Εκάθουμουν μπροστά που το τζάκι τζαι εκράτουν την κόρη μου πας στα γόνατά μου. Έππεφτεν πάνω μου, τζαι απλώναμε μαζί τα πόθκια μας πας στην άκρα της φωθκιάς ώσπου να κρούσουν λλίον οι κλάτσες μας τζαι να τραβήσουμε πίσω.
Γέλιο, χαρά, αγκαλιές, φιλιά. Ούτε τηλεόραση, ούτε ράδιο. Μόνο εγώ, το μωρό τζαι η μαγευτική ιδιότητα της φωθκιάς να καταστρέφει κάτι για να μας ζεστάνει.
Γυρίζει η κόρη μου τζαι λαλεί μου. «Παπά, ο Άης-Βασίλης έννα κατεβεί που το τζάκι;». Σχεδόν αδιάφορα, απάντησα: «Έτσι λαλεί η γιαγιά αγάπη μου. Ξέρω γω;».Είδε για λλίη ώρα την φωθκιά. Έγυρε πάνω μου ξανά τζαι επόκνιασε τα μιτσιά της κοκκαλούθκια. Όπως το καττί που κουρνιάζει στο καπό του αυτοκινήτου τες νύχτες του σιειμώνα που εν κρυάδα, ετράβησε τα πόθκια της πάνω στο στήθος της τζαι έσυρεν ένα γελούι.Έσιει κάτι μαουλούθκια όπως τα μήλα τα άγουρα. Τα αμματούθκια της έχουν κόρες μεγάλες, σαν τα κάστανα τζαι άμα γελά, ππέφτουν τα πεπέ μπροστά τζαι εν θωρεί. Εκαθάρισε το μέτωπό της τζαι είπε μου, «ο Άης-Βασίλης εν πασιής», τζαι εσυνέχισε να χαμογελά. «Τζαι επειδή εν πασιής; Τι σημαίνει;», απάντησα.
«Ε, έννα τον φορεί να μπει που την καμινάδα τον Άη-Βασίλη; Αφού εν πασιής», είπε.
Εγέλασα με την παρατήρησή της. Έδωκα της ένα φιλί τσακριστό τζαι είπα «Ο παππούς σου λαλεί ότι η σωλήνα του τζακιού μας εν ‘κοσπέντε μιλίμετρα τζαι έννα τον χωρέσει.»
Εσοβαρεύτηκεν απότομα. Άπλωσε για λλίον το πόδι της μπροστά στην φωθκιά τζαι μόλις ένιωσε να κρούζει ετράβησε το πίσω. Ίσιωσε την ράσιην της τζαι εγύρισε τζαι εθώρεν με. Είσιεν ένα ύφος που εν εσήκωννε περιπαίξιμο.
«Άμα κατεβεί που το τζάκι ο Άης-Βασίλης, έννα κρούσει το κολίν του, παπά! Δε, το τζάκι κρούζει. Κοίτα το!»
Εκρέμμετουν που τα σιείλη μου τζαι επερίμενε απάντηση. Εσκέφτηκα ότι, μπορώ να πλάσω μια ιστορία με απίστευτες συγκυρίες για να την πείσω ότι υπάρχει πράγματι ένας άνθρωπος που φορεί κότσινα ρούχα, γυρίζει τες καμινάδες τζαι αφήνει δώρα.
Τούτες εν οι απλές απορίες ενός μωρού θκυόμισι χρονών. Να της δικαιολογήσω μια ιστορία που εν φκάλλει νόημα; Σε λλία χρόνια να πλάσω μια άλλη ιστορία για το πώς τα καταφέρνει ο Άης-Βασίλης τζαι πάει παντού, τζαι εν παντού, συνέχεια. Στο τέλος να πρέπει να δικαιολογήσω το γιατί ο Άης-Βασίλης πάει σε κάποια μωρά τζαι σε κάποια άλλα εν πάει.
Γιατί όμως; Εν υπάρχει λόγος. «Τα δώρα φέρνει τα ο παπάς τζαι η μάμμα, αγάπη μου. Εν έσιει Άη-Βασίλη», είπα της, τζαι εχάδεψα της τα σγουρά της μαλλιά.
«Α, καλά», είπε. Σαν να τζαι εφκάλλαν ούλλα νόημα τωρά. Έππεσεν πάνω μου ξανά τζαι εποτζοιμήθηκεν σιγά – σιγά.