Εν σάννα τζιαι εν συνέχεια ευγνώμων που ζει, που εν δαμέ. Πράμα που πολλοί που εμάς εν κάμνουμε.

Είδα τον τζιαι κακοδιάθετο, νευριασμένο, πληγωμένο. Είδα τον να κλαίει τζιαι να φωνάζει, πληγωμένος που τους ανθρώπους τζιαι που την ζωή. Ήταν που τες πιο δυσάρεστες εμπειρίες της ζωής μου. Είδα τον όμως να θωρεί μπροστά τζιαι να συνεχίζει.

Ξέρω ότι έζησε πράματα που πολλοί που εμάς εν θα αντέχαν. Πράματα, που πολλοί εννα εφταίαν την ζωή τζιαι τον κόσμο ώσπου να πεθάνουν, λόγο του ότι εζήσαν τα. Τζείνο που εγεννήθηκε μέσα που τζείνα ούλλα, εν ένας καλοπροαίρετος τζιαι φιλικός άνθρωπος που μπορεί να κάμει τα πάντα για να σε βοηθήσει. Ένας άνθρωπος που ούλλη του η ύπαρξη φωνάζει, είσαι τυχερός που είσαι δαμέ, πρέπει να είσαι ευγνώμων.

Έσιει ελαττώματα, ξέρω το. Ποιός έν έσιει; Θώρω όμως ότι μέσα που τα χρόνια της φιλίας μας, μινήσκουν μου τα θετικά πράματα. Ο Σάββας, εν κάτι παραπάνω που αδελφικός μου φίλος. Ο Σάββας εν ένας άνθρωπος που με κάμνει να θέλω να γινώ τζιαι εγώ καλύτερος, άνθρωπος. Τζιαι είμαι τυχερός που τζείνο το σούρουππο, εβρέθηκε στον δρόμο μου.